Είναι επίσημη γλώσσα, αλλά είναι η γλώσσα της μειοψηφίας
Η γκουτζαράτι ή τα γκουτζαρατικά είναι μια Ινδοάρια γλώσσα γηγενής στην Ινδία στην πολιτεία του Γκουτζαράτι. Είναι μέρος της Ινδοευρωπαϊκής ομάδας γλωσσών. Κατάγεται από την παλαιά Γκουτζαράτι (περίπου 1100-1500μ.Χ.). Στην Ινδία, είναι επίσημη γλώσσα στην πολιτεία του Γκουτζαράτ, όπως και στα ηνωμένα εδάφη του Νταμάν και Ντίου και Ντάντρα και Ναγκάρ Χαβέλι. Η Γκουτζαράτι είναι η γλώσσα των Γκουτζάρ που κυριάρχησαν στην Ράτζπουτάνα και Παντζάμπ. Το 4,5% του πληθυσμού στην Ινδία(1,21 δις πληθυσμός σύμφωνα με την απογραφή του 2011) μιλάνε την Γκουτζαράτι, που αναλογεί σε 54.6 εκατομμύρια ομιλητές. Υπάρχουν περίπου 65.5 ομιλητές Γκουτζαράτι παγκοσμίως, κανοντάς την 26η πιο ομιλούμενη γηγενή γλώσσα στον κόσμο. η Γκουτζαράτι ήταν η πρώτη γλώσσα του Μαχάτμα Γκάντι και του Μουχάμαντ Αλή Τζινάχ. Η Γκουτζαράτι εξελίχθηκε από τα Σανσκριτικά
Μορφολογικές διαφορές από τα Σανσκριτικά είναι η συγχώνευση του δυικού αριθμού με τον πληθυντικό, η αντικατάσταση των πτώσεων με προθέσεις και ανάπτυξη του περιφραστικού τρόπου κλίσεων των ρημάτων.
Η Γκουτζαρατική υπάρχει για πάνω από 700 χρόνια και μιλιέται από περισσότερους από 55 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως.[2] Έξω από το Γκουτζαράτ ομιλείται σε πολλά άλλα μέρη της Νότιας Ασίας από τους Γκουτζαρατιανούς μετανάστες, ιδίως στη Βομβάη και το Πακιστάν (κυρίως στο Καράτσι).[3] Τα Γκουτζαράτι ομιλούνται επίσης σε πολλές χώρες εκτός της Νότιας Ασίας από τη Γκουτζαρατική διασπορά. Στη Βόρεια Αμερική, τα Γκουτζαράτι είναι μία από τις γρηγορότερα αναπτυσσόμενες και πιο διαδεδομένες ινδικές γλώσσες στον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες.[4][5] Στην Ευρώπη, οι Γκουτζαράτι αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη νοτιοασιάτικη βρετανική κοινότητα και τα Γκουτζαράτι είναι η τέταρτη πιο συχνά ομιλούμενη γλώσσα στην πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου, το Λονδίνο.[6] Τα Γκουτζαράντι ομιλούνται επίσης στη Νοτιοανατολική Αφρική, ιδιαίτερα στην Κένυα, την Ουγκάντα, την Τανζανία, τη Ζάμπια και τη Νότια Αφρική.[7][8][9] Αλλού, τα Γκουτζαράτι ομιλούνται σε μικρότερο βαθμό στην Κίνα (ιδίως το Χονγκ Κονγκ), τη Σιγκαπούρη, την Αυστραλία και τις χώρες της Μέσης Ανατολής όπως το Μπαχρέιν.[7][10][11]
Ιστορία
