Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 24/07/2024.
Οι Σουμέριοι ήταν αρχαίος λαός ο οποίος εμφανίστηκε στη περιοχή της Μεσοποταμίας μεταξύ 6.000 και 4.000 π.Χ. και ονόμαζαν τους εαυτούς τους Ελ-ε-γκιρ (οι άνθρωποι με το μαύρο κεφάλι).[1] Οι Σουμέριοι βρίσκονταν στο απόγειο της ακμής τους περίπου μεταξύ του 3.000 και 1500 π.Χ.[2]. Η κυριότερη εποχή ακμής ήταν κατά την περίοδο βασιλείας του Χαμουραμπί (1730 - 1695 π.Χ.), του οποίου το όνομα φέρει η πιο αρχαία γραπτή νομοθεσία που σώθηκε χαραγμένη σε μια πέτρινη στήλη, ο Κώδικας του Χαμουραμπί. Σουμέριους τους ονόμασαν οι Ακκάδες για να ορίσουν γεωγραφικά τη περιοχή. Αυτό τον καιρό υπάρχει η θεωρία ότι ήρθαν από τη περιοχή του Αφγανιστάν ή άλλη ορεινή χώρα επειδή στα ανάγλυφα τους εμφανίζουν τους θεούς τους πάνω στα βουνά. Η θεωρία συνεχίζει λέγοντας ότι οι ναοί τους-τα ζιγκουράτ- γίνονταν πάνω σε τεχνητούς βαθμιδωτούς λόφους, μιμούμενοι τα βουνά της παλιάς πατρίδας τους. Βέβαια άλλος λόγος θα μπορούσε να είναι και η προστασία του ναού από τις πλημμύρες οι οποίες κατέστρεφαν τα πρώτα πλίνθινα ιερά που χτίστηκαν σε παραποτάμιες περιοχές. Θεωρούνται οι πρώτοι κάτοικοι του Σουμέρ (ή Σουμερίας), μιας περιοχής στη νότια Μεσοποταμία που εκτείνεται μεταξύ του Τίγρη, του Ευφράτη[2] και του Περσικού Κόλπου[2]. Οι Σουμέριοι αργότερα απορροφήθηκαν από τον βαβυλωνιακό πολιτισμό που αναπτύχθηκε και αυτός στη νότια Μεσοποταμία.
Ιστορία
Ο πολιτισμός των Σουμερίων εμφανίστηκε γύρω στο 5.000 π.Χ., στη πρώτη πόλη του κόσμου, την Εριντού. Οι πρώτοι οικισμοί γύρω από τον Ευφράτη, καλαμένιες καλύβες, σιγά-σιγά με την εξέλιξη της γεωργίας και την διαχείριση των υδάτων του Ευφράτη οδήγησαν στην εμφάνιση πόλεων-κρατών και τη δημιουργία αποθέματος τροφίμων. Οι πρώτες πόλεις όπως η Εριντού και η Ουρούκ είχαν επίσης μεγάλους ναούς χτισμένους στην αρχή από λασπότουβλα. Η έλλειψη μετάλλων, λίθων και ξύλου έδωσε ώθηση στο εξωτερικό εμπόριο. Η σουμεριακή επίδραση δια του εμπορίου εξαπλώθηκε, όπως προκύπτει από τα αρχαιολογικά ευρήματα, την τρίτη χιλιετία π.Χ., προς τις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου και προς την Ινδική χερσόνησο.
Από το 3.000 π.Χ. η διοίκηση πέρασε στα χέρια ενός αρχιερέα-βασιλιά, του Ενσί, που αντιπροσώπευε τους Θεούς εδώ κάτω στη γη, συνεργαζόταν με ένα συμβούλιο γερόντων και ζούσε μέσα στους ναούς. Την ίδια περίοδο αναπτύχθηκε και το πρώτο σύστημα γραφής στον κόσμο, η σφηνοειδής γραφή, που η χρήση της διαδόθηκε σε όλη τη Μέση Ανατολή. Το βιβλίο του Σουμεριακού Καταλόγου των Βασιλέων γράφει για το πέρασμα της εξουσίας από την Εριντού, προς βορρά στη Σουρουπάκ, μέχρι τη περίοδο του κατακλυσμού(=μεγάλες πλημμύρες των δύο ποταμών,Τίγρη και Ευφράτη, που βύθισαν τις πόλεις.) Την ηγεμονία παραδοσιακά την ασκούσαν-με εναλλαγές- οι πόλεις Κις, Ουρ, Ουρούκ, Αντάμπ και Αξάκ.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Σάμιουελ Νόα Κράμερ (Samual Noah Kramer) στο βιβλίο του The Sumerians, Their History, Culture and Character, ένας από τους πρώτους βασιλείς που αναφέρεται στον Κατάλογο των Σουμερίων Βασιλέων και που πιθανολογείται ότι υπήρξε ως ιστορικό πρόσωπο, είναι ο Ετάνα, για τον οποίον ο θρύλος έλεγε ότι με την βοήθεια ενός αετού ανέβηκε στον ουρανό για να βρει το μαγικό βότανο του τοκετού, ώστε να αποκτήσει παιδί η γυναίκα του.
