Χώρες όπου μιλούν τα Κορεατικά ως μητρική γλώσσα</center>
Τα Κορεατικά (Τζόσονγκουλ/Χάνγκουλ: 조선말/한국어, Χάντσα: 朝鮮말/韓國語) είναι η επίσημη γλώσσα της Κορέας, τόσο της Νότιας όσο και της Βόρειας αν και οι δύο χώρες χρησιμοποιούν διαφορετικά επίσημα πρότυπα. Είναι επίσης μια από τις δύο επίσημες γλώσσες στην Αυτόνομη Κορεατική Διοικητική Περιφέρεια της Γιάνμπιαν στην Κίνα. Υπάρχουν περί τα 81 εκατομμύρια Κορεάτες ομιλητές παγκοσμίως, κυρίως Κορεάτες. Για μια χιλιετία χρησιμοποιούσε κινεζικούς χαρακτήρες για τον γραπτό της λόγο που ονομαζόταν Χάντσα και φωνητικά συστήματα όπως το Χιάνγκτσαλ, Γκούγκιολ και Ίντου. Κατά τον 15ο αιώνα παραγγέλθηκε ένα εθνικό σύστημα γραφής από τον Σέτζονγκ τον Μέγα, το σύστημα που σήμερα αποκαλείται Χάνγκουλ αλλά έγινε ευρέως διαδεδομένο μόλις τον 20ο αιώνα λόγω της προτίμησης του χάντζα από την αριστοκρατία γιάνγκμπαν (yangban). Το χάντσα έχει 24 βασικά και 27 πολύπλοκα γράμματα. Αρχικά τα κορεατικά ήταν μια προφορική γλώσσα, καθώς οι γραπτές καταγραφές στην Κορέα γίνονταν στα κλασικά κινέζικα τα οποία δεν είναι αμοιβαίως κατανοητά με καμία ιστορική μορφή της κορεάτικης. Το χάντσα χρησιμοποιείται ακόμα στη Νότια Κορέα αλλά σε πολύ περιορισμένη κλίμακα. Κάποιοι γλωσσολόγοι τη θεωρούν μεμονωμένη γλώσσα ενώ άλλοι την εντάσσουν στην ομάδα γλωσσών Αλτάϊ.
Είναι αναγνωρισμένη γλώσσα στους αυτόνομους κορεατικούς νομούς του Γιάνμπιαν και Τσανγκπάι στην επαρχία Τζιλίν. Ομιλείται επίσης από απογόνους Κορεατών μεταναστών στη Σαχαλίνη των οποίων οι πρόγονοι μεταφέρθηκαν από τις ιαπωνικές αρχές και στην Κεντρική Ασία από Κορεάτες των οποίων οι πρόγονοι απελάθηκαν εκεί από τη Ρωσική Άπω Ανατολή επί Στάλιν.[1]
Στη Νότια Κορέα η γλώσσα ονομάζεται Χάνγκουκμαλ που αποτελείται από το χάνγκουκ, η ονομασία της χώρας στα κορεατικά και το μαλ, που σημαίνει λόγος, ομιλία. Πιο επίσημη ονομασία της γλώσσας είναι Χάνγκουγκο (Hangugeo) που σημαίνει εθνική γλώσσα. Στη Βόρεια Κορέα και την περιοχή Γιανμπιάν η γλώσσα ονομάζεται Τζόσονμαλ (Chosonmal) ή πιο επίσημα Τζόσονο (Chosono). Η λέξη Κορέα πρέπει να προέρχεται από τους Γκόριο (Goryeo) που θεωρείται η πρώτη γνωστή δυναστεία στη Δύση. Στην Ελλάδα και στον κόσμο γενικότερα υπάρχει μεγάλη άνοδος στον αριθμό των ατόμων που μαθαίνουν Κορεατικά τα τελευταία χρόνια, αποτέλεσμα της έκρηξης της δημοτικότητας των κορεάτικων μουσικών και τηλεοπτικών σειρών τα τελευταία χρόνια.
