Ο Λεπρένς-Ρινγκέ γεννήθηκε στην πόλη Αλές της νότιας Γαλλίας, όπου ο πατέρας του, ο Φελίξ (Félix Leprince-Ringuet, 1873-1958), εργαζόταν ως μεταλλειολόγος μηχανικός (αργότερα έγινε διευθυντής της Εθνικής Ανώτατης Σχολής Μηχανικών Μεταλλειολόγων του Παρισιού). Ο Λουί σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Ηλεκτρισμού και στην Εθνική Ανώτατη Σχολή Τηλεπικοινωνιών. Κατόπιν, από το 1925 έως το 1929 εργάσθηκε στην Υπηρεσία υποθαλάσσιων καλωδίων. Αλλά στα τέλη του 1929, εξαιτίας μιας εργολαβίας του στο Εργαστήριο Φυσικής ακτίνων Χ του Μωρίς ντε Μπρέιγ, μεγαλύτερου αδελφού του διάσημου νομπελίστα φυσικού Λουί ντε Μπρέιγ, ο οποίος ενέπνευσε τον Λεπρένς-Ρινγκέ να αρχίσει να ασχολείται με αυτό που έμελλε να γίνει η ειδικότητα όπου διακρίθηκε, δηλαδή με την πυρηνική φυσική.
«Μια επιστημονική αλήθεια είναι πάντοτε μερική και επαναπροσαρμοζόμενη... ...η σκέψη ότι η Επιστήμη θα δώσει τελικά ερμηνείες σε όλα τα θέματα είναι πολύ απλοϊκή.»
- Louis Leprince-Ringuet στο βιβλίο του Des Atomes et des Hommes[13]
Στις έρευνες για την αναζήτηση των πρώτων μεσονίων (τα οποία είχε προβλέψει θεωρητικώς ο Γιουκάβα το 1935), ο Λεπρένς-Ρινγκέ είναι γνωστός από το γεγονός ότι το 1941 ανεκάλυψε ένα σωματίδιο πολύ μεγαλύτερης μαζας από την αναμενόμενη για μεσόνιο. Η ανακάλυψη αυτή αμφισβητήθηκε μέχρι την επιβεβαίωση της υπάρξεώς του μεταπολεμικώς, το 1947, από δύο Βρετανούς φυσικούς: πρόκειται για το σωματίδιο K+ («καόνιο»).[14] Συνακόλουθα, το 1949 ο Λεπρένς-Ρινγκέ εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών. Το 1953 επινόησε τον όρο «υπερόνιο».[14][15]
Ο Λεπρένς-Ρινγκέ συνηγόρησε έντονα υπέρ της δημιουργίας του CERN και μετά την ίδρυσή του παρέμεινε ακούραστος υποστηρικτής του μέχρι το τέλος του βίου του. Διετέλεσε αντιπρόεδρος (1956-1969) και πρόεδρος (1964-1966) της Επιτροπής επιστημονικής πολιτικής του CERN.[16] Επίσης είχε εκλεγεί μέλος της American Philosophical Society.[17]
Εκτός της ερευνητικής επιστημονικής του δραστηριότητας, ο Λεπρένς-Ρινγκέ συνέγραψε και αρκετά βιβλία επί κοινωνικών και πολιτικών θεμάτων, και βραβεύθηκε με το λογοτεχνικό βραβείο «Εύα Ντελακρουά» το 1958, ενώ εκλέχθηκε μέλος και της Γαλλικής Ακαδημίας το 1966. Εξαιτίας και της σταθερής προσωπικής του χριστιανικής πίστεως, τον απασχόλησε αρκετά το θέμα των σχέσεων επιστήμης και θρησκείας.
Προσωπική ζωή
Ο Λεπρένς-Ρινγκέ νυμφεύθηκε το 1929 την Ντενίζ Πωλ-Ντυμπουά (Denise Paul-Dubois), γόνο γνωστής οικογενείας (εγγονή του γλύπτη Πωλ Ντυμπουά και του σημαντικού φιλολόγου, ιστορικού και φιλοσόφου Ιπολύτ Ταιν), η οποία όμως πέθανε μόλις επτά μήνες μετά τον γάμο. Ο επιστήμονας έτσι πήρε ως δεύτερη σύζυγό του το ίδιο έτος τη Ζαν Μοτ (Jeanne Motte). Απέκτησαν μαζί επτά τέκνα, εκ των οποίων η Ντομινίκ Λεπρένς-Ρινγκέ σκοτώθηκε το 1966 επιχειρώντας ανάβαση στο βουνό Ουασκαράν του Περού.
Ο Λουί Λεπρένς-Ρινγκέ πέθανε στο Παρίσι σε ηλικία 99 ετών. Καπνιστής πίπας επί δεκαετίες, απέδιδε τη μακροβιότητά του στην καθημερινή κατανάλωση μήλων.
Το όνομα του επιστήμονα δόθηκε στο «Εργαστήριο Λεπρένς-Ρινγκέ» (γαλλ. Laboratoire Leprince-Ringuet), κοινή δομή του CNRS και της École polytechnique, αλλά και μέρος του γαλλικού Εθνικού Ινστιτούτου Πυρηνικής και Σωματιδιακής Φυσικής (IN2P3).