Μετά τον κατακλυσμό, γύρω στο 2.600 π.Χ, η βασιλεία πέρασε στη πόλη της Κις (Πρώτη Δυναστεία της Κις) που είχε επίσης και σημαντικό ποσοστό ακκαδικής καταγωγής πληθυσμού. Ο πρώτος μονάρχης που είναι γραμμένος στον Σουμεριακό Κατάλογο των Βασιλέων είναι ο Ενμενμπαραγκε-σι της Κις γύρω στο 2.600 π.Χ., ο οποίος νίκησε τους Ελαμίτες και έχτισε το ναό του Ενλίλ στη Νιππούρ. Ένας άλλος μονάρχης, ο Μεσσκιαγγασσέρ (κατά τον θρυλο γιος του Ουτού, θεού του ηλίου), ίδρυσε μια δυναστεία στην πόλη Εάννα (που σημαίνει «οίκος του Αν», του θεού του ουρανού) και έκανε μακρινές εκστρατείες επεκτείνοντας την ισχύ του βασιλείου της Κις, ακόμη και πέρα από τα όρια του Σουμέρ.
Μετά η ηγεμονία πέρασε στην Ουρούκ με την δική της 1η δυναστεία (Πρώτη Δυναστεία της Ουρούκ, περίπου 2.700 – 2.500 π.Χ.). Κατά τον θρύλο η πόλη της Ουρούκ ιδρύθηκε από τον γιο του Μεσσκιαγγασσέρ, Ενμεκάρ, ο οποίος εκστράτευσε κατά της μακρινής χώρας της Αράττα, στην περιοχή της Κασπίας θάλασσας, και την υπέταξε. Ένας από τους συντρόφους του Ενμεκάρ στην εκστρατεία ενάντια στην Αράττα ήταν ο ήρωας Λουγκαλμπάντα, ο οποίος και τον διαδέχθηκε στον θρόνο της Ουρούκ και λατρεύθηκε ως θεός μεταθανάτια. Εν συνεχεία τον διαδέχθηκε ο Ντουμούζι, ο οποίος επίσης θεοποιήθηκε μετά θάνατον. Ο πιο διάσημος βασιλιάς της Ουρούκ είναι ο Γκιλγκαμές ή Γιλγαμές -ήρωας του πρώτου έπους στην ανθρώπινη ιστορία (Έπος του Γκιλγκαμές). Οι ιστορικοί διαπίστωσαν ότι πολλές Δυναστείες διαφόρων πόλεων που αναφέρονται στον Κατάλογο των Βασιλέων αλληλοκαλύπτονταν και δεν διαδέχονταν απλώς η μία την άλλη, π.χ. η Πρώτη Δυναστεία της Κις και η Πρώτη Δυναστεία της Ουρούκ κατά μεγάλο μέρος τους συνέπιπταν χρονικά. Ορισμένοι πάλι βασιλείς που μαρτυρείται η ύπαρξή τους σε πολλά άλλα κείμενα, λείπουν από τον Κατάλογο, ενώ και η ακριβής χρονολογική κατάταξη ορισμένων που υπάρχουν στον Κατάλογο αμφισβητείται.
Η πρώτη δυναστεία της Ουρ, με βασιλιά τον Μεσκαλαντούγκ, είναι η πρώτη δυναστεία επιβεβαιωμένη και από τα αρχαιολογικά ευρήματα (Πρώτη Δυναστεία της Ουρ). Την περίοδο αυτή οι ατελείωτοι αγώνες μεταξύ των ηγεμόνων της Κις, της Ουρούκ και της Ουρ εξασθένισαν σημαντικά τις δυνάμεις των Σουμερίων. Μετά την πτώση της Πρώτης Δυναστείας της Ουρ η κυριαρχία, σύμφωνα με τον Κατάλογο, πέρασε στο Ελάμ, του οποίου η πόλη - κράτος Αουάν βρισκόταν κοντά στα Σούσα. Εν συνεχεία, σύμφωνα με τον Κατάλογο, ακολούθησε η Δεύτερη Δυναστεία της Κις, που ωστόσο ακολουθήθηκε από άλλη μία ελαμιτική Δυναστεία, αυτήν του βασιλείου του Χαμαζί. Αυτή ακολουθήθηκε, σύμφωνα πάντα με τον Κατάλογο, από την Δεύτερη Δυναστεία της Ουρούκ. Ωστόσο, όπως αναφέρει ο Κράμερ, δεν βρέθηκαν επιγραφικές μαρτυρίες ούτε για την Δεύτερη Δυναστεία της Κις ούτε για την Δεύτερη Δυναστεία της Ουρούκ.
Ο Λουγκάλ-Άνε-μούντου της Αντάμπ (που βασίλεψε γύρω στον 26ο αιώνα και για τον οποίο υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες) διατήρησε για κάποιο διάστημα τη κυριαρχία εκτός από την Αντάμπ και στην Ουρούκ, την Ουρ και τη Λαγκάς, συμπεριλαμβανομένου και του Ελάμ. Αναφέρεται ότι η επικράτειά του εκτεινόταν από της ακτές της Μεσογείου μέχρι τα Όρη του Ζάγρου. Ο Λουγκάλ-Άνε-μούντου κατανίκησε, ανάμεσα σε άλλους εχθρούς, και τους Γκούτιους, που από μεταγενέστερες πηγές αναφέρονται ως οι άσπονδοι εχθροί των Σουμερίων. Θεωρείται ως ο βασιλιάς που επανέφερε το Σούμερ στην πρότερή του δόξα και ηγεμόνευσε «στις τέσσερις άκρες του κόσμου», μία σύντομη αυτοκρατορία που διαλύθηκε με το θάνατο του βασιλιά. Έπειτα οι διάφορες σουμεριακές πόλεις ξανάρχισαν τις μεταξύ τους διαμάχες. Κατά τα επόμενα 150 έτη, περίπου από το 2.500 π.Χ. έως το 2.350 π.Χ. σπουδαίο ρόλο, σύμφωνα με τις πηγές, έπαιξε η πόλη της Λαγκάς (που, κατά περίεργο τρόπο δεν μνημονεύεται στον Κατάλογο), ιδίως μετά το έτος 2.450 π.Χ., όταν ιδρύθηκε η Δυναστεία της Λαγκάς από τον Ουρ-Νανσσέ, που διαδέχτηκε τον ηγεμόνα Μεσιλίμ της Κις. Από την Λαγκάς έχουν διασωθεί περίπου 700 επιγραφές αυτής της περιόδου, ενώ ελάχιστες από άλλες πόλεις του Σουμέρ.
