Το Τσάνος είναι εγκαταλελειμμένος οικισμός στον σημερινό Δήμο Νέας Ζίχνης της Περιφερειακής Ενότητας Σερρών της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Διοικητικά, πρόκειται για τον αρχικό οικισμό του σημερινού κατοικημένου χωριού Νέα Πέτρα Σερρών και βρισκόταν σε απόσταση 4 χλμ. νότια από αυτό, κοντά στις ελώδεις όχθες της πρώην λίμνης Αχινού.[1][2] Ο οικισμός απαντάται σε πηγές και με τις ονομασίες Τσιάνος, Τσανός, Τζάνος, Τζιάνος, Τζαίνος κ.ά.
Ιστορία
Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδος
Η περιοχή κατοικήθηκε από τους προϊστορικούς ακόμη χρόνους αλλά και κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Αποτελούσε μετόχι της μονής Φιλοθέου, το οποίο εκτεινόταν από τα έλη της λίμνης Κερκινίτιδας (Αχινού) έως τον ποταμό Πάνακα (Αγγίτη). Οι εγκατεστημένοι πάροικοι καλλιεργούσαν αμπέλια και ασχολούνταν με την αλιεία. Το μετόχι της αγιορείτικης μονής είχε στην κατοχή του υδρόμυλους, οι οποίοι κινούνταν με τα νερά που κυλούσαν από την τοποθεσία «Κρύα Πηγάδια».
Το μετόχι αναφέρεται το 1326 από τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο, ο οποίος δίνει εντολή στον μέγα τζαούσιοΑλέξιο Τζαμπλάκωνα να θέσει τέλος στις παρενοχλήσεις του. Συμφωνά με πρακτικό του Ιανουαρίου του 1342 που διασώζεται στη μονή Καρακάλλου, ο απογραφεύς Μιχαήλ Παπύλας, μετά από εντολή του διοικητή των Σερρών Γκυ Ντε Λουζινιάν, αναγκάστηκε να παραδώσει στον οικείο τού αυτοκράτορα, προνοιάριο Ιωάννη Μαργαρίτη, κατά πλήρη κυριότητα, τα κτήματα και τους χωρικούς του αγροκτήματος Τζαίνου. Αυτοί θα του παρείχαν κάθε χρόνο ένα εισόδημα 55 υπερπύρων νομισμάτων. Πρόκειται για αντεκδικήσεις κατά την αρχή του βυζαντινού εμφυλίου πολέμου (1341-1347), αφού τα κτήματα αυτά προέρχονταν από άλλες πρόνοιες, κυρίως του Aρσενίου Tζαμπλάκωνα και του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, οι οποίοι είχαν τότε επαναστατήσει εναντίον του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Τον Νοέμβριο του 1342 ο Ιωάννης Ε΄ επικύρωσε στον Γεώργιο Μαργαρίτη την κατοχή του μισού αγροκτήματος Τζαίνου και του παρείχε εισόδημα 50 υπερπύρων. Το Σεπτέμβριο του 1347 ο Στέφανος Δουσάν απέδωσε το μετόχι του Τζαίνου στη μονή Φιλοθέου.[3][4][5][6]
Οθωμανική περίοδος
Κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο οικισμός ανήκε διοικητικά στον Καζά της Ζίχνας του Σαντζακίου των Σερρών του Βιλαετίου της Θεσσαλονίκης. Σε οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο του 1454 ή 1455 καταγράφεται ως Cinos με πληθυσμό 480 περίπου κατοίκων.[8] Ο οικισμός αναφέρεται στις οδοιπορικές σημειώσεις του Νικολάου Σχινά, ο οποίος στα μέσα της δεκαετίας του 1880 περιόδευσε ολόκληρη σχεδόν την επικράτεια της Μακεδονίας. Σε πορεία του από το λιμάνι του Τσάγεζι (Ηρακλείτσα) έως τις Σέρρες, περιέγραψε τον οικισμό ως ένα χωριό που αριθμούσε 30 οικογένειες χριστιανώναθίγγανων.[9] Σύμφωνα με τη μελέτη «Αι Σέρραι και τα προάστεια, τα περί Σέρρας και η Μονή Ιωάννου του Προδρόμου» του Πέτρου Παπαγεωργίου που εκδόθηκε το 1894, ο οικισμός αριθμούσε πληθυσμό «75 χριστιανών και αθίγγανων κατοίκων».[10] Η στατιστική μελέτη του Βούλγαρου γεωγράφου Βασίλ Κάντσωφ εκτιμά ότι το 1900 υπήρχαν 65 αθίγγανοι κάτοικοι,[11] ενώ σύμφωνα με την «Εθνολογική Στατιστική των Βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου» του Αθανάσιου Χαλκιόπουλου, που εκδόθηκε το 1910 στην Αθήνα, υπήρχαν 60 μουσουλμάνοι κάτοικοι.[12] Σε υπολογισμούς που εξέδωσε το 1919, η Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, προ του 1912 αναφέρονται 40 Έλληνες κάτοικοι.[13] Οι παραπάνω στατιστικές μελέτες υπολογισμού του πληθυσμού της Μακεδονίας έως τις αρχές του 20ου αιώνα, δεν χρησιμοποίησαν ενιαία και αντικειμενικά κριτήρια και, ως εκ τούτου, το κύρος και η αξιοπιστία τους τίθενται υπό αμφισβήτηση.[14]
