Η Λογοκρισία του διαδικτύου είναι ο έλεγχος ή περιορισμός της πρόσβασης και του περιεχομένου που μπορεί να δημοσιευθεί ή να προβληθεί στο Διαδίκτυο, όπως έχει τεθεί σε ισχύ από τις ρυθμιστικές αρχές ή από ιδιωτική πρωτοβουλία. Μεμονωμένα άτομα και οργανώσεις μπορούν να ασκήσουν πολιτική αυτολογοκρισίας για ηθικούς, θρησκευτικούς, ή για επαγγελματικούς λόγους, να συμμορφώνονται με τα κοινωνικά πρότυπα, λόγω εκφοβισμού ή από φόβο για τις νομικές ή άλλες συνέπειες.[1][2]
Η έκταση της λογοκρισίας στο Διαδίκτυο διαφέρει από χώρα σε χώρα. Ενώ οι περισσότερες δημοκρατικές χώρες έχουν μέτρια λογοκρισία στο Διαδίκτυο, άλλες χώρες φτάνουν στο σημείο του να περιορίζουν την πρόσβαση σε πληροφορίες, όπως τις ειδήσεις, και να απαγορεύουν τις συζητήσεις μεταξύ των πολιτών.[2] Η Λογοκρισία του διαδικτύου παρουσιάζεται επίσης ως απόκριση κατόπιν ή εν αναμονή γεγονότων, όπως οι εκλογές, διαμαρτυρίες και ταραχές. Ένα παράδειγμα ήταν η αυξημένη λογοκρισία όσο διήρκεσε η Αραβική Άνοιξη. Άλλα θέματα της λογοκρισίας είναι τα πνευματικά δικαιώματα, η συκοφαντική δυσφήμιση, η παρενόχληση και το άσεμνο υλικό.
Οι κρατικές υπηρεσίες διαθέτουν διάφορα εργαλεία για την εφαρμογή περιορισμών, αλλά οι υποστηρικτές της ελευθερίας του διαδικτύου προσπαθούν να ξεπεράσουν αυτά τα εμπόδια και τα φίλτρα. Οι ιστοσελίδες περιορισμένης πρόσβασης προστατεύονται αποτελεσματικά με εντοπισμό και φραγή αιτημάτων DNS, αλλά εταιρείες όπως οι Cloudflare, Mozilla και Google αλλάζουν το DNS σε επίπεδο TLS καθιστώντας την αναχαίτιση δύσκολη[3].
Η υποστήριξη και η αντίθεση στη λογοκρισία του Διαδικτύου επίσης κυμαίνονται. Σε μία έρευνα του 2012 για την Διαδικτυακή Κοινότητα το 71% των ερωτηθέντων συμφώνησαν ότι «πρέπει να υπάρχει λογοκρισία κάποιας μορφής στο Διαδίκτυο». Στην ίδια έρευνα, το 83% συμφώνησε ότι «η πρόσβαση στο Διαδίκτυο θα πρέπει να θεωρείται βασικό ανθρώπινο δικαίωμα» και το 86% συμφώνησε ότι «η ελευθερία της έκφρασης πρέπει να είναι εγγυημένη στο Διαδίκτυο». Η αντίληψη της λογοκρισίας στο διαδίκτυο στις ΗΠΑ βασίζεται ως επί το πλείστον στην Πρώτη Τροπολογία και το δικαίωμα για επεκτατική ελευθερία του λόγου και πρόσβαση στο περιεχόμενο χωρίς να ληφθούν υπόψη οι συνέπειες.[4] Σύμφωνα με την GlobalWebIndex, πάνω από 400 εκατομμύρια άνθρωποι χρησιμοποιούν εικονικά ιδιωτικά δίκτυα για να παρακάμψουν τη λογοκρισία ή για την αύξηση της ιδιωτικότητας του χρήστη.[5]
Επισκόπηση
Πολλές από τις προκλήσεις που συνδέονται με τη λογοκρισία στο Διαδίκτυο είναι παρόμοιες με εκείνες για τη λογοκρισία εκτός δικτύου, στα πιο παραδοσιακά μέσα όπως οι εφημερίδες, τα περιοδικά, τα βιβλία, η μουσική, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και ο κινηματογράφος. Μια διαφορά είναι ότι τα εθνικά σύνορα είναι πιο διαπερατά στο διαδίκτυο: οι κάτοικοι μιας χώρας που απαγορεύει ορισμένες πληροφορίες μπορούν να τις βρούν σε ιστότοπους που φιλοξενούνται εκτός της χώρας. Συνεπώς, οι λογοκριτές πρέπει να εργαστούν για να αποτρέψουν την πρόσβαση στις πληροφορίες, ακόμη και αν δεν έχουν τον φυσικό ή νομικό έλεγχο των ιστοσελίδων καθαυτών. Αυτό με τη σειρά του απαιτεί τη χρήση μεθόδων τεχνικής λογοκρισίας που είναι μοναδικές για το διαδίκτυο, όπως το κλείδωμα ιστοτόπων και το φιλτράρισμα περιεχομένου.[6]