Τον Ουρ-Νανσσέ διαδέχτηκαν ο γιος του Ακουργκάλ και εν συνεχεία ο εγγονός του Εαννάτουμ, ένας δυναμικός ηγέτης που εκστράτευσε νικηφόρα εναντίον του Ελάμ στα ανατολικά, της πόλεως του νοτίου Σουμέρ Ούμμα (στον βορρά της Λαγκάς), καθώς και της Ουρούκ και της Ουρ (και οι δύο στα δυτικά της Λαγκάς). Εξίσου νικηφόρες ήταν οι εκστρατείες του στον βορρά της Σουμέρ, ο οποίος ήταν υπό τον έλεγχο των πόλεων της Κις και της Αξάκ. Ο Εαννάτουμ έλαβε τότε τον τίτλο του «βασιλέα της Κις» που σήμαινε ότι έλαβε τον τίτλο του βασιλιά των Σουμερίων, καθώς η πόλη της Κις θεωρείτο η πιο σημαντική στο Σουμέρ. Εν συνεχεία δέχθηκε την επίθεση όλων των εχθρών του: των Ελαμιτών στα ανατολικά, τους οποίους απέκρουσε, αν και δεν μπόρεσε να τους καταδιώξει μέσα στην χώρα τους, και εν συνεχεία των δυνάμεων της Κις και της Αξάκ. Μόλις κατάφερε να τις εκδιώξει από την γη της Λαγκάς, δέχθηκε εκ νέου επίθεση των Ελαμιτών και των συμμάχων τους, και ευθύς μετά πάλι επίθεση από τις Κις και Αξάκ, που υποστηρίζονταν από το βασίλειο του Μάρι στα δυτικά. Παρόλα αυτά κατάφερε να αποκρούσει τους εχθρούς του. Μεταξύ των πολέμων ασχολήθηκε με έργα ειρηνικά, όπως η οικοδόμηση ναών και οι κατασκευή καναλιών για άρδευση. Ωστόσο η διαρκής στρατολόγηση και η ανηλεής φορολογία, που έφεραν οι ατελείωτοι πόλεμοι και που συνεπάγονταν φτώχεια για τις μάζες, οδήγησαν σε τυραννική διακυβέρνηση και τελικά στην αποστέρηση κάθε δικαιώματος για τον λαό, ενώ οι πλούσιοι γινόντουσαν ακόμα πλουσιότεροι.
Τον Εαννάτουμ διαδέχθηκε στον θρόνο της Λαγκάς ο αδερφός του Εναννάτουμ, ο οποίος ενεπλάκη, όπως και ο Εαννάτουμ προηγουμένως, σε συνοριακές διαμάχες με την γειτονική πόλη της Ούμμα, που είχε κατορθώσει σε λιγότερη από μια γενεά να ανακτήσει την ισχύ της. Ο γιος του Εναννάτουμ (ο οποίος ήταν προχωρημένης ηλικίας) Εντεμμένα νίκησε (και πιθανώς δολοφόνησε) τον βασιλιά Ου-Λουμμά της Ούμμα. Στη συνέχεια όμως δέχθηκε επίθεση από τον Ιλ, ηγεμόνα της πόλης Χαλλάμπ (ή Ζαμπαλάμ), ο οποίος, έχοντας επωφεληθεί από την διαμάχη μεταξύ της Λαγκάς και της Ούμμα, κατόρθωσε τελικά να κερδίσει τον τίτλο του ηγεμόνα (ενσί) της Ούμμα, κατακτώντας την πόλη. Από την περίοδο αυτή άρχισε η παρακμή της Λαγκάς. Τον Εντεμμένα διαδέχθηκε ο γιος του Εναννάτουμ Β΄. Η ανάρρησή του συμπίπτει και με την άνοδο της τάξης των ιερέων, από τους οποίους πιθανώς προήλθε ο επόμενος διάδοχος του θρόνου, Ενεταρζί. Επόμενος στην διαδοχή ήταν ο Λουκαλ-λάντα, επί του οποίου φαίνεται πως αυξήθηκαν οι κοινωνικές ανισότητες και η ασυδοσία των αρχόντων, τόσο στην ίδια τη Λαγκάς όπως και σε όλο το Σουμέρ, εν μέσω αυξανόμενης διαμάχης μεταξύ του βασιλιά και των ιερέων για την εξουσία. Ενδιαφέρον είναι ότι (σύμφωνα με τον Κράμερ) ο πολύς λαός σε αυτήν την διαμάχη είχε πάρει το μέρος των ιερέων. Επόμενος στη σειρά ήταν ο Ουρουκαγκινά, ο οποίος εμφανίστηκε ως σωτήρας κατά των καταπιεστών και με διάφορες μεταρρυθμίσεις προσπάθησε να αποκαταστήσει το δίκαιο και να σταματήσει τις αυθαιρεσίες των πλουσίων.