Σύγχρονη ιστορία
Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, ο εγκαταλελειμμένος οικισμός περιήλθε στην ελληνική επικράτεια και κατά την ελληνική απογραφή του 1913 καταγράφηκε ως κατεστραμμένος και ακατοίκητος.[15] Λεπτομερής κάτοψη του οικισμού και της ευρύτερης περιοχής αποτυπώθηκε σε βρετανικούς στρατιωτικούς χάρτες χαρακωμάτων κατά την περίοδο του Μακεδονικού Μετώπου του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[16][17][18] Το 1920 προσαρτήθηκε διοικητικά στην κοινότητα Πόρνας (Γάζωρος) της Υποδιοίκησης Ζίχνης του νομού Σερρών, μαζί με τα χωριά Ζίχνα (Παλιά Ζίχνη), Θολός, Κάτω Νούσκα (Δαφνούδι), Πεθελινός, Πλιάκος, Τούμπα και Χωροβίστα (Άγιος Χριστόφορος).[19][20]
Με το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919-1922 και την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, όταν άρχισαν να καταφθάνουν στην Ελλάδα τα πρώτα κύματα προσφύγων, κύριο μέλημα ήταν η προώθησή τους οπουδήποτε υπήρχε ή μπορούσε να εξευρεθεί δυνατότητα διαμονής, έστω και για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Είναι αρκετές οι περιπτώσεις στη Μακεδονία, όπου οι υπηρεσίες εποικισμού προώθησαν πρόσφυγες προς εγκατάσταση σε πρώην οικισμούς μουσουλμανικών, σλαβόφωνων κ.ά. πληθυσμών, που είχαν εκκενωθεί μετά τους πρόσφατους πολέμους ή επρόκειτο να εκκενωθούν λόγω της ανταλλαγής πληθυσμών.[21][22] Στο εγκαταλελειμμένο Τσάνος, σύμφωνα με στοιχεία της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, προωθήθηκαν τουλάχιστον 100 οικογένειες προσφύγων.[23][24][25] Εξαιτίας της έλλειψης ευνοϊκών συνθηκών διαβίωσης, ο προσφυγικός οικισμός δημιουργήθηκε περίπου 4 χλμ. πιο βόρεια, μεταξύ των οικισμών Θολός και Μεζράς (Γλυκοπηγή). Εκεί εγκαταστάθηκαν από το 1922 πρόσφυγες από την Πέτρα (σημερινό Καγιαλί) της Ανατολικής Θράκης, καθώς και κάποιες οικογένειες Αρβανιτών της Ανατολικής Θράκης (καταγόμενοι αρχικά από την Κορυτσά).[26][27][28] Το 1927 ο νέος οικισμός ονομάστηκε Νέα Πέτρα.[29]
Την περίοδο του μεσοπολέμου, στα ερείπια του Τσάνος διέμεναν κατά τους χειμερινούς μήνες νομάδες Βλάχων, γι' αυτό σε χάρτες της εποχής ο οικισμός αναφέρεται με την ονομασία Καλύβια Βλάχικα.[30][31][32][33]
Με τα εγγειοβελτιωτικά έργα της πεδιάδας των Σερρών τη δεκαετία του 1930, όπως τον εγκιβωτισμό του ποταμού Στρυμόνα και την αποξήρανση της λίμνης Αχινού, η περιοχή του πρώην οικισμού Τσάνος απαλλάχτηκε από τις ελώδεις εκτάσεις. Σήμερα, δεν σώζονται ερείπια ή ίχνη του και στη θέση υπάρχουν ποιμνιοστάσια και αγροκτήματα.[1] Σε απόσταση περίπου 600 μέτρων προς δυτικά βρίσκεται η πηγή «Κοκμούση», η οποία υδροδοτεί σήμερα ένα μικρό αντλιοστάσιο.
↑«Ιστορία του Χωριού». Δ.Δ. Ν. Χειμωνίου Ορεστιάδας. cheimonio.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Απριλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2024.
↑«Πέτρα». Εθνολογικό Μουσείο Θράκης. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Μαΐου 2016. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2024.