Οι απόψεις σχετικά με τη σκοπιμότητα και την αποτελεσματικότητα της λογοκρισίας του Διαδικτύου έχουν εξελιχθεί παράλληλα με την ανάπτυξη των τεχνολογιών του Ίντερνετ και της λογοκρισίας:
Το 1993 ένα άρθρο του Time Magazine ανέφερε μία ρήση του Τζον Γκίλμορ, ενός από τους ιδρυτές του Electronic Frontier Foundation, που λέει «Το Δίκτυο εκλαμβάνει τη λογοκρισία ως βλάβη και κινείται περιμετρικά γύρω της.»[7]
Τον Νοέμβριο του 2007, ο «Πατέρας του Ίντερνετ» Βιντ Σερφ δήλωσε ότι θεωρεί ότι ο κυβερνητικός έλεγχος του Διαδικτύου αποτυγχάνει επειδή ο Ιστός είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου ιδιωτικός.[8]
Στην έκθεση μιας έρευνας που πραγματοποιήθηκε το 2007 και δημοσιεύτηκε το 2009 από το Κέντρο του Μπέρκμαν για το Ίντερνετ & την Κοινότητα στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, δηλώθηκε ότι: «Είμαστε βέβαιοι ότι το εργαλείο των προγραμματιστών για παράκαμψη της λογοκρισίας θα ξεπεράσει τις κυβερνητικές προσπάθειες για κλείδωμα», αλλά και ότι «...πιστεύουμε ότι λιγότερο από 2% του ολικού αριθμού των φιλτραρισμένων χρηστών του Διαδικτύου χρησιμοποιούν εργαλεία παράκαμψης".[9]
Αντίθετα, μία έκθεση του 2011 των ερευνητών του Διαδικτυακού Ινστιτούτου της Οξφόρδης που δημοσιεύθηκε από την UNESCO κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «... ο έλεγχος των πληροφοριών για το Ίντερνετ και το Δίκτυο είναι σίγουρα εφικτός, και ως εκ τούτου η τεχνολογική πρόοδος δεν εγγυάται μεγαλύτερη ελευθερία λόγου."[6]
Ο δρ Σάσι Θάρουρ σε ένα τριμηνιαίο πρόγραμμα σειράς διαλέξεων που οργανώθηκε από ένα επιστημονικό επιτελείο που έχει έδρα στην Ινδία, το Κέντρο Ερευνών για τη Δημόσια Πολιτική, δήλωσε ότι «οι οδοί έκφρασης των απόψεων και των ιδεών μας έχουν ενισχυθεί και πολλαπλασιαστεί μέσω των ψηφιακών μέσων, και η ελευθερία της έκφρασης συνοδεύεται από μεγάλη ευθύνη»[10]
Η φραγή και το φιλτράρισμα μπορεί να βασίζονται σε σχετικά στατικές μαύρες λίστες ή να καθορίζεται πιο δυναμικά βάσει εξέτασης των πληροφοριών που ανταλλάσσονται σε πραγματικό χρόνο. Οι μαύρες λίστες μπορεί να έχουν παραχθεί αυτόματα ή μη, και συνήθως δεν διατίθενται πάρα μόνο σε χρήστες λογισμικών φραγής. Η φραγή ή το φιλτράρισμα μπορεί να γίνονται σε συγκεντρωτικό εθνικό επίπεδο, σε ένα αποκεντρωμένο υποεθνικό επίπεδο, ή σε επίπεδο ιδρύματος, για παράδειγμα σε βιβλιοθήκες, πανεπιστήμια ή Ίντερνετ καφέ.[11] Η φραγή και το φιλτράρισμα μπορεί επίσης να διαφέρουν μεταξύ των διαφορετικών ISP μιας χώρας.[12] Οι χώρες μπορούν να φιλτράρουν το απόρρητο περιεχόμενο σε συνεχή βάση και/ή να εφαρμόζουν προσωρινό φιλτράρισμα κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων περιόδων, όπως στις εκλογές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι λογοκριτικές αρχές ενδέχεται να μπλοκάρουν κρυφά περιεχόμενο ώστε να παραπλανηθεί το κοινό και να πιστέψει ότι δεν έχει εφαρμοστεί λογοκρισία. Αυτό επιτυγχάνεται με την εμφάνιση του μηνύματος λάθους «Δεν Βρέθηκε», κατόπιν της προσπάθειας πρόσβασης σε μια κλειδωμένη ιστοσελίδα.[13]