Στα 2300 π.Χ. η κυριαρχία πέρασε στον Λουγκάλ Ζαγγεζί (κατά τον Κράμερ πιθανώς Σημιτικής καταγωγής), πρώην αρχιερέα στην Ούμμα, που υπέταξε την Ουρούκ και την Ουρ (βάζοντας τέλος στη Δεύτερη Δυναστεία της Ουρ)και κατέστρεψε την Λαγκάς και όλους τους ιερούς τόπους της. Η εμφάνιση του Σαργών της Ακκάδης έθεσε τέλος στη κυριαρχία του. Ο Σαργών κατάφερε πρώτα να εκθρονίσει τον Ουζαμπάμπα, κατ’ όνομα βασιλιά της Κις (ο πληθυσμός της οποίας ήταν εν πολλοίς ήδη σημιτικός). Εν συνεχεία με διαδοχικές εξορμήσεις προς νότο κατέκτησε βαθμιαία όλη την επικράτεια του τυραννικού Λουγκάλ-Ζαγγεζί. Ο ηλικιωμένος ηγεμόνας αιχμαλωτίστηκε τελικά μετά από την τελική μάχη μπροστά στην Ουρούκ, μεταφέρθηκε αλυσόδετος με ένα ξύλο γύρω από τον τράχηλό του στις πύλες της Νιππούρ και αφού διαπομπεύθηκε στον ναό του θεού Ενλίλ εν συνεχεία εκτελέστηκε.
Επί βασιλείας του Σαργών (ή Σαρρουκένου) άρχισε ο εκσημιτισμός των κατοίκων του Σουμέρ. Για να προλάβει κάθε εξέγερση στην αυτοκρατορία του, που περιελάμβανε όχι μόνο το Σουμέρ, αλλά και άλλες τεράστιες εκτάσεις από τις ακτές του Λιβάνου και την οροσειρά του Ταύρου στη Μικρά Ασία ώς τα παράλια του Περσικού Κόλπου μέχρι το Ομάν, καθώς και το Ελάμ, ο Σαργών εγκατέστησε σημιτικές φρουρές σε θέσεις κλειδιά. Ιδίως στο ίδιο το Σουμέρ, όπου οι εξεγέρσεις ήταν πολύ συχνές, εγκατέστησε τα πιο μάχιμα στρατεύματά του και διόρισε Σημίτες αξιωματούχους σε κάθε πόλη. Ο Σαργών θεοποίησε τον εαυτό του και έχτισε, όχι πολύ μακριά από την πόλη της Κις, που ήταν η βορειότερη πόλη των Σουμερίων, για πρωτεύουσά του την πόλη Αγάδη (ή Ακκάδ ή Ακκάδη), η θέση της οποίας σήμερα είναι άγνωστη, αλλά η οποία έγινε μία από τις μεγαλοπρεπέστερες πόλεις της εποχής εκείνης. Από αυτήν πήραν το όνομά τους οι αρχαίοι Σημίτες κάτοικοι της Μεσοποταμίας, οι Ακκάδιοι.
Οι γιοι και διάδοχοι του Σαργών, Ριμούς (βασίλεψε 9 έτη πριν εκθρονισθεί) και Μανιστουσσού (βασίλεψε για 15 έτη, επίσης εκθρονισμένος μετά από πραξικόπημα), αντιμετώπισαν με εξαιρετικά αιματηρό και βίαιο τρόπο εξεγέρσεις των ενσί των πόλεων του Σουμέρ, και των κατοίκων του Ελάμ, στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και εξωτερικές επιβουλές. Ο γιος του Μανιστουσσού, ο ικανός Ναράμ-Σιν (βασίλεψε για 56, ή κατ’ άλλους για 37, έτη) έφερε αρχικά το βασίλειο του Ακκάδ στην μέγιστη ακμή του, αντιμετωπίζοντας με επιτυχία τις συνεχιζόμενες εξεγέρσεις, και κυριεύοντας την πόλη Έβλα, στην Συρία, δέχθηκε όμως από τα ανατολικά την καταστρεπτική επιδρομή των βαρβάρων Γκούτιων από την οροσειρά του Ζάγρου, οι οποίοι τελικά λεηλάτησαν και κατέστρεψαν την Αγάδη.
Ο γιος του Ναράμ-Σιν, Σαρ-καλί-σαρρί (βασίλεψε για 25 έτη, μέχρι τη δολοφονία του), εξουσίαζε μια σμικρυμένη αυτοκρατορία, που είχε περιοριστεί στην Αγάδη και τα περίχωρά της, ενώ οι Γκούτιοι ήλεγχαν, άμεσα ή έμμεσα, τους κυβερνήτες όλων των πόλεων του Σουμέρ (έχοντας κερδίσει την ανοχή ή και την συμμαχία πολλών ενσί ) και ευνοώντας, όπως φαίνεται, περισσότερο την Λαγκάς εις βάρος των άλλων πόλεων (πιθανώς διότι ο κυβερνήτης της ήταν πιο «συνεργάσιμος» όπως αναφέρει ο Κράμερ). Πιθανολογείται (όπως αναφέρει ο Helmut Uhlig), ότι η πόλη της Ουρούκ είχε ελευθερωθεί από την κυριαρχία της Αγάδης ήδη προ της κυριαρχίας των Γκούτιων (στον Κατάλογο των Βασιλέων μία δυναστεία της Ουρούκ παρεμβάλλεται μεταξύ των περιόδων κυριαρχίας του Ακκάδ και του Γκούτιου). Πάντως η Αγάδη μετά την εισβολή των Γκούτιων ξέπεσε οριστικά (ο Κατάλογος αναφέρει μόνο τέσσερεις βασιλείς που βασίλεψαν για μικρό διάστημα εν μέσω σύγχυσης.)