Οι σύγχρονοι γλωσσολόγοι κατατάσσουν την κορεατική γλώσσα ως απομονωμένη γλώσσα και η σχέση της με τα ιαπωνικά δεν είναι ξεκάθαρη.[2][3][4] Ωστόσο υπάρχουν μερικές εξαφανισμένες συγγενικές γλώσσες, οι οποίες μαζί με την κορεατική γλώσσα και τη γλώσσα Τσέτζου, συνιστούν τις κορεανικές γλώσσες. Η γλωσσική πατρίδα των Κορεατών είναι κάπου στη Μαντζουρία σύμφωνα με μελέτες.[1]
Ιστορία
Η σύγχρονη κορεατική γλώσσα προέρχεται από τη μέση κορεατική γλώσσα, η οποία προέρχεται από την παλαιά κορεατική γλώσσα, η οποία προέρχεται από την πρωτοκορεανική γλώσσα η οποία θεωρείται γλωσσική πατρίδα των κορεατικών.[5][6] Ο Ουίτμαν (2012) θεωρεί ότι οι πρωτοκορεάτες, ήδη παρόντες στη βόρεια Κορέα, επεκτάθηκαν στο νότιο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου περίπου το 300 π.Χ. και συνυπήρξαν με τους απογόνους των ιαπωνογενών καλλιεργητών Μουμούν (ή τους αφομοίωσαν). Και οι δύο είχαν επιρροή ο ένας στον άλλο και το μετέπειτα ιδρυτικό αποτέλεσμα μείωσε την εσωτερική ποικιλία και των δύο γλωσσικών οικογενειών.[7]
Από τον Πόλεμο της Κορέας και μετέπειτα, μέσα από 70 χρόνια διαχωρισμού, έχουν προκύψει διαφοροποιήσεις στα κορεατικά που χρησιμοποιούνται στις χώρες της βόρειας και της Νότιας Κορέας, ειδικά στην προφορά και το λεξιλόγιο, αλλά αυτές οι μικρές διαφορές εντοπίζονται και στις άλλες κορεατικές διαλέκτους που είναι σε μεγάλο βαθμό κατανοητές.
Συστήματα γραφής
Οι κινεζικοί χαρακτήρες έφτασαν στην Κορέα μαζί με τον Βουδισμό κατά την εποχή των πρώτων τριών βασιλείων τον 1ο αιώνα π.Χ. Οι χαρακτήρες προσαρμόστηκαν για τα κορεάτικα και έγιναν γνωστοί ως χάντσα, παραμένοντας το κύριο αλφάβητο της γλώσσας για πάνω από μια χιλιετία, παράλληλα με την ανάπτυξη φωνητικών αλφαβήτων όπως τα Ίντου, Γκούκιολ και Χιάνγκτσαλ. Η ελίτ έμαθε να γράφει και να διαβάζει χάντσα, αλλά οι περισσότεροι κορεάτες ήταν αναλφάβητοι.
Τον 15ο αιώνα, ο βασιλιάς Σέτσονγκ ο Μέγας, ανέπτυξε ένα αλφαβητικό σύστημα γραφής, το Χάνγκουλ.[8][9] Ένιωσε ότι τα χάντσα ήταν ανεπαρκή για τη γραφή της γλώσσας και γι'αυτό το λόγο η χρήση του ήταν περιορισμένη. Το Χάνγκουλ χρησιμοποιήθηκε για να βοηθήσει την ανάγνωση των χάντσα ή και για να τα αντικαταστήσει. Το χάνγκουλ χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στο έγγραφο Χούνμιντσονγκουμ, όπου ονομάζεται όνμουν (καθομιλούμενο αλφάβητο) και διαδόθηκε γρήγορα μειώνοντας τον αναλφαβητισμό στη Κορέα. Το χάνγκουλ χρησιμοποιήθηκε απ'όλες τις τάξεις της Κορέας, αλλά συχνά θεωρούταν άμκουλ (αλφάβητο για γυναίκες) και περιθωριοποιήθηκε από τι ελίτ, θεωρώντας το χάντσα ως τσίνσο (αληθινό κείμενο). Από την εποχή των Τσόσον γράφονταν τα κείμενα πάντα σε χάντσα. Δεδομένου ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τους χαρακτήρες χάντσα, οι Κορεάτες βασιλιάδες κυκλοφορούσαν μερικές φορές δημόσιες ανακοινώσεις γραμμένες εξ ολοκλήρου σε χάνγκουλ ήδη από τον 16ο αιώνα για όλες τις κορεατικές τάξεις, συμπεριλαμβανομένων των αμόρφωτων αγροτών και των σκλάβων. Μέχρι τον 17ο αιώνα, η ελίτικη τάξη των γιάνγκμπαν έγραφες σε χάνγκουλ όταν αλληλογραφούσε με τους σκλάβους τους, υποδηλώνοντας υψηλό ποσοστό αλφαβητισμού Χανγκούλ κατά τη διάρκεια της εποχής των σόσον.[10]
Σήμερα, τα χάντσα χρησιμοποιούνται ελάχιστα στην καθημερινή ζωή λόγω της μη βολικής θέσης τους, αλλά είναι ακόμα σημαντικά για ιστορικούς και γλωσσολογικούς σκοπούς. Οι δύο Κορέες δεν αντιτίθονται στη διδασκαλία του, αλλά στη Βόρεια Κορέα δεν χρησιμοποιούνται και στη Νότια Κορέα χρησιμοποιείται κυρίως σε εφημερίδες, πανεπιστημιακές μελέτες και για σκοπούς αποσαφήνισεις.