Εκτός και αν ο ελεγκτής έχει πλήρη έλεγχο σε όλους τους υπολογιστές που είναι συνδεδεμένοι στο Ίντερνετ, όπως στη Βόρεια Κορέα (όπου πρόσβαση στο ενδοδίκτυο έχουν μόνο οι προνομιούχοι πολίτες)[εκκρεμεί παραπομπή], ή στην Κούβα[εκκρεμεί παραπομπή], όπου η ολοκληρωτική λογοκρισία των πληροφοριών είναι έως και ανέφικτη λόγω της υποκείμενης κατανεμημένης τεχνολογίας του Διαδικτύου. Οι ψευδωνυμίες και τα καταφύγια δεδομένων (όπως το Freenet) προστατεύουν την ελευθερία του λόγου χρησιμοποιώντας τεχνολογίες που εγγυώνται ότι δεν μπορεί να αφαιρεθεί υλικό και εμποδίζει την αναγνώριση των δημιουργών. Οι τεχνολογικά έμπειροι χρήστες συχνά βρίσκουν τρόπους να αποκτήσουν πρόσβαση σε φραγμένο περιεχόμενο. Μ'όλα ταύτα, η φραγή παραμένει μία αποτελεσματική μέθοδος για τον περιορισμό της πρόσβασης σε απόρρητες πληροφορίες στους περισσότερους χρήστες όταν οι λογοκριτές, όπως στην Κίνα, βρίσκονται σε θέση να διαθέσουν σημαντικούς πόρους για την οικοδόμηση και τη διατήρηση ενός ολοκληρωμένου συστήματος λογοκρισίας.[14]
Ο όρος «σπλίντερνετ» χρησιμοποιείται μερικές φορές για να περιγράψει τα αποτελέσματα των εθνικών τοίχων προστασίας. Ο όρος «κάβουρας του ποταμού» χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη αναφερόμενος στη λογοκρισία του Διαδικτύου, ιδίως στην Ασία.[15]
Μέθοδοι ελέγχου του περιεχομένου
Τεχνική λογοκρισία
Σύμφωνα με τον Χόφμαν, χρησιμοποιούνται διαφορετικές μέθοδοι για τον αποκλεισμό συγκεκριμένων ιστότοπων ή σελίδων, όπως DNS δηλητηρίαση, φραγή της πρόσβασης σε ορισμένες διευθύνσεις IP, ανάλυση και φιλτράρισμα διευθύνσεων URL, επιθεώρηση των πακέτων φίλτρων και επαναφορά των συνδέσεων.[16]
Προσεγγίσεις
Το περιεχόμενο στο διαδίκτυο υπόκειται σε μεθόδους τεχνικής λογοκρισίας, με συμπεριλαμβανόμενες:[11][14]
Φραγή διευθύνσεων ΙΡ: Το αίτημα πρόσβασης από μια συγκεκριμένη διεύθυνση IP απορρίπτεται. Αν ο ιστότοπος προορισμού φιλοξενείται σε έναν κοινόχρηστο διακομιστή φιλοξενίας, θα αποκλειστούν όλοι οι ιστότοποι του ίδιου διακομιστή. Αυτό επηρεάζει τα βασισμένα σε IP πρωτόκολλα όπως τα HTTP, FTP και POP. Μία τυπική μέθοδος παράκαμψης είναι ο εντοπισμός των διακομιστών μεσολάβησης που έχουν πρόσβαση στους ιστότοπους προορισμού, αλλά ενδέχεται αυτοί να είναι μπλοκαρισμένοι ή αποκλεισμένοι, και ορισμένες τοποθεσίες του Διαδικτύου, όπως η Βικιπαίδεια (κατά την επεξεργασία), επίσης φράσσουν τους διακομιστές μεσολάβησης. Μερικές μεγάλες ιστοσελίδες όπως το Google έχουν διαθέσει πρόσθετες διευθύνσεις IP για να παρακάμψουν τις φραγές, αλλά αργότερα οι φραγές επεκτάθηκαν ώστε να καλύψουν τις νέες διευθύνσεις. Λόγω των προκλήσεων του γεωεντοπισμού, οι γεω-φραγές συνήθως υλοποιούνται μέσω φραγής διευθύνσεων IP.
