Η Δημοκρατία Τρινιντάντ και Τομπάγκο (αγγλικά: Republic of Trinidad and Tobago, στα ελληνικά συχνά και Τρινιδάδ και Τομπάγκο, επίσημα Τρίνινταντ και Τομπέιγκο[7]) είναι μια νησιωτική χώρα στη νότια Καραϊβική Θάλασσα, που βρίσκεται 13 ναυτικά μίλια από τις βορειοανατολικές ακτές της Βενεζουέλας. Βρίσκεται μεταξύ 10° 2' και 11°12'Β. γεωγραφικών πλατών, και 60°30' - 61°56' Δ. γεωγραφικών μηκών και είναι το νοτιότερο νησί της περιοχής.
Η χώρα αποτελείται από δύο κύρια νησιά, το Τρινιντάντ και το Τομπάγκο, και 21 μικρότερα νησιά με συνολική επιφάνεια 5.128 τ. χλμ.. Σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2024 η χώρα έχει πληθυσμό 1.368.333[3] κατοίκους.
Το μέσο μήκος του νησιού Τρινιντάντ είναι 80 χιλιόμετρα και το μέσο πλάτος είναι 59 χιλιόμετρα. Το νησί Τομπάγκο έχει μήκος 41 χιλιόμετρα κι είναι 12 χιλιόμετρα πλατύ στο μέγιστο πλάτος του.
Πρωτεύουσα της χώρας είναι το Πορτ οφ Σπέιν, με 350.000 περίπου κατοίκους, που βρίσκεται στο Τρινιντάντ.
Ιστορία
Προ-αποικιακή περίοδος
Στο Τρινιντάντ και στο Τομπάγκο εγκαταστάθηκαν αρχικά αυτόχθονες Αμερικανοί που ήρθαν από τη Νότια Αμερική.[8] Το Τρινιντάντ θεωρείται το παλαιότερο κατοικημένο μέρος της Καραϊβικής, αφού σε αυτό εγκαταστάθηκαν άνθρωποι τουλάχιστον 7.000 χρόνια πριν.[9] Το ίχνος του Μπανουάρι (Banwari Trace) στο νοτιοδυτικό Τρινιντάντ είναι ο παλαιότερος πιστοποιημένος αρχαιολογικός χώρος στην Καραϊβική, που χρονολογείται περίπου στο 5000 π.Χ. Αρκετά μεταναστευτικά κύματα εμφανίστηκαν τους επόμενους αιώνες, τα οποία μπορούν να αναγνωριστούν από τις διαφορές στα αρχαιολογικά τους υπολείμματα.[10] Όταν έφτασαν οι Ευρωπαίοι στο νησί, το Τρινιντάντ κατοικούνταν από διάφορες ομάδες που μιλούσαν τη γλώσσα των Αραουάκων, συμπεριλαμβανομένων των Νεπόγια και Σουπόγια, και ομάδες που μιλούσαν τη γλώσσα των Καραΐβων, όπως οι Γιάο, ενώ το Τομπάγκο κατοικούνταν από Καραΐβους και Γκαλίμπι. Το Τρινιντάντ ήταν γνωστό στους γηγενείς λαούς ως «Ιέρι» («Γη του Κολιμπρί»).[9]
Ευρωπαϊκός αποικισμός
Ο Χριστόφορος Κολόμβος ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που είδε το Τρινιντάντ, στο τρίτο ταξίδι του στην Αμερική το 1498.[9][11] Ανέφερε επίσης ότι είδε το Τομπάγκο στον μακρινό ορίζοντα, το ονόμασε Bellaforma, αλλά δεν πήγε στο νησί.[8][12]
Τη δεκαετία του 1530, ο Αντόνιο δε Σεντένιο (Antonio de Sedeño), ένας Ισπανός στρατιώτης που σκόπευε να κατακτήσει το νησί του Τρινιντάντ, έφτασε στη νοτιοδυτική ακτή του με ένα μικρό στρατό ανδρών, σκοπεύοντας να υποτάξει τους αυτόχθονες Αμερικανούς λαούς του νησιού. Ο Σεντένιο και οι άντρες του πολέμησαν πολλές φορές τους γηγενείς λαούς και στη συνέχεια έχτισαν ένα φρούριο. Οι επόμενες δεκαετίες γενικά κύλησαν με πολέμους με τους γηγενείς λαούς, μέχρι το 1592, ο «Cacique» (ντόπιος αρχηγός) Wannawanare (επίσης γνωστός ως Guanaguanare) παραχώρησε την περιοχή γύρω από το σύγχρονο Σαιντ Τζόζεφ στο Ντομίνγκο δε Βέρα ε Ιμπαργουέν και αποσύρθηκε σε άλλο μέρος του νησιού.