Τα Γκουτζαράτι (επίσης γράφεται μερικές φορές ως Γκουτζεράτι, Γκουτζαράθι, Γκουζράτι, Γκοουτζαράτι, Γκουτζράθι και Γκουτζεράθι[15][16]) είναι σύγχρονη Ινδοάρια γλώσσα που εξελίχθηκε από τα σανσκριτικά. Η παραδοσιακή πρακτική είναι η διαφοροποίηση των ινδοάριων γλωσσών με βάση τρία ιστορικά στάδια:[16]
Μια άλλη άποψη δηλώνει διαδοχικά σχίσματα στο οικογενειακό δέντρο, στο οποίο θεωρείται ότι η Γκουτζαράτι έχει διαχωριστεί από άλλες Ινδοάριες γλώσσες σε τέσσερα στάδια:[17]
Οι Ινδοάριες γλώσσες χωρίστηκαν σε Βόρειες, Ανατολικές και Δυτικές διαιρέσεις βασισμένες σε καινοτόμα χαρακτηριστικά στη φωνολογία.[18]
Δυτικά, σε Κεντρικά και Νότια
Κεντρικά, στα Γκουτζαράτι/Ρατζαστάνι, Δυτικά Χίντι και Παντζάμπι/Λαχάντα/Σίντι, στη βάση της καινοτομίας των βοηθητικών ρημάτων στα Γκουτζαράτι/Ρατζαστάνι.[16]
Γκουτζαράτι/Ρατζαστάνι σε Γκουτζαράτι και Ρατζαστάνι μέσω της ανάπτυξης χαρακτηριστικών όπως το βοηθητικό ch- και το κτητικό δείκτη -n- κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα.[19]
Οι πρωταρχικές αλλαγές από τα Σανσκριτικά είναι οι ακόλουθες:[17]
Μία σημαντική φωνολογική αλλαγή ήταν η διαγραφή του τελικού ə, έτσι ώστε η σύγχρονη γλώσσα να έχει λέξεις που λήγουν σε σύμφωνα. Γραμματικά, αναπτύχθηκε ένας νέος δείκτης πληθυντικού για το -o.[24] Στη λογοτεχνία, το τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα είδε μια σειρά ορόσημων για τα Γκουτζαράτι, τα οποία προηγουμένως είχαν τον στίχο ως το κυρίαρχο τρόπο λογοτεχνικής σύνθεσης.[25]
Δημογραφία και κατανομή
Από τους 46 εκατομμύρια ομιλητές της Γκουτζαράτι το 1997, περίπου 45.5 εκατομμύρια κατοικούσαν στην Ινδία, 150.000 στην Ουγκάντα, 50.000 στην Τανζανία, 50.000 στην Κένυα και περίπου 100.000 στο Καράτσι του Πακιστάν, εξαιρώντας αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες Μεμόνι που δεν αυτοπροσδιορίζονται ως Γκουτζαράτι, αλλά κατάγονται από μια περιοχή εντός της πολιτείας του Γκουτζαράτ.[26] Ωστόσο, οι ηγέτες της κοινότητας των Γκουτζαράτι στο Πακιστάν ισχυρίζονται ότι υπάρχουν 3 εκατομμύρια ομιλητές των Γκουτζαράτι στο Καράτσι.[27] Αλλού στο Πακιστάν, τα Γκουτζαράτι ομιλούνται επίσης στο Κάτω Παντζάμπ.[28] Τα Πακιστανικά Γκουτζαρατικά είναι πιθανώς διάλεκτος των Γκαμάντια.[28]
Υπάρχει ένα ορισμένο ποσοστό του πληθυσμού του Μαυρικίου και ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων της νήσου Ρεϋνιόν που προέρχονται από την κάθοδο των Γκουτζαράτι. Ορισμένοι από αυτούς ομιλούν ακόμα τα Γκουτζαράτι.