Φιλτράρισμα και ανακατεύθυνση του Συστήματος Ονομάτων Τομέων (DNS): Τα αποκλεισμένα ονόματα τομέα δεν επιλύονται, ή μια εσφαλμένη διεύθυνση IP επιστρέφεται μέσω πειρατείας DNS ή με άλλα μέσα. Αυτό επηρεάζει όλα τα βασισμένα σε ΙΡ πρωτόκολλα όπως τα HTTP, FTP και POP. Μία τυπική μέθοδος παράκαμψης είναι να βρεθεί ένας εναλλακτικός DNS αναλυτής που να επιλύει τα ονόματα τομέων σωστά, αλλά και οι διακομιστές ονομάτων τομέων υπόκεινται σε αποκλεισμό, ιδιαίτερα μέσω φραγής διευθύνσεων IP. Ένας άλλος ελιγμός είναι η παράκαμψη του DNS που επιτρέπεται εάν η διεύθυνση IP παρέχεται από άλλες πηγές και δεν είναι φραγμένη η ίδια. Για παραδείγματα αναφέρονται η δυνατότητα τροποποίησης του αρχείου Hosts ή πληκτρολόγηση της διεύθυνσης IP αντί του ονόματος τομέα ως μέρος του URL που έχει δοθεί σε ένα πρόγραμμα περιήγησης στο Δίκτυο.
Φιλτράρισμα του Ενιαίου Εντοπιστή Πόρων (URL): Οι συμβολοσειρές των URL σαρώνονται για συγκεκριμένες λέξεις-κλειδιά ανεξάρτητα από το όνομα τομέα που προσδιορίζεται στη διεύθυνση URL. Αυτό επηρεάζει το πρωτόκολλο HTTP. Μία τυπική μέθοδος παράκαμψης είναι η χρήση χαρακτήρων διαφυγής στο URL, ή η χρήση κρυπτογραφημένων πρωτόκολλων όπως τα VPN και TLS/SSL.[17]
Φιλτράρισμα πακέτων: Τερματισμός στη μετάδοση των πακέτωνενός πρωτόκολλου TCP όταν έχει εντοπιστεί ορισμένος αριθμός αντιφατικών λέξεων-κλειδιών. Αυτό επηρεάζει όλα τα βασισμένα σε TCP πρωτόκολλα όπως τα HTTP, FTP και POP, αλλά οι σελίδες αποτελεσμάτων των μηχανών αναζήτησης είναι πιο πιθανό να λογοκρίνονται. Μία τυπική μέθοδος παράκαμψης είναι η χρήση κρυπτογραφημένων συνδέσεων – όπως με VPN και TLS/SSL – για διαφυγή από το περιεχόμενο HTML, ή με μείωση του MTU/MSS της δέσμης του TCP/IP ώστε να ελαττωθεί η ποσότητα κειμένων που περιέχονται ανά πακέτο.
