Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς ή Κλήμης ο Αλεξανδρινός (Titus Flavius Clemens) ήταν θεολόγος στα τέλη του 2ου και αρχές 3ου αιώνα. Γεννήθηκε γύρω στο 150 και πέθανε μεταξύ του 211 και 216 μ.Χ. Δίδαξε ως δάσκαλος στην Αλεξάνδρεια, αφού πρώτα μεταστράφηκε στον Χριστιανισμό. Ο Κλήμης θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους εκκλησιαστικούς Πατέρες. Υπήρξε δάσκαλος του Ωριγένη, ο οποίος και τον διαδέχθηκε.
Ο βίος του
Γεννήθηκε πιθανώς στην Αθήνα, ενώ για την νεανική ηλικία του δε γνωρίζουμε πολλά. Είναι γνωστό πως ήταν κάτοχος ιδιαίτερης φιλοσοφικής μορφώσεως και πως ήταν σταθερά προσκολλημένος στην εκκλησιαστική παράδοση. Περιόδευσε όλη την Ελλάδα, Καλαβρία, Μικρά Ασία και στην Αίγυπτο. Υπήρξε μαθητής του στωικού φιλοσόφου και μετέπειτα Χριστιανού Πανταίνου. Ο Πάνταινος θεωρείται ιδρυτής της θεολογικής σχολής της Αλεξάνδρειας, την οποία ανύψωσε από κατηχητική σχολή στα τέλη του 2ου αιώνα, τον οποίο και διαδέχθηκε ο μαθητής του Κλήμης. Θεμελιώδεις αρχές της σχολής αυτής υπήρξαν "η ελευθερία στην έρευνα, η αναγωγή της πίστης σε γνώση με τη βοήθεια της φιλοσοφίας και η χρήση της αλληγορικής μεθόδου στην ερμηνεία των Γραφών".[8], έχοντας πάντα ως επίκεντρο τη χριστιανική πίστη[9] και θεωρώντας ότι «νήπιοι ουν και οι φιλόσοφοι, εάν μη υπό του Χριστού απανδρωθώσιν».[10]
Ο Κλήμης έλαβε στην Αλεξάνδρεια μεγαλύτερη θεολογική μόρφωση και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος της τοπικής εκκλησίας. Το έργο το οποίο ανέλαβε να φέρει σε πέρας ήταν αρκετά δύσκολο, καθώς προσπάθησε να αποδείξει την εναρμόνιση Χριστιανισμού και φιλοσοφίας των Ελλήνων. Οι συνθήκες της εποχής όμως δυσχέραναν το έργο του, καίτοι δεν είχαν ακόμα διαμορφωθεί οι συνθήκες, ώστε να έχει την αναγκαία δύναμη να συνθέσει ένα πλήρες έργο.
Το έργο του
Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους και αποτελεσματικότερους πολέμιους του Γνωστικού κινήματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε στην Αλεξάνδρεια. Στην προσπάθειά του να αντιμετωπιστεί το γνωστικό κίνημα, του οποίου οι ρίζες βρίσκονταν στην αρχαία Ελληνική παράδοση και ιδίως στις πλατωνικές απόψεις περί Θεού και κόσμου, επιχείρησε την σύζευξη Ελληνισμού και Χριστιανισμού, με την επιλεκτική χρήση κειμένων της ελληνικής ποιήσεως και μυθολογίας. Εντούτοις, φαίνεται ότι σε ορισμένες απόψεις είχε επηρεαστεί από τους Γνωστικούς, ιδιαίτερα όσον αφορά τη θέση του για έναν θεϊκό Λόγο που καθοδηγεί τον πνευματικό άνθρωπο μέσα από διαδοχικές φωτίσεις στην τελείωση, μια διαδικασία που δεν σταματάει με τον θάνατο. Ο Κλήμης είχε δεχτεί έντονες επιδράσεις τόσο από τον Στωικισμό όσο και από την πλατωνική μεταφυσική.
Στο αξιολογότερο έργο του Στρωματείς υποστήριξε πως η ορθή φιλοσοφία σε άρρηκτη ενότητα με τη Χριστιανική πίστη πρέπει να θεωρείται η Τρίτη Διαθήκη. Συνολικά στο έργο του θεωρεί πως «αληθινός γνωστικός» είναι όποιος συνδυάζει την πίστη με την φιλοσοφική κατανόηση, έτσι μόνο με τη ορθή φιλοσοφία μπορεί ο πιστός να καταστεί αληθινός Χριστιανός γνωστικός. Αληθινή πηγή γνώσεως πρέπει να θεωρείται η πίστη, χωρίς να παραγνωρίζεται η γνώση.
Η ερμηνεία των Γραφών με κατά βάση αλληγορικό τρόπο από τον Κλήμεντα ήταν παρόμοια με εκείνη του Φίλωνα. Ορισμένες δογματικές θέσεις του θεωρήθηκαν αργότερα ως ύποπτες, αν όχι εσφαλμένες. Ο Πατριάρχης Φώτιος Α΄, με ιδιαίτερη επιθετικότητα, υποστήριξε ότι ο Κλήμης, ή κάποιος που τον πλαστογράφησε, είχε αιρετικές θέσεις, όπως για παράδειγμα το ότι πίστευε στη μετεμψύχωση και πως ο Υιός του Θεού είναι κτίσμα και ότι ο Λόγος δεν έγινε σάρκα.[11]
↑Τατάκης Βασίλειος, Η Βυζαντινή φιλοσοφία, 1977, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, σ. 28.
↑Ό.π., σ. 29. Σύμφωνα με τον Φλορόφσκυ, «Ο Κλήμης...μπορεί κατά καιρούς να φαίνεται πως περιπλανάται πολύ μακριά μέσα στή φιλοσοφία αλλά η βασική του αρχή είναι ότι...«πίστη είναι το κριτήριο της γνώσεως» (Στρωματείς 2,4)». (Γεώργιος Φλορόφσκυ, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 145)
↑Στρωματείς, Λόγος Α', PG 8,752A. Η θέση αυτή ήταν σε συμφωνία με τη "θεολογία της αρχαίας Εκκλησίας", η οποία «υπήρξε πάντοτε επιφυλακτική έναντι της ελληνικής φιλοσοφίας» και «επέκρινε τα φιλοσοφήματα εκείνα, τα οποία ήρχοντο εις αντίθεσιν προς τας δογματικάς πεποιθήσεις της». (Θεοδώρου Ανδρέας, Ιστορία των Δογμάτων - τόμ. 1ος, μέρος 2ον, Η ιστορία του δόγματος από της εποχής των Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ., Γρηγόρης, Αθήνα, 1978, σελ. 519)