Μετά την πτώση της Ακκαδικής αυτοκρατορίας και την εμφάνιση των Γκούτιων, έχουμε την Πέμπτη Δυναστεία της Ουρούκ που έδιωξε τους Γκούτιους από τη Σουμερία-γύρω στο 2050 π.Χ.- υπό τη βασιλεία του Ουτουχενγκάλ. Ο Ουρ-Ναμμού υπέταξε τη δυναστεία της Ουρούκ και ανέδειξε τη κυριαρχία της Τρίτης Δυναστείας της Ουρ μέχρι το 2004 π.Χ. Στο τέλος της περιόδου της κυριαρχίας των Γκουτίων, που διήρκεσε περίπου εκατό έτη, αναδείχθηκε επίσης μια νέα δυναστεία στη πόλη – κράτος της Λαγκάς (η δυναστεία αυτή παραδόξως δεν αναφέρεται στον Κατάλογο), με ιδρυτή τον Ουρ-Μπάου (ή Ουρμπάμπα), ο οποίος, όπως φαίνεται, κυβερνούσε επίσης την Ουρ και όλο το νότιο Σουμέρ, (αλλά όχι την Ουρούκ, που όπως ειπώθηκε είχε ανεξαρτητοποιηθεί). Οι τρεις γαμπροί του Ουρ-Μπάου, Γουδέα, Ουργκάρ και Ναμχανί (ή Ναμμαχνί) έγιναν, ο ένας μετά τον άλλον, κυβερνήτες της Λαγκάς. Ο Γουδέα (Gudea), ηγέτης με μεγάλες διπλωματικές ικανότητες, ο οποίος είναι γνωστός και από τα πολυάριθμα αγάλματα και ειδώλιά του που έχουν ανευρεθεί, ως ενσί της Λαγκάς (αλλά και της Ουρ) ανόρθωσε την κατεστραμμένη οικονομία καταφέρνοντας να συνάψει εμπορικές σχέσεις με όλον τον τότε πολιτισμένο κόσμο, έχτισε ένα μεγάλο ναό στη Λαγκάς και, όπως φαίνεται, είχε ορισμένες στρατιωτικές επιτυχίες, αν και ήταν κατ’ όνομα υποτελής των Γκουτίων. Τον Γουδέα, κατά τον Κράμερ, διαδέχτηκε ο γιος του Ουρ-Νινγκιρσού και στη συνέχεια ο εγγονός του Ουγκμέ (ή Πιρινγκμέ). Τον τελευταίο διαδέχτηκε μάλλον ο Ουργκάρ (ο δεύτερος γαμπρός του Ουρ-Μπάου) και μετά ο Ναμχανί (ο τρίτος γαμπρός του) που είχε αγαστή συνεργασία με τους κατακτητές Γκουτίους.
Τότε εμφανίστηκε στη χώρα ως σωτήρας ο Ουτουχενγκάλ, κυβερνήτης της Ουρούκ, ο οποίος, συνενώνοντας τους κυβερνήτες των πόλεων του Σουμέρ, νίκησε τον Γκούτιο βασιλιά Τιριγκάν, τον συνέλαβε και εκδίωξε από το Σουμέρ τους Γκουτίους. Ο Ουτουχενγκάλ ωστόσο δεν κατόρθωσε να παραμείνει επί πολύ βασιλιάς, καθώς ένας από τους πιο φιλόδοξους ενσί, ο Ουρ-Ναμμού, κυβερνήτης της πόλεως Ουρ, κατάφερε να αρπάξει τον θρόνο, ιδρύοντας την τελευταία και πιο γνωστή δυναστεία στην ιστορία των Σουμερίων, την Τρίτη Δυναστεία της Ουρ, η οποία διήρκεσε από το 2.112 π.Χ. έως το 2.004 π.Χ. Οι περίοδοι του Γουδέα και της Τρίτης Δυναστείας της Ουρ θεωρούνται ως οι κλασικές περίοδοι της (γραπτής) Σουμεριακής γλώσσας.
Ο ιδρυτής της Τρίτης Δυναστείας, Ουρ-Ναμμού, βασίλεψε στην Ουρ από το 2112 ώς το 2095 π.Χ. Υπό τον βασιλιά αυτόν και τον γιο του, Σουλγκί, η επικράτεια της Ουρ εκτεινόταν στο μεγαλύτερο μέρος της κεντρικής και νότιας Μεσοποταμίας, ως τα όρια του παλιού βασιλείου της Ακκάδ. Οι Ουρ Ναμμού και Σουλγκί χρησιμοποίησαν πρώτοι τον τίτλο lugal ki-en-gi ki-Uri (βασιλιάς του Σουμέρ και της Ακκάδης), τίτλο που θα χρησιμοποιήσουν στο μέλλον και οι ηγεμόνες της Βαβυλώνας, αλλά και όσοι ηγεμόνευσαν επί των Βαβυλωνίων, όπως π.χ. ο Πέρσης Κύρος ο Μέγας. Η περίοδος της βασιλείας τους έγινε γνωστή ως «Σουμερική Αναγέννηση». Τα περισσότερα γραπτά τεκμήρια της Σουμεριακής γλώσσας (τα πιο πολλά οικονομικής και διοικητικής φύσεως) προέρχονται από αυτήν την περίοδο. Αναπαράχθησαν ωστόσο και παλιότερα λογοτεχνικά κείμενα, και, μετά από βασιλική προσταγή, κυρίως του Σουλγκί, εγράφησαν νέα. Πολλά κείμενα εξυμνούν μονάρχες.