Επαναφορά της σύνδεσης: Αν μια προηγούμενη σύνδεση TCP είναι αποκλεισμένη από το φίλτρο, οι μετέπειτα προσπάθειες σύνδεσης από αμφότερες τις πλευρές μπορούν επίσης να αποκλειστούν για κάποιο μεταβλητό χρονικό διάστημα. Ανάλογα με τη θέση του αποκλεισμού, και άλλοι χρήστες ή ιστοσελίδες μπορούν επίσης να αποκλειστούν, αν η επικοινωνία είναι δρομολογημένη μέσω της αποκλεισμένης θέσης. Μια μέθοδος παράκαμψης είναι να αγνοηθεί το πακέτο επαναφοράς που αποστέλλεται από τον τοίχο προστασίας.[18]
Αποσύνδεση δικτύου: Μία τεχνικά απλούστερη μέθοδος για την λογοκρισία του Διαδικτύου είναι η ολοκληρωτική διακοπή της λειτουργίας όλων των δρομολογητών, είτε με χρήση λογισμικού ή με μηχανική επέμβαση στον εξοπλισμό (απενεργοποίηση μηχανών, τράβηγμα των καλωδίων). Φαίνεται πως αυτό συνέβη στις 27 και 28 Ιανουαρίου 2011, κατά τη διάρκεια των Αιγυπτιακών διαδηλώσεων του 2011, σε ό, τι έχει περιγραφεί ευρέως ως ένας «άνευ προηγουμένου» αποκλεισμός του διαδικτύου.[19][20] Περίπου 3500 διαδρομές Πρωτόκολλων Εξωτερικής Δρομολόγησης (BGP) στα Αιγυπτιακά δίκτυα έκλεισαν κατά το χρονικό διάστημα 22:10-22:35 την 27 Ιανουαρίου.[19] Αυτός ο πλήρης αποκλεισμός υλοποιήθηκε χωρίς να διακοπούν οι μεγάλες διηπειρωτικές συνδέσεις οπτικών ινών, με την εταιρεία Renesys να δηλώνει την 27 Ιανουαρίου, «Οι σημαντικές διαδρομές οπτικών ινών Ευρώπης-Ασίας που διέρχονται μέσω της Αιγύπτου φαίνεται πως παρέμειναν ανεπηρέαστες για τώρα.»[19] Πλήρεις αποκλεισμοί σημειώθηκαν επίσης το 2007 στη Μιανμάρ/Βιρμανία,[21] το 2011 στη Λιβύη,[22] και στη Συρία κατά τη διάρκεια του Συριακού εμφυλίου πολέμου. Μια μέθοδος παράκαμψης είναι η χρήση δορυφορικής υπηρεσίας παροχής Ίντερνετ για πρόσβαση στο Διαδίκτυο.[23]
Λογοκρισία Πύλης και απόκρυψη των αποτελεσμάτων αναζήτησης: Οι μεγάλες πύλες, με συμπεριλαμβανόμενες τις μηχανές αναζήτησης, μπορούν να αποκλείσουν ορισμένους ιστότοπους που κανονικά θα περιλάμβαναν. Τοιουτοτρόπως ένας ιστότοπος καθίσταται αόρατος για τους ανθρώπους που δεν γνωρίζουν την ακριβή διευθυνσή του.Η εν λόγω ενέργεια σε μια μεγάλη πύλη έχει παρόμοιο αποτέλεσμα με τη λογοκρισία. Μερικές φορές αυτή η εξαίρεση γίνεται για να ικανοποιήσει μια νομική ή άλλου τύπου απαίτηση, άλλες φορές οφείλεται καθαρά στην διακριτικότητα της πύλης. Για παράδειγμα, οι Google.de και Google.fr κατάργησαν τον όρο Νεο-Ναζί και άλλες καταχωρήσεις όπως όριζε η γερμανική και η γαλλική νομοθεσία.[24]
Επιθέσεις Δικτύων Υπολογιστών: Οι επιθέσεις άρνησης υπηρεσιών και οι επιθέσεις που υπονομεύουν τις αντίπαλες ιστοσελίδες μπορεί να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα με άλλες τεχνικές αποκλεισμού, παρεμποδίζοντας ή περιορίζοντας την πρόσβαση σε ορισμένες ιστοσελίδες ή άλλες ηλεκτρονικές υπηρεσίες, έστω και για μόνο για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα. Η τεχνική αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια μίας προεκλογικής περιόδου ή άλλης κρίσιμης περίστασης. Χρησιμοποιείται συχνότερα από μη κρατικούς φορείς που επιδιώκουν να διαταράξουν τις υπηρεσίες.[25]
Υπέρμετρος και ανεπαρκής αποκλεισμός