Στη Βόρεια Αμερική υπάρχει σημαντικός αριθμός ομιλητών της Γκουτζαράτι, ιδιαίτερα στη μητροπολιτική περιοχή της Νέας Υόρκης και στην ευρύτερη περιοχή του Τορόντο, με πάνω από 100.000 και 75.000 ομιλητές αντίστοιχα. Μεγάλες κοινότητες υπάρχουν και σε όλες τις μεγάλες μητροπολιτικές περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών και τον Καναδά. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, τα Γκουτζαράτι είναι η δέκατη έβδομη γλώσσα που ομιλείται στην περιοχή του Μεγάλου Τορόντο και η τέταρτη πιο ομιλούμενη Νοτιοασιατική γλώσσα μετά τα Χίντι-Ούρντου, Παντζάμπι και Ταμίλ.
Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει πάνω από 200.000 ομιλητές, πολλοί από τους οποίους βρίσκονται στην περιοχή του Λονδίνου, ειδικά στο Βορειοδυτικό Λονδίνο, αλλά και στο Μπέρμιγχαμ, το Μάντσεστερ και στο Λέστερ, στο Κόβεντρι, στο Μπράντφορντ και στο Λανκασάιρ. Ένα μέρος αυτών αποτελείται από τους Ανατολικοαφρικανούς Γκουτζαρατιανούς οι οποίοι, υπό τις αυξανόμενες διακρίσεις και τις πολιτικές αφρικανοποίησης στις πρόσφατα ανεξάρτητες χώρες τους (ιδιαίτερα στην Ουγκάντα, όπου ο Ίντι Αμίν απέλασε 50.000 Ασιάτες), έμειναν με αβέβαιο μέλλον και ιθαγένεια. Οι περισσότεροι, με βρετανικά διαβατήρια, εγκαταστάθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο[13][29]. Τα Γκουτζαράτι προσφέρονται ως μάθημα GCSE για μαθητές στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι γονείς των Γκουτζαράτι στην διασπορά δεν αισθάνονται άνετα με τη δυνατότητα να μην επιβιώσει η γλώσσα τους.[30] Σε μια μελέτη, το 80% των γονέων Μαλαγιάλι θεωρούσαν ότι «τα παιδιά θα ήταν καλύτερα με τα αγγλικά», σε σύγκριση με το 36% των γονέων των Κανάντα και μόνο το 19% των γονέων των Γκουτζαράτι.[30]
Εκτός από το γεγονός ότι ομιλείται από τους Γκουτζαράτι, οι μη Γκουτζαράτι κάτοικοι και μετανάστες προς τη πολιτεία του Γκουτζαράτ θεωρούνται επίσης ομιλητές, μεταξύ των οποίων και οι Κούτσι (ως λογοτεχνική γλώσσα),[13] οι Πάρσι (που την υιοθέτησαν ως μητρική γλώσσα) και οι Ινδουιστές πρόσφυγες Σίντι από το Πακιστάν. Η κατανομή της γεωγραφικής περιοχής μπορεί να βρεθεί στη «Γλωσσική έρευνα της Ινδίας» από τον Τζορτζ Α. Γκρίρσον.
Τα Γκουτζαράτι είναι μία από τις είκοσι δύο επίσημες γλώσσες και δεκατέσσερις περιφερειακές γλώσσες της Ινδίας. Είναι επίσημα αναγνωρισμένη στην πολιτεία Γκουτζαράτ της Ινδίας και στις ενωσιακές επικράτειες Ντάντρα και Ναγκάρ Χαβέλι και Νταμάν και Ντίου.
Σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό και φιλόλογο Ουίλιαμ Τίσνταλ, πρώην μελετητή της γραμματικής Γκουτζαράτι, υπάρχουν τρεις μεγάλες ποικιλίες των Γκουτζαράτι: μια τυπική «ινδουιστική» διάλεκτος, μια διάλεκτο «Πάρσι» και μια «μουσουλμανική» διάλεκτος.[32]
Πρότυπα Γκουτζαράτι: αυτό αποτελεί κάτι από μια πρότυπη παραλλαγή των Γκουτζαράτι που χρησιμοποιούνται στις ειδήσεις, την εκπαίδευση και την κυβέρνηση. Ομιλείται επίσης στους θύλακες της γλώσσας στη Μαχαράστρα. Στις ποικιλίες του περιλαμβάνονται τα Γκουτζαράτι της Βομβάης, Ναγκάρι, Πατνούλι και Πρότυπο Σαουράστρας.