Όνομα
Τα κορεατικά ονόματα για τη γλώσσα βασίζονται στα ονόματα για την Κορέα πουυ χρησιμοποιούνται στη Νότια Κορέα και στη Βόρεια Κορέα. Η λέξη για τη Κορέα στα ελληνικά πρόερχεται από την πρώτη δυναστεία κορεατών στην ιστορία, την Γκόριο. Οι Κορεάτες στην πρώην ΕΣΣΔ αυτοαποκαλούνται Κόριο-σαράμ και/ή Κόριο-ιν και αποκαλούν τη γλώσσα τους Κόριο-μαλ.[11]
Στη Νότια Κορέα, η κορεατική γλώσσα είναι γνωστή ως χάνγκουκ-ο (κορεάτικη γλώσσα), χάνγκουκμαλ (κορεάτικη ομιλία) και ούριμαλ (η δική μας γλώσσα), ενώ το χάνγκουκ ως όρος προέρχεται από το όνομα της Κορεατικής Αυτοκρατορίας (대한제국, 大韓帝國, Τεχάντσεγκούκ). Το "Χαν"(韓) ως όνομα προέρχεται από το Σάμχαν, ως αναφορά στα τρία κορέατικα βασίλεια (και όχι στις αρχαίες συνομοσπονδίες στη χερσόνησο της Νότιας Κορέας),[12][13] ενώ οι λέξεις ο και μαλ σημαίνουν γλώσσα και ομιλία. Τα κορεάτικα είναι γνωστά και ως γκούκό, κυριολεκτικά σημαίνει "εθνική γλώσσα". Αυτό το όνομα βασίζεται στους ίδιους κινεζικούς χαρακτήρες (國語 "έθνος" + "γλώσσα") οι οποίες χρησιμοποιούνται στη Ταϊβάν και την Ιαπωνία για να αναφερθούν στις αντίστοιχες εθνικές γλώσσες τους.
Στη Βόρεια Κορέα και τη Κίνα, η γλώσσα ονομάζεται συχνότερα ως τσόσονμαλ ή τσόσονό. Αυτό προέρχεται από το όνομα της Βόρειας Κορέας για την Κορέα (το Τσόσον), ένα όνομα που διατηρήθηκε από τη Δυναστεία των Τζοσόν μέχρι την ανακήρυξη της Κορεατικής Αυτοκρατορίας, η οποία με τη σειρά της προσαρτήθηκε από την Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας.
Στην ηπειρωτική Κίνα, μετά τη σύναψη επίσημων διπλωματικών σχέσεων με τη Νότια Κορέα το 1992, ο όρος Τσαοσιανγιού (Cháoxiǎnyǔ), ή στη σύντομη μορφή του, Τσαογιού (Cháoyǔ) είναι η κύρια ονομασία των κορεατικών της Βόρειας Κορέας και του Γιάνμπιαν, ενώ οι όροι Χάνγκουόγιού (Hánguóyǔ) ή, στη σύντομη μορφή του, Χάνγιού (Hányǔ) αναφέρονται στα κορεάτικα της Νότιας Κορέας, τα οποία είναι και η ποικιλία με την οποία διδάσκονται τα κορεάτικα εκτός Κορέας και η γλώσσα των δημοφιλών κορεατικών τηλεοπτικών προγραμμάτων και μουσικής.
Ταξινόμηση
Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι θεωρούν ότι τα κορεάτικα είναι μια απομονωμένη γλώσσα, ή, εφόσον τα Τζέτζου θεωρηθούν ως ξεχωριστή γλώσσα, ανήκουν σε μια μικρή Κορεανική γλωσσική οικογένεια. Μερικοί γλωσσολόγοι θεωρούν ότι ανήκει στην Αλταϊκή γλωσσική οικογένεια, αλλά αυτή η θεωρία πλέον στηρίζεται από ελάχιστους γλωσσολόγους.[14] Η γλώσσα Χιτάν έχει χαρακτηριστικά που μοιάζουν με τα κορεατικά (π.χ. στο λεξιλόγιο), που δεν εντοπίζονται σε άλλες μογγολικές ή τουνγκουζικές γλώσσες, κάτι που σημαίνει ότι ίσως υπήρξε κορεάτικη επιρροή στη γλώσσα.[15]