Το ζητούμενο στις εφαρμογές φραγής και αποκλεισμών είναι να παρέχουν ακριβώς όση προστασία χρειάζεται, ούτε μεγαλύτερη ούτε μικρότερη. Οι δυσκολίες έγκεινται στο ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποκλειστεί με ακρίβεια το περιεχόμενο του στόχαστρου χωρίς να αποκλειστούν μαζί του επιτρεπτές πληροφορίες ή να επιτραπεί η πρόσβαση σε απαγορευμένα υλικά.[26] Για παράδειγμα έστω ότι γίνεται φραγή σε μια διεύθυνση IP ενός διακομιστή που φιλοξενεί πολλαπλές ιστοσελίδες, τότε θα αποτραπεί η πρόσβαση σε όλες τις ιστοσελίδες του και όχι μόνο σε εκείνες που περιέχουν περιεχόμενο που κρίνεται προσβλητικό.[27]
Χρήση εμπορικού λογισμικού φιλτραρίσματος
Το 2009 ο Ρόναλντ Ντέμπερτ, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο και συν-ιδρυτής και κύριος ερευνητής της OpenNet Initiative, και το 2011 ο Ευγένιος Μοροζωφ, επισκέπτης στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και αντιπολιτευτικός συνεργάτης των New York Times, εξήγησαν ότι οι εταιρείες στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Φινλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Βρετανία, τον Καναδά, και tη Νότια Αφρική είναι εν μέρει υπεύθυνες για την αυξανόμενη επιτήδευση του φιλτραρίσματος διαδικτυακού περιεχομένου σε όλο τον κόσμο. Ενώ τα τυποποιημένα λογισμικά φιλτραρίσματος που πωλούνται από ιδιωτικές εταιρείες στην αγορά προορίζονται κυρίως για επιχειρήσεις και άτομα που θέλουν προστασία για τους ίδιους, τους υπαλλήλους τους και τις οικογένειές τους, και επίσης χρησιμοποιούνται από τις κυβερνήσεις για αποκλεισμό του απόρρητου περιεχομένου.[28][29]
Από τα πιο δημοφιλή προγράμματα λογισμικού φιλτραρίσματος είναι το SmartFilter της Καλιφορνέζικης Secure Computing, που αγοράστηκε από τη McAfee το 2008. Το SmartFilter έχει χρησιμοποιηθεί από την Τυνησία, τη Σαουδική Αραβία, το Σουδάν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κουβέιτ, το Μπαχρέιν, το Ιράν, το Ομάν, καθώς και τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο.[30] Στο Μιανμάρ και την Υεμένη έχει χρησιμοποιηθεί λογισμικό φιλτραρίσματος από την Websense. Το Καναδέζικο εμπορικό φίλτρο Netsweeper[31] χρησιμοποιείται στο Κατάρ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Υεμένη.[32] Η Καναδική οργάνωση CitizenLab έχει αναφέρει ότι στην Τουρκία και την Αίγυπτο χρησιμοποιούνται προϊόντα των εταιριών Sandvine και Procera[33].
Την 12η Μαρτίου 2013 σε μια Ειδική έκθεση για την Εποπτεία στο Διαδίκτυο, οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα κατονόμασαν πέντε «Εταιρικούς Εχθρούς του Διαδικτύου»: τις Amesys (Γαλλία), Blue Coat Systems (ΗΠΑ), Γάμμα (Ηνωμένο Βασίλειο και Γερμανία), Hacking Team (Ιταλία), και Trovicor (Γερμανία). Οι εταιρείες πωλούν προϊόντα τα οποία ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν από τις κυβερνήσεις παραβιάζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία της πληροφόρησης. Οι ΔΧΣ είπαν ότι ο κατάλογος δεν είναι ολοκληρωμένος και θα επεκταθεί τους επόμενους μήνες.[34]
