Ο Γιώργος Κολοκυθάς (2 Νοεμβρίου1945 – 2 Μαρτίου2013) ήταν Έλληνας διεθνής καλαθοσφαιριστής. Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους παίκτες που προηγήθηκε της εποχής του, με δεινή ευχέρεια στο σκοράρισμα.[1] Αποτελεί ιστορική φυσιογνωμία του αθλήματος συνολικά, καθώς και μία από τις σημαντικότερες μορφές στην ιστορία του Παναθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου.[2]
Σταδιοδρομία σε συλλόγους
Αγωνίστηκε στον Σπόρτιγκ και τον Παναθηναϊκό. Στην πρώτη του σεζόν με τον Παναθηναϊκό (1966–67), σημείωσε 51 πόντους σε ένα αγώνα, το οποίο είναι και το ατομικό του ρεκόρ στην Α' Εθνική.[2] Με τον Παναθηναϊκό κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα το (1967, 1969, 1971, 1972), ενώ το 1969 αγωνίστηκε στα ημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων, σημειώνοντας από 36 πόντους στο διπλό προημιτελικό απέναντι στην Μπενφίκα. Επίσης το 1972 βρέθηκε στα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.[3][4]
Στο ελληνικό πρωτάθλημα σημείωσε 3.529 πόντους, οι οποίοι είναι αξιοπρόσεκτο νούμερο, καθώς σταμάτησε την καριέρα του μόλις στα 27 του χρόνια λόγω προβλήματος στο γόνατο. Τις χρονιές 1964, 1966 και 1967 αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ του ελληνικού πρωταθλήματος.[5]
Το 2012, ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Αθλητικού Τύπου (ΠΣΑΤ), τον βράβευσε ως έναν από τους πέντε κορυφαίους Έλληνες καλαθοσφαιριστές όλων των εποχών μετά από ψηφοφορία των μελών του.
Εθνική Ελλάδας
Με την Εθνική Ελλάδας αγωνίστηκε σε 90 αγώνες και σημείωσε 1.807 πόντους (μέσος όρος 20,1 πόντοι). Έχει 25 συμμετοχές σε αγώνες Ευρωπαϊκών Πρωταθλημάτων με την Εθνική και έχει σημειώσει 492 πόντους (μ.ο. 19,7).[4]
Το 1965 στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ένωσης είχε μέσο όρο 10,9 πόντους.[8]
Το 1967, στο 15ο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στο Ελσίνκι ο Κολοκυθάς αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης με 229 πόντους (25,4 μ.ο.), στην πρώτη διάκριση Έλληνα παίκτη σε διεθνές επίπεδο.[9] Το κορυφαίο του παιχνίδι στη διοργάνωση ήταν αυτό με αντίπαλο την Ισπανία το 1967, όταν σημείωσε 43 πόντους στην ήττα με 99-95.[1][10]
Στο Ευρωμπάσκετ 1969 στην Ιταλία ήταν πάλι πρώτος σκόρερ με 161 πόντους (μ.ο. 23,0).[11][12]
Στις 4 Μαΐου 1971 αποσύρθηκε από την Εθνική Ελλάδας σημειώνοντας 36 πόντους με αντίπαλο τη Σκωτία (ελληνική νίκη με 111–72).[7] Στις 10 και 14 Ιουνίου 1970 συμμετείχε σε δύο αγώνες με τη Μικτή Ευρώπης με αντιπάλους την Παλακανέστρο Βαρέζε και την ΑΕΚ στην Αθήνα.[13]
Μετέπειτα σταδιοδρομία
Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση ως καλαθοσφαιριστής έγινε έφορος και στη συνέχεια πρόεδρος των εθνικών ομάδων μέχρι το τέλος της ζωής του, έχοντας μεγάλη και αφανή συνεισφορά στις σπουδαίες πορείες της Εθνικής Ελλάδας (Ευρωμπάσκετ 2005 και Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2006). Μάλιστα από την αγωνία του στον ημιτελικό με τη Γαλλία στο Ευρωμπάσκετ 2005, είχε φύγει από το γήπεδο.[14]
Προφίλ παίκτη
Ο Γιώργος Κολοκυθάς είχε ύψος 1,95 μέτρα, ήταν πολύ καλός σουτέρ κοντά στη ρακέτα, είχε πλαστικότητα στις κινήσεις του, ενώ η αλτικότητα του έμεινε στην ιστορία του αθλήματος. Πολλοί ήταν εκείνοι που τον χαρακτήρισαν ως το σπανιότερο και πιο αυθεντικό ταλέντο που ανέδειξε η ελληνική καλαθοσφαίριση. Λόγω της δεινής του ευχέρειας στο σκοράρισμα στο πέρασμα των χρόνων ονομάστηκε ως ο Γκάλης της εποχής του.[15][16] Αγωνιζόταν κυρίως ως σμολ φόργουορντ και πάουερ φόργουορντ αλλά μπορούσε με ευκολία να αγωνιστεί και ως σούτινγκ γκαρντ, ενώ δεν δίσταζε να ανταγωνίζεται και τους ψηλούς φόργουορντ των αντίπαλων ομάδων.[17] Ο Βασίλης Γκούμας είχε πει γι' αυτόν: «Ο Γιώργος ήταν μοναδικός. Τέτοιο μοντέλο παίκτη δεν θα ξαναβγεί, ξεχάστε το. Σαν τον Γιώργο δεν θα ξαναδώ στη ζωή μου. Όποιος δεν έχει δει τον Κολοκυθά να παίζει μπάσκετ, δεν έχει δει τίποτα».[18] Ο τότε συμπαίκτης του και μετέπειτα ομοσπονδιακός προπονητής Κώστας Πολίτης τόνισε ότι «Ο Γιώργος είχε πηγαίο έρωτα με το καλάθι. Πηδούσε ψηλά, δεν κοβόταν εύκολα και σημάδευε με χαρακτηριστικό τρόπο. Νόμιζες ότι ο καρπός του χεριού του, ήταν σχηματισμένος για να παίξει μπάσκετ και να σουτάρει. Γι' αυτό τον έψαχνα στην επίθεση για να πάρει την μπάλα. Ξεχώρισε γιατί ήταν φαινόμενο της εποχής».[16]