Ξεκίνησε την αθλητική του σταδιοδρομία από τον αθλητικό σύλλογο Άρης Μεγάλου Ρεύματος της Κωνσταντινούπολης και τη συνέχισε στον Εθνικό ΓΣ της Αθήνας. Το 1902 αγωνίστηκε για πρώτη φορά με τα χρώματα του Άρη. Κατέκτησε την α' θέση σε σφαιροβολία (με βολή στα 11,26 μ.) και δισκοβολία (34,32), ενώ τη β' στο άλμα επί κοντώ (2,80). Ταυτόχρονα κατείχε όλα τα ρεκόρ της Ροβερτείου Σχολής στις ρίψεις. Από το 1906 όταν και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, εντάχθηκε στον Εθνικό ΓΣ, ως αθλητής του οποίου κατέκτησε πλήθος πανελλήνιων νικών και ολυμπιακών διακρίσεων. Συγκεκριμένα:
το 1908 νίκησε εκ νέου σε ελληνική (33,49) και ελεύθερη δισκοβολία (38,53), ενώ ήταν β' νικητής στον ακοντισμό (53,89) και τη σφαιροβολία (12,42). Επίσης, νίκησε χωρίς αντίπαλο στην πάλη (κατηγορία βαρέων) και ήταν δεύτερος στη γενική κατηγορία.
στους Πανελλήνιους-Παναιγύπτιους Αγώνες του 1910 στην Αλεξάνδρεια, κατέρριψε τα πανελλήνια ρεκόρ σφαιροβολίας με 13,28 μ. και δισκοβολίας με 40,40 μ. Νίκησε επίσης στην ελληνική δισκοβολία, κατέλαβε δε τη β' θέση στη λιθοβολία και τη γ' στο αθλητικό πένταθλο
την ίδια χρονιά στο Πανελλήνιο πρωτάθλημα, κατέκτησε τέσσερις πρώτες νίκες σε σφαιροβολία, ακοντισμό και τις δύο δισκοβολίες
το 1912, τελευταία φορά που μετείχε σε Πανελλήνιους αγώνες, επικράτησε σε όλα τα αγωνίσματα ρίψεων, πλην του ακοντισμού που κατέλαβε τη β' θέση.
Ακαδημαϊκή σταδιοδρομία
Στη συνέχεια μετανάστευσε στις ΗΠΑ και διέπρεψε στο χώρο της εκπαίδευσης. Έπειτα τις σπουδές του, αναγορεύτηκε καθηγητής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια. Το ίδιο διάστημα παντρεύτηκε την οδοντίατρο Κατίνα Μιχαλοπούλου. Για γεωγραφικές μελέτες και εκπαιδευτικούς σκοπούς, έκανε δύο φορές το γύρο του κόσμου, επισκεπτόμενος μεταξύ άλλων χωρών και την Ελλάδα όπου παρέμεινε για μικρό διάστημα.[1]