Η υπόθεση ότι η κορεατική και η ιαπωνική γλώσσα σχετίζονται είχε κάποιους υποστηρικτές λόγω κάποιας ομοιότητας στο λεξιλόγιο και ομοιοτήτων στη γραμματική των δύο γλωσσών, σύμφωνα με έρευνες των Σαμουήλ Ε. Μάρτιν[16] και Ρόι Άντριου Μίλερ.[17] Ο Σεργκέι Ανατόλιεβιτς Σταρόστιν (1991) διαπίστωσε ότι σε μια Λίστα Σβαντές μεταξύ των κορεατικών και των ιαπωνικών (με 100 λέξεις), υπάρχει πιθανότητα περίπου το ένα τέταρτο να είναι ομόρριζες.[18] Ορισμένοι γλωσσολόγοι που ασχολούνται με το ζήτημα μεταξύ Ιαπωνίας και Κορέας, συμπεριλαμβανομένου του Αλεξάντερ Βόβιν, υποστήριξαν ότι οι υποδεικνυόμενες ομοιότητες δεν οφείλονται σε καμία γενετική σχέση, αλλά μάλλον σε μια γλωσσική ένωση, ειδικά από τα αρχαία κορεατικά προς τα δυτικά παλαιά ιαπωνικά.[19] Ένα καλό παράδειγμα μπορεί να είναι Μέση Κορεατική λέξη σαμ και η ιαπωνική λέξη ασά που σημαίενι "κάνναβη".[20] Αυτή η λέξη φαίνεται να είναι ομόρριζη, αλλά αν και επιβεβαιώνεται καλά στα δυτικά παλαιά ιαπωνικά και τις βόρειες ριουκιουανές γλώσσες, στα ανατολικά παλιά ιαπωνικά εμφανίζεται μόνο σε ενώσεις και υπάρχει μόνο σε τρεις διαλέκτους των νότιων ριουκιουανών γλωσσών. Επίσης, η λέξη ουό που σημαίνει κάνναβη εντοπίζεται στις δυτικές παλιές ιαπωνικές και νότιες ριοκιουανές γλώσσες. Είναι επομένως εύλογο να υποθέσουμε έναν δανεισμένο όρο.[21]
Μια άλλη λιγότερο γνωστή θεωρία είναι η θεωρία των δραβιδοκορεατικών γλωσσών η οποία υποστηρίζει ότι υπάρχει συσχέτιση της κορεατικής με τις δραβιδικές γλώσσες της Ινδίας. Μερικά από τα κοινά χαρακτηριστικά στα κορεατικά και τις δραβιδικές γλώσσες είναι ότι μοιράζονται κάποιο παρόμοιο λεξιλόγιο, είναι συγκολλητικές, στην πρόταση προηγείται το υποκείμενο, ακολουθεί το αντικείμενο και έπεται το ρήμα, τα ονομαστικά και τα επίθετα ακολουθούν την ίδια σύνταξη, τα μόρια είναι μεταθετικά και οι λεκτικοί τροποποιητές πάντα βρίσκονται πριν τις τροποποιημένες λέξεις.[22] Ωστόσο, τυπολογικές ομοιότητες όπως αυτές θα μπορούσαν να έχουν προκύψει τυχαία.[23]
Ως ξένη γλώσσα
Για τους ομιλητές της αγγλικής γλώσσας, η κορεατική γλώσσα θεωρείται ως μια από τις δυσκολότερες ξένες γλώσσες παρά τη σχετική ευκολία εκμάθησης του χάνγκουλ. Για παράδειγμα, το Ινστιτούτο Γλωσσών του Υπουργείου Άμυνας κατατάσσει τα κορεατικά στην τέταρτη κατηγορία δυσκολίας μαζί με τα κινέζικα, τα ιαπωνικά και τα αραβικά, όταν για τα ισπανικά, τα ιταλικά και γαλλικά ο απαιτούμενος χρόνος είναι 26 εβδομάδες, προκειμένου ο μαθητής να έχει ένα βασικό επίπεδο γνώσης ώστε να δύναται να ανταποκριθεί σε ανάγκες της καθημερινότητας και σε κάποιες απαιτήσεις της εργασίας, και να μπορεί να μιλά για θέματα σε συντελικό, παροντικό και μελλοντικό χρόνο.[24][25]
↑Campbell, Lyle; Mixco, Mauricio (2007), «Korean, A language isolate», A Glossary of Historical Linguistics, University of Utah Press, σελ. 7, 90–91.
↑Kim, Nam-Kil (1992), «Korean», International Encyclopedia of Linguistics, 2, σελ. 282–86.
↑Janhunen, Juha (2010). «RReconstructing the Language Map of Prehistorical Northeast Asia». Studia Orientalia. «... there are strong indications that the neighbouring Baekje state (in the southwest) was predominantly Japonic-speaking until it was linguistically Koreanized.».
↑Vovin, Alexander (2013). "From Koguryo to Tamna: Slowly riding to the South with speakers of Proto-Korean". Korean Linguistics. 15 (2): 222–240.
↑Whitman, John (2011-12-01). «Northeast Asian Linguistic Ecology and the Advent of Rice Agriculture in Korea and Japan» (στα αγγλικά). Rice4 (3): 149–158. doi:10.1007/s12284-011-9080-0. ISSN1939-8433.