Ο Ουρ-Ναμμού επέδειξε μεγάλες στρατιωτικές και διοικητικές ικανότητες. Ήταν επίσης σπουδαίος νομοθέτης (σε αυτόν αποδίδεται ο πρώτος κώδικας νόμος στην ιστορία) και κατά τη διάρκεια της βασιλείας διέταξε να κατασκευαστούν μεγαλοπρεπείς ναοί (ζιγκουράτ) και άλλα δημόσια κτήρια. Αρχικά ο Ουρ-Ναμμού επιτέθηκε και σκότωσε τον Ναμχανί, τον γαμπρό του Ουρ-Μπάου της Λαγκάς, που επιβουλευόταν την επικράτεια της Ουρ, με την βοήθεια προφανώς των Γκούτιων. Αφού σταθεροποίησε την κυριαρχία του σε Ουρ και Λαγάς, ο Ουρ-Ναμμού την επέκτεινε σε όλο το Σουμέρ και πιθανώς πέρα από αυτό, αν κρίνει κανείς από τις ανευρεθείσες επιγραφές. Ο Ουρ-Ναμμού πιθανώς σκοτώθηκε σε μάχη με τους Γκούτιους, οι οποίοι δεν είχαν πάψει να αποτελούν απειλή για τους Σουμέριους και καθ' όλη την περίοδο της Τρίτης Δυναστείας της Ουρ.
Ο γιος του Ουρ-Ναμμού, Σουλγκί, που τον διαδέχθηκε εγκαινίασε μια περίοδο ειρήνης και ευημερίας. Η βασιλεία του κράτησε σαρανταοχτώ έτη. Η κυριαρχία του εκτεινόταν ως τις περιοχές των Σουβάριων (αν και εκεί αντιμετώπιζε πολλές επαναστάσεις) στον βορρά, στην περιοχή των Αρβήλων (Ιρμπίλ) και το κράτος του περιελάμβανε το Ελάμ και το Ανσάν στα ανατολικά, ενώ ήλεγχε, λέει ο Κράμερ, ακόμη και τα νομαδικά φύλα του όρους του Ζάγρου. Το εμπόριο ανθούσε, ιδίως με την περιοχή του Ινδού ποταμού. Ο Σουλγκί προστάτευσε τον σουμεριακό πολιτισμό και τα γράμματα, αν και κατά την βασιλεία του φαίνεται ότι προχώρησε ο εκσημιτισμός της χώρας σε μεγάλο βαθμό. Ο γιος του Σουλγκί Αμάρ-Σιν, που βασίλεψε για εννέα έτη, κατάφερε να διατηρήσει όλες τις κτήσεις του πατέρα του στο Σουμέρ και τις γειτονικές περιοχές μέχρι το Ασσούρ στο Βορρά. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του γιου και διαδόχου του, Σου-Σιν, που βασίλεψε επίσης για εννέα έτη, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ο κίνδυνος των Αμοριτών, ενός σημιτικού λαού που προερχόταν από τις ερήμους της Συρίας και της Αραβίας. Ο Σου-Σιν δεν μπόρεσε να τους αποκρούσει αποτελεσματικά, παρά τα οχυρωματικά έργα που είχε διατάξει να κατασκευαστούν.
Ο διάδοχός του Σου-Σιν, Ιμπί-Σιν, ήταν ο τελευταίος και τραγικός βασιλιάς της Τρίτης Δυναστείας της Ουρ. Η βασιλεία του κράτησε 24 έτη. Αντιμετώπισε τις συνεχιζόμενες επιδρομές των Αμοριτών καθώς και την ανανεωμένη απειλή των Ελαμιτών, οι οποίοι είχαν αποτινάξει την κυριαρχία των Σουμερίων. Έχτισε μεγάλα τείχη και οχυρώσεις γύρω από την πρωτεύουσα Ουρ, καθώς και γύρω από το θρησκευτικό κέντρο των Σουμερίων, την πόλη της Νιππούρ. Η κατάσταση όμως λόγω των εχθρικών επιδρομών χειροτέρευσε τόσο, που φαίνεται ότι η αυτοκρατορία στο τέλος θρυμματίστηκε σε πολλά αυτόνομα μέρη, οι κυβερνήτες των οποίων ανέλαβαν την άμυνα των πόλεών τους. Ένας από τους κυβερνήτες αυτούς, ο Ισμπί-Ιρρά, κυβερνήτης της πόλης Μάρι, που κατάφερε με την βοήθεια του Ιμπί -Σιν να γίνει και κυβερνήτης της Ισίν, και είχε αμυνθεί επιτυχώς κατά των εισβολέων, κυρίευσε πρώτα την πόλη της Νιππούρ και τελικά το μεγαλύτερο μέρος του Σουμέρ, αιχμαλωτίζοντας τους κυβερνήτες των πόλων που είχαν μείνει πιστοί στον Ιμπί -Σιν, ο οποίος κατέληξε να έχει στον έλεγχό του στο τέλος μόνο την πόλη της Ουρ. Έτσι το Σουμέρ στην ουσία διαιρέθηκε σε δύο βασίλεια, αυτό του νόμιμου βασιλιά στην Ουρ, και το άλλο του Ισμπί-Ιρρά, ο οποίος, με έδρα την Ισίν, ήλεγχε το μεγαλύτερο κομμάτι της χώρας.