Γκαμάντια: ομιλείται πρωτίστως στο Αχμενταμπάντ και τις γύρω περιοχές, εκτός από το Μπαρούτς και το Σουράτ, όπου ονομάζεται Σουράτ. Οι ποικιλίες περιλαμβάνουν τις Αχμενταμπάντ Γκαμάντια, Ανάουλα, Μπραθέλα, Τσαροτάρι, Γκράμια, Πατάνι, Πατιντάρι, Σουράτι, Βαντοντάρι και άλλες.
Καθιαουάρι: μια διακριτική παραλλαγή που ομιλείται κυρίως στην περιοχή Καθιαουάρ και υπόκειται σε σημαντική επιρροή από τα Σίντι. Οι ποικιλίες περιλαμβάνουν τις Μπαβναγκάρι, Γκοχιλουάντι, Χολάντι/Χαλάρι, Τζαλαουάντι και Σοράθι.
Οι Χάρουα, Κακάρι και Ταριμούκι (Γκισάντι) αναφέρονται επίσης συχνά ως πρόσθετες ποικιλίες των Γκουτζαρατικών.
Πάρσι: ομιλείται από τη μειοψηφία των Ζοροαστριανών Πάρσι. Αυτή η ιδιαίτερα διακριτή ποικιλία έχει υποστεί σημαντική λεξική επιρροή από τα Αβεστανικά, τη λειτουργική γλώσσα του Ζοροαστρισμού.
Λίσαν ουντ-Ντάουατ: ομιλείται πρωτίστως από τις μουσουλμανικές κοινότητες των Γκουτζαράτι Μπόχρα, έχει υποστεί μεγαλύτερη λεξική επιρροή από τα αραβικά και τα περσικά και είναι γραμμένη στο αραβικό αλφάβητο.
Η Κούτσι αναφέρεται συχνά ως διάλεκτος των Γκουτζαράτι, αλλά οι περισσότεροι γλωσσολόγοι θεωρούν ότι συγγενεύει περισσότερο με τα Σίντι. Επιπλέον, ένα μείγμα μεταξύ των Σίντι, Γκουτζαράτι και Κούτσι που ονομάζεται Μεμόνι σχετίζεται με τα Γκουτζαράτι, αν και έχουν μακρινή συγγένεια.[33]
Επιπλέον, οι λέξεις που χρησιμοποιούνται από τις μητρικές γλώσσες των περιοχών όπου ο λαός των Γκουτζαράτι έχουν γίνει κοινότητα διασποράς, όπως η Ανατολική Αφρική (Σουαχίλι), έχουν γίνει δανεικές λέξεις στις τοπικές διαλέκτους των Γκουτζαράτι.[34]
↑Edwards, Viv. «Gujarati today». BBC. Gujaratis form the second largest of the British South Asian speech communities, with important settlements in Leicester and Coventry in the Midlands, in the northern textile towns and in Greater London.
↑Barlas, Robert· Yong, Jui Lin (2010). Uganda. Marshall Cavendish. σελ. 96. ISBN9780761448594. Of the non-Ugandan languages, Hindi and Gujarati are commonly spoken among members of the Asian Hindu community that migrated to Uganda during the early part of the 20th century.
↑«Indian South Africans». South African History Online. English is spoken as a first language by most Indian South Africans, although a minority of the Indian South African population, especially the elders, still speak some Indian languages. These languages include Hindi, Tamil, Telugu, Urdu, Punjabi, and Gujarati.
↑Yashaschandra, S. (1995) "Towards Hind Svaraj: An Interpretation of the Rise of Prose in 19th-century Gujarati Literature." Social Scientist. Vol. 23, No. 10/12. pp. 41–55.