Σε μια αγωγή που κατατέθηκε τον Μάιο 2011 στις ΗΠΑ, η Cisco Systems κατηγορήθηκε ότι βοήθησε την Κινεζική Κυβέρνηση να φτιάξει ένα τείχος προστασίας, που είναι γνωστό ευρέως ως η Χρυσή Ασπίδα, για να λογοκρίνει το Διαδίκτυο και να παρακολουθεί στενά τους αντιφρονούντες. Η Cisco είπε ότι δεν είχε κάνει οτιδήποτε το ιδιαίτερο για την Κίνα. Η Cisco κατηγορήθηκε επίσης ότι συνήργησε με την Κινεζική κυβέρνηση στην παρακολούθηση και τη σύλληψη μελών της απαγορευμένης ομάδας Φάλουν Γκονγκ.[35]
Πολλά προγράμματα φιλτραρίσματος εξατομικεύονται με ρύθμιση του περιεχομένου που θα αποκλειστεί μέσα από ομάδες κατηγοριών και υποκατηγοριών του μενού, όπως: «έκτρωση» (υπέρ ή κατά των εκτρώσεων), «κατάλληλο για ενήλικες» (περιεχόμενο για ενήλικες, εσώρουχα και μαγιό, πορνό, σεξουαλική διαπαιδαγώγηση), «ομάδες υποστήριξης» (ιστοσελίδες που προωθούν αλλαγές ή μεταρρυθμίσεις στη δημόσια πολιτική, στην κοινή γνώμη, στις κοινωνικές πρακτικές, στις οικονομικές δραστηριότητες και στις σχέσεις), «ναρκωτικά» (κατάχρηση ναρκωτικών, μαριχουάνα, συνταγογραφούμενα φάρμακα, συμπληρώματα διατροφής και αδήλωτα συστατικά), «θρησκεία» (μη παραδοσιακές θρησκείες, αποκρυφισμός και λαϊκές παραδόσεις), ....[32] Ο αποκλεισμός κατηγοριών που χρησιμοποιείται από τα προγράμματα φιλτραρίσματος ενδέχεται να περιέχει σφάλματα που οδηγούν σε απρομελέτητο αποκλεισμό ιστοσελίδων.[28] Ο αποκλεισμός του DailyMotion στις αρχές του 2007 από τις Τυνησιακές αρχές έγινε, σύμφωνα με το OpenNet Initiative, επειδή η Secure Computing λανθασμένα συμπεριέλαβε το DailyMotion στην κατηγορία της πορνογραφίας του λογισμικού φιλτραρίσματος. Αρχικά υποτέθηκε ότι η Τυνησία είχε αποκλείσει το DailyMotion λόγω σατιρικών βίντεο για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τυνησία, αλλά κατόπιν αποκατάστασης του λάθους από την Secure Computing το DailyMotion σταδιακά επανήλθε στην Τυνησία.[36]
Οργανώσεις όπως το Global Network Initiative, το Electronic Frontier Foundation, η Διεθνής Αμνηστία, και η Αμερικανική Ένωση για τις Πολιτικές Ελευθερίες έχουν με επιτυχία ασκήσει πιέσεις σε ορισμένους προμηθευτές, όπως την Websense, για να κάνουν αλλαγές στο λογισμικό τους, να αποφεύγουν τις συνεργασίες με καταπιεστικές κυβερνήσεις, και να επιμορφώσουν τα σχολεία που άνευ προθέσεως έχουν ρυθμίσει τις παραμέτρους των λογισμικών φιλτραρίσματος πολύ αυστηρά.[37][38][39] Παρ ' όλα αυτά, οι κανονισμοί και η ανάληψη ευθυνών σχετικά με τη χρήση των εμπορικών φίλτρων και υπηρεσιών είναι συχνά ανύπαρκτα, και υπάρχει σχετικά ελάχιστη πρόνοια από την κοινωνία των πολιτών ή άλλες ανεξάρτητες ομάδες. Οι πωλητές συχνά θεωρούν τις πληροφορίες για το ποιες τοποθεσίες και περιεχόμενο έχουν αποκλειστεί ως πολύτιμη πνευματική ιδιοκτησία που δεν είναι διαθέσιμη εκτός της εταιρείας, και μερικές φορές ούτε καν στους οργανισμούς που αγοράζουν τα φίλτρα. Συνεπώς, βασισμένοι σε έτοιμα-για-χρήση συστήματα φιλτραρίσματος, το λεπτομερές καθήκον της απόφασης του τι είναι και τι δεν είναι αποδεκτός λόγος μπορεί να εναποτεθεί μόνο στους εμπορικούς προμηθευτές.[32]
Το περιεχόμενο του διαδικτύου υπόκειται επίσης σε μεθόδους λογοκρισίας παρόμοιες με αυτές που χρησιμοποιούνται για τα πιο παραδοσιακά μέσα. Για παράδειγμα:[40]
Οι νόμοι και οι κανονισμοί μπορεί να απαγορεύουν διάφορους τύπους περιεχομένου και/ή να απαιτούν αφαίρεση ή αποκλεισμό του, είτε προληπτικά είτε ως ανταπόκριση σε αιτήματα.