Εν τέλει, οι Ελαμίτες, με την βοήθεια των Γκούτιων και των Σουβάριων, κατάφεραν να καταλάβουν και να καταστρέψουν την Ουρ (για την πτώση της οποίας έχουν διασωθεί πολλά θρηνητικά άσματα), συλλαμβάνοντας και μεταφέροντας αιχμάλωτο τον Ιμπί-Σιν στο Ανσάν. Η κατάρρευση συνέβη γύρω στο 2.004 ή 2.006 π.Χ., δηλαδή η Δυναστεία διήρκεσε περίπου τρεις γενεές ή έναν αιώνα. Με την πτώση της Ουρ έπεσε ουσιαστικά και ο Σουμεριακός πολιτισμός. Αν και θεωρείται γενικά ότι η Σουμερική γλώσσα ομιλείτο ακόμα κατά την περίοδο της Τρίτης Δυναστείας της Ουρ, πολλοί πιστεύουν ότι ήδη ήταν μία νεκρή γλώσσα προ της περιόδου αυτής ή κατέστη νεκρή κατά τα τέλη της, ή, εν πάσει περιπτώσει, ήταν σε αναπότρεπτη πορεία αντικατάστασής της από την Ακκαδική. 'Ηδη από την εμφάνιση των Ακκάδων, η σουμεριακή ταυτότητα άρχιζε να ενοποιείται με αυτή των Ακκάδων. Οι θεοί τους έγιναν κοινοί, γλώσσα τους έγιναν τα ακκαδικά και γενικά η κοινωνία εκσημιτιζόταν όλο και πιο πολύ.
Ο Ισμπί-Ιρρά κατάφερε να εκδιώξει τους Γκούτιους μετά λίγα έτη καταλαμβάνοντας την ερειπωμένη Ουρ και έτσι έγινε μοναδικός βασιλιάς του Σουμέρ, με πρωτεύουσά του την Ισίν. Ο Ισμπί-Ιρρά εγκαινίασε την τελευταία Δυναστεία του Σουμέρ, την Δυναστεία της Ισίν, που διήρκεσε περίπου δύο αιώνες (αν και, όπως μας λέει ο Κράμερ, οι τελευταίοι βασιλείς που ανήκαν στην δυναστεία αυτή δεν ήταν άμεσοι απόγονοι του ίδιου του Ιμπί-Σιν). Ο εκσημιτισμός της χώρας είχε σχεδόν συντελεσθεί, καθώς μετά την πτώση της Ουρ τα φύλα των Αμοριτών είχαν κατακλύσει την χώρα. Παρόλο που θεωρητικά η Ισίν θεωρείτο ακόμη η πρωτεύουσα ενός ενιαίου βασιλείου «του Σουμέρ και του Ακκάδ», στην πραγματικότητα η χώρα είχε διαιρεθεί σε πολλές πόλεις – κράτη και δεν υφίστατο πλέον κανείς κεντρικός έλεγχος. Η Ισίν ήταν το ισχυρότερο από αυτά, και κατά τον πρώτο αιώνα ήλεγχε την Νιππούρ, το θρησκευτικό κέντρο, και την Ουρ, την παλαια πρωτεύουσα.
Αργότερα, η ισχύς της Ισίν μειώθηκε, και αναδείχθηκε ισχυρότερη πόλη η Λάρσα, ο ηγεμόνας της οποίας Ριμ-Σιν κατέλαβε την Ουρ. Για τους Σουμέριους όμως ήταν πλέον αργά. Ένας Αμορίτης, ο Χαμουραμπί, ηγεμόνας μιας πρώην ασήμαντης πολίχνης, της Βαβυλώνας (Μπαμπ - ιλού), νίκησε τον Ριμ-Σιν, καθώς και τους βασιλείς του Ελάμ, του Μάρι και της Εσνούνα, και έγινε βασιλιάς όλης της περιοχής της νότιας Μεσοποταμίας. Με τον Χαμουραμπί τελειώνει η ιστορία των Σουμερίων και αρχίζει αυτή της Βαβυλώνας. Οι Σημίτες κυριάρχησαν οριστικά σε όλη την Μεσοποταμία και το όνομα και η γλώσσα της Σουμερίας πέρασαν στην Ιστορία.
Τα πρώτα γραπτά κείμενα ήταν γραμμένα στη Σουμεριακή γλώσσα.[2] Μετά τη 2η χιλιετία π.Χ. φαίνεται πως η γλώσσα τους αντικαταστάθηκε, για την καθημερινή χρήση, από την ακκαδική. Όμως φαίνεται να διατηρήθηκε η γλώσσα των λογίων τους σε λογοτεχνικά κείμενα μέχρι τους ελληνιστικούς χρόνους[εκκρεμεί παραπομπή].
Πολιτισμός
Ο Σουμεριακός πολιτισμός ήταν ο πρώτος υψηλού επιπέδου πολιτισμός.[2] Γύρω στο 6.000 π.Χ. ανέπτυξαν τη κουλτούρα την ονομαζόμενη από τους επιστήμονες Hassuna, από την ομώνυμη πόλη κοντά στη Μoσούλη που βρέθηκαν τα πρώτα ευρήματα, σε έναν προϊστορικό οικισμό στα εδάφη που αργότερα κατέλαβαν οι Ασσύριοι. Εκεί ανέπτυξαν τη καλλιέργεια του κριθαριού, την εξημέρωση και χρησιμοποίηση των οικιακών ζώων, την κατεργασία του χαλκού και τα σταμπαρισμένα και ζωγραφισμένα κεραμικά. Αργότερα ανέπτυξαν την ονομαζόμενη κουλτούρα Ubaid, πάλι από την ομώνυμη πόλη που περιλάμβανε το τροχό, τη ναυσιπλοΐα, τεχνικές άρδευσης και κάποιου είδους νομισματικού συστήματος.[3]
Οι Σουμέριοι είχαν αναπτύξει τη γεωργία, τη ναυτιλία και το εμπόριο, και ένα σύστημα λογιστικής.[2] Σημαντικά επιτεύγματα είναι η επίλυση των συγκρούσεων των τοπικών κοινωνιών για το πόσιμο νερό, τα κτήματα και η ρύθμιση του εμπορίου.[2]
Οι Σουμέριοι είχαν μια ανεπτυγμένη μυθολογία. Σημαντικό λογοτεχνικό έργο λογοτεχνίας που προέρχεται από αυτούς είναι το έπος του Γκιλγκαμές.
