Η Κασουβική γλώσσα[2] (κασουβικά: kaszëbsczi jãzëk, pòmòrsczi jãzëk, kaszëbskò-słowińskô mòwaπολωνικά: język kaszubski) ανήκει στον δυτικό κλάδο των σλαβικών γλωσσών.
Η κασουβική εκτιμάται ότι εξελίχθηκε από την γλώσσα που μιλούσαν κάποιες φυλές των Πομερανών, οι Κασούβιοι, στην περιοχή της Πομερανίας, στην νότια ακτή της Βαλτικής μεταξύ των ποταμών Βιστούλα και Όντερ.
Στην απογραφή του 2002, 53.000 άνθρωποι στην Πολωνία δήλωσαν ότι χρησιμοποιούν κυρίως την κασουβική γλώσσα στο σπίτι. Όλοι οι ομιλητές της γλώσσας μιλούν άνετα πολωνικά. Σε μερικά σχολεία της Πολωνίας η γλώσσα διδασκαλίας είναι η κασουβική. Χρησιμοποιείται ως εναλλακτική επίσημη γλώσσα της τοπικής αυτοδιοίκησης σε τμήματα της περιφέρειας της Πομερανίας. Η γλώσσα ομιλείται επίσης και από μετανάστες στον Καναδά.
Με την πτώση του κομμουνισμού στην Πολωνία, η κατάσταση της κασουβικής γλώσσας άλλαξε δραστικά. Θεωρείται όλο και περισσότερο ως μια ξεχωριστή γλώσσα, διδάσκεται σε ορισμένα σχολεία και ακούγεται σε ραδιοφωνικές εκπομπές. Από το 2005 και μετά, η κασουβική προστατεύεται από το Πολωνικό κράτος ως μια επίσημη τοπική γλώσσα. Είναι η μόνη γλώσσα που αναγνωρίστηκε επίσημα στην Πολωνία. Το διάταγμα που πέρασε η Πολωνική κυβέρνηση το 2005 προβλέπει τη χρήση της γλώσσας σε επίσημα κείμενα σε περίπου 10 δήμους, όπου τουλάχιστον το 20% του πληθυσμού την μιλάει.