Η ινδονησιακή γλώσσα (Πρότυπο:Lang-id, προφέρεται: [baˈhasa indoneˈsia]) είναι η επίσημη γλώσσα της Ινδονησίας. Είναι προτυποποιημένη μορφή της μαλαϊκής γλώσσας, μιας αυστρονησιακής γλώσσας η οποία χρησιμοποιείται ως lingua franca στο πολύγλωσσο ινδονησιακό αρχιπέλαγος για αιώνες. Η Ινδονησία είναι το τέταρτο πολυπληθέστερο κράτος στον κόσμο και καθώς η πλειονότητα του πληθυσμού της μιλά ινδονησιακά, η γλώσσα αυτή είναι μια από τις πιο ευρέως ομιλούμενες στον κόσμο.[3] Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 43 εκατομμυρίων ανθρώπων και δεύτερη γλώσσα 155 εκατομμυρίων.[4]
Οι περισσότεροι Ινδονήσιοι, πέρα από την εθνική γλώσσα, μιλούν απταίστως κάποια από τις περισσότερες από 700 ιθαγενείς τοπικές γλώσσες, όπως η ιαβαϊκή, η σουνδανική και η μπαλινεζική, οι οποίες χρησιμοποιούνται στην τοπική κοινότητα.[5][6] Όμως, η επίσημη εκπαίδευση και σχεδόν όλα τα εθνικά μαζικά μέσα ενημέρωσης, η κυβέρνηση, η διοίκηση, τα δικαστήρια και άλλες μορφές επικοινωνίας διεξάγονται στα ινδονησιακά.[7]
Το ινδονησιακό όνομα της γλώσσας είναι bahasa Indonesia (κυριολεκτικά «γλώσσα της Ινδονησίας»).
↑Hammarström, Harald· Forkel, Robert· Haspelmath, Martin· Bank, Sebastian, επιμ. (2016). «{{{name}}}». Glottolog 2.7. Jena: Max Planck Institute for the Science of Human History.
↑James Neil Sneddon. The Indonesian Language: Its History and Role in Modern Society. UNSW Press, 2004. Page 14."