Οι εκδότες, οι συγγραφείς, και οι πάροχοι υπηρεσιών διαδικτύου ενδέχεται να λαμβάνουν επίσημα και ανεπίσημα αιτήματα για αφαίρεση, τροποποίηση ή παρεμπόδιση της πρόσβασης σε συγκεκριμένες ιστοσελίδες ή περιεχόμενο.
Οι εκδότες και οι συγγραφείς ενδέχεται να δέχονται δωροδοκίες για να συμπεριλάβουν, να αποσύρουν ή να παραποιήσουν τις πληροφορίες που παρουσιάζουν.
Οι εκδότες, οι συγγραφείς και οι πάροχοι υπηρεσιών διαδικτύου ενδέχεται να υπόκεινται σε σύλληψη, ποινική δίωξη, πρόστιμα και φυλάκιση.
Οι εκδότες, οι συγγραφείς και οι πάροχοι υπηρεσιών διαδικτύου ενδέχεται να υπόκεινται σε αστικές αγωγές.
Ο εξοπλισμός μπορεί να κατασχεθεί και/ή να καταστραφεί.
Οι εκδότες και οι πάροχοι υπηρεσιών διαδικτύου ενδέχεται να είναι κλειστοί ή οι απαιτούμενες άδειές τους μπορεί να έχουν παρακρατηθεί ή ανακληθεί.
Οι εκδότες, οι συγγραφείς και οι πάροχοι υπηρεσιών διαδικτύου ενδέχεται να υπόκεινται σε μποϊκοτάζ.
Οι εκδότες, οι συγγραφείς, και οι οικογένειές τους ενδέχεται να υπόκεινται σε απειλές, επιθέσεις, ξυλοδαρμούς, ακόμη και δολοφονίες.[41]
Οι εκδότες, οι συγγραφείς, και οι οικογένειές τους ενδέχεται να απειληθούν ότι θα χάσουν ή να χάσουν πραγματικά τη δουλειά τους.
Μεμονωμένα άτομα ενδέχεται να πληρώνονται για να γράψουν άρθρα και σχόλια προς υποστήριξη συγκεκριμένων θέσεων ή να επιτίθενται στις θέσεις της αντιπολίτευσης, συνήθως χωρίς να γνωστοποιούν τις πληρωμές στους αναγνώστες και τους θεατές.[42][43]
Οι λογοκριτές ενδέχεται να δημιουργήσουν τις δικές τους ηλεκτρονικές εκδόσεις και ιστοσελίδες για να καθοδηγήσουν την διαδικτυακή γνώμη.[42]
Η πρόσβαση στο Ίντερνετ μπορεί να είναι περιορισμένη λόγω των περιοριστικών πολιτικών αδειοδότησης ή του υψηλού κόστους.
Η πρόσβαση στο Ίντερνετ μπορεί να είναι περιορισμένη λόγω έλλειψης της αναγκαίας υποδομής, σκόπιμης ή μη.
Η πρόσβαση στα αποτελέσματα αναζήτησης ενδέχεται να είναι περιορισμένη λόγω κυβερνητικής παρέμβασης στην λογοκρισία συγκεκριμένων όρων αναζήτησης, δηλαδή οι σελίδες αναζήτησης να έχουν ρυθμιστεί ώστε να μην συμπεριλαμβάνουν ορισμένα αποτελέσματα. Για να επιτραπεί στις μηχανές αναζήτησης να λειτουργήσουν σε νέα επικράτεια πρέπει να συμφωνήσουν ότι θα τηρούν τα πρότυπα λογοκρισίας όπως έχουν οριστεί από την κυβέρνηση αυτής της χώρας.[44]
↑ 42,042,1Παροχή πληροφοριών κατά τον τρόπο αυτό συνάδει με τις αρχές της ελευθερίας της έκφρασης, αρκεί να γίνεται με διαφάνεια και δεν ξεπερνούν τις εναλλακτικές πηγές πληροφόρησης.