Πολιτική
Σημαντική πολιτική οντότητα στους Σουμέριους ήταν οι πόλεις κράτη, που είχαν εσωτερική ανεξαρτησία[2]. Κατά την τρίτη χιλιετία π.Χ. σε όλο το Σουμέρ υπήρχαν δέκα ή δώδεκα τέτοιες πόλεις-κράτη, οι οποίες στον πυρήνα τους είχαν οχυρωμένες πόλεις, οι οποίες ήλεγχαν την γύρω περιοχή στην οποία υπήρχαν κωμοπόλεις και χωριά. Κάθε πόλη-κράτος κυβερνιόταν από έναν βασιλιά, ο οποίος ήταν κληρονομικός και εκπρόσωπος του Θεού.[2] Οι Σουμέριοι είχαν λύσει σημαντικές διαφορές[2] μεταξύ τους, ώστε να υπάρχει πολιτική ομαλότητα σε σχέση με άλλους λαούς της εποχής.
Αρχηγός του Σουμέριων ήταν ο Μεγάλος Βασιλιάς, δηλαδή ο βασιλιάς της ισχυρότερης πόλης. Ο Μεγάλος βασιλιάς όφειλε να διαιτητεύσει στις τοπικές διαμάχες και να διατηρήσει την τάξη, υποστηρίζοντας κάθε φορά τη νόμιμη ή την ισχυρότερη εξουσία.[2] Ως εκπρόσωπος του Θεού, οι αποφάσεις του όφειλαν να ήταν συνετές και ισορροπημένες.[2] Τροχοπέδες αυτού του συστήματος ήταν η μονομέρεια σε θέματα που αφορούσαν την πόλη του Μεγάλου Βασιλιά, η κατάχρηση εξουσίας, η έλλειψη ισχυρής συγκεντρωτικής εξουσίας του και οι συνασπισμοί άλλων πόλεων που αποσκοπούσαν στην ανατροπή του.[2] Γνωστός μεγάλος βασιλιάς ήταν πιθανώς ο Γκιλγκαμές, βασιλιάς της Ουρούκ.
Σχεδόν κάθε πόλη-κράτος είχε τον δικό της προστάτη-θεό. Οι πολιτικοί άρχοντες ήταν εκπρόσωποί του και έπαιρναν αποφάσεις για την επίλυση διαφορών. Ακολουθεί κατάλογος με τις πόλεις και τους θεούς προστάτες:
Το πιο σημαντικό σημείο κάθε πόλης ήταν ο ναός που ήταν το μεγαλύτερο και λαμπρότερο οικοδόμημα κάθε πόλης. Χαρακτηριστικά ήταν τα ζιγκουράτ, οι βαθμιδωτές πυραμιδοειδείς κατασκευές που είχαν στην κορυφή τους το ναό στο ιερό του οποίου υπήρχε το άγαλμα του θεού κάθε πόλης. Παρ’όλο που μία ήταν η κυριότερη θεότητα της πόλης υπήρχαν μέσα στο ναό και ιερά και άλλων Θεών ή και μικροί ναϊσκοι δίπλα στο κυρίως ιερό. Θυσίες από ζώα και φαγητά, όπως κρασί, γάλα, μπύρα και κρέας γίνονταν καθημερινά. Περιστασιακά γίνονταν και γιορτές, μερικές από αυτές, διαρκούσαν και μέρες. Οι πιο σημαντικές ήταν η γιορτή του καινούριου φεγγαριού, κάθε 7 και 15 του μήνα και με προεξάρχουσα όλων τη γιορτή του Νέου έτους.
Ο διοικητής του ναού ονομαζόταν Σάνγκα, και ήταν υπεύθυνος για τη καλή λειτουργία του ναού σε όλους τους τομείς ενώ ο αρχιερέας ονομαζόταν Εν και ήταν είτε άντρας είτε γυναίκα ανάλογα με τη θεότητα. Κάτω από τον Εν υπήρχαν πολλές τάξεις ιερέων οι αρμοδιότητες των οποίων δεν μας είναι ιδιαίτερα γνωστές εκτός από τον Γκαλά που ήταν τραγουδιστής και ποιητής και τον Ισίμπ τον υπεύθυνο των προσφορών κρασιού. μαθηματικά και γραφή. Διδάσκονταν από τα πιο απλά μαθηματικά όπως πρόσθεση και πολλαπλασιασμός μέχρι γεωμετρία και τετραγωνικές ρίζες. Ο δάσκαλος ονομαζόταν Ούμια.
Διεθνείς σχέσεις
Οι Σουμέριοι είχαν αναπτύξει περίπλοκες συμβάσεις και διαδικασίες συναλλαγών με τους Αιγύπτιους.[2] Οι σχέσεις τους αφορούσαν το εμπόριο, την ανατροπή ή παύση κάποιου πολέμου, τη σύναψη συμμαχίας ή προσδιορισμό συνόρων.
Αναφορές
Οι Σουμέριοι δεν αναφέρονται ακριβώς στην Παλαιά Διαθήκη, πλην όμως η βιβλική περιοχή Σεναάρ που αναφέρεται στη Γένεση είναι πιθανό να αντιστοιχεί με το Σουμερικό Κενγκίρ που στην ακκαδική αποδίδεται ως «σουμαρού» και που σημαίνει «γη του Σουμέρ». Συνεπώς στη Γένεση φαίνεται πως με το όνομα αυτό αναφέρεται ολόκληρη η Βαβυλωνία.
Παραπομπές
↑W.Simpson-W.Hallo.’’The ancient Near East”Ν.Υόρκη, 1971