[13] Ο οικισμός του Σαν Χοσέ δε Ορούνια (San José de Oruña) ιδρύθηκε αργότερα από τον Antonio de Berrío σε αυτή τη γη το 1592.[8][9] Λίγο αργότερα, ο Άγγλος ναυτικός Ουόλτερ Ράλεϊ έφτασε στο Τρινιντάντ στις 22 Μαρτίου του 1595 για να αναζητήσει το φημισμένο «Ελ Ντοράντο» («Πόλη του Χρυσού») που υποτίθεται ότι βρισκόταν στη Νότια Αμερική.[9] Ο Ράλεϊ επιτέθηκε στο Σαν Χοσέ δε Ορούνια, συνέλαβε και ανάκρινε τον Αντόνιο ντε Μπερίο και έλαβε πολλές πληροφορίες από αυτόν και από τον Κασίκε Τοπιαουάρι και μετά η ισπανική εξουσία αποκαταστάθηκε.[14]
Εν τω μεταξύ, υπήρξαν πολλές προσπάθειες από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να αποικίσουν το Τομπάγκο κατά τη διάρκεια του 1620-40, με τους Ολλανδούς, τους Άγγλους και τους Κουρλανδούς (από το Δουκάτο της Κουρλάνδης και της Σεμιγαλλίας, τώρα μέρος της Λετονίας) να προσπαθούν να αποικίσουν το νησί με λίγη επιτυχία.[15][16] Από το 1654 οι Ολλανδοί και οι Κουρλανδοί κατάφεραν να αποκτήσουν μια πιο ασφαλή βάση, ενώ αργότερα εντάχθηκαν αρκετές εκατοντάδες Γάλλοι έποικοι.[15] Η οικονομία βασιζόταν στις φυτείες ζάχαρης, λουλακί και ρούμι, στις οποίες εργάζονταν ένας μεγάλος αριθμός Αφρικανών σκλάβων, οι οποίοι σύντομα ξεπέρασαν τους Ευρωπαίους αποίκους.[16][15] Μεγάλος αριθμός οχυρών κατασκευάστηκε καθώς το Τομπάγκο έγινε μήλο της Έριδος μεταξύ Γαλλίας, Ολλανδίας και Βρετανίας, με το νησί να αλλάζει χέρια περίπου 31 φορές πριν από το 1814, μια κατάσταση που επιδεινώθηκε από την εκτεταμένη πειρατεία.[16] Οι Βρετανοί κατάφεραν να κρατήσουν το Τομπάγκο από το 1762 έως το 1781, οπότε καταλήφθηκε από τους Γάλλους, οι οποίοι κυβέρνησαν μέχρι το 1793 όταν η Βρετανία κατέλαβε το νησί.[16]
Ο 17ος αιώνας στο Τρινιντάντ πέρασε σε μεγάλο βαθμό χωρίς κανένα σοβαρό συμβάν, αλλά οι συνεχείς προσπάθειες των Ισπανών να ελέγξουν και να κυβερνήσουν τους αυτόχθονες κατοίκους βρήκαν συχνά μεγάλη αντίσταση.[9] Το 1687 δόθηκε στους καθολικούςκαταλανούςκαπουτσίνους μοναχούς η άδεια να προσηλυτίσουν τους αυτόχθονες ανθρώπους του Τρινιντάντ και των Γουιάνων.[9] Ίδρυσαν αρκετές αποστολές στο Τρινιντάντ, υποστηριζόμενες και χρηματοδοτούμενες από το κράτος, οι οποίες σύμφωνα με το σύστημα ενκομιένδα (encomienda) είχαν δικαιώματα έναντι των γηγενών λαών και στις οποίες οι ιθαγενείς αναγκάστηκαν να προσφέρουν εργασία για τους Ισπανούς.[9] Μία τέτοια αποστολή ήταν η Σάνυα Ρόσα ντε Αρίμα, που ιδρύθηκε το 1789, όταν οι αυτόχθονες από την Τακαρίγουα και την Αράουκα (Αρόουκα) μετεγκαταστάθηκαν πιο δυτικά.[εκκρεμεί παραπομπή] Η κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ των Ισπανών και των αυτόχθονων κατέληξε στη βία το 1689, όταν οι αυτόχθονες του Σαν Ραφαέλ εξεγέρθηκαν και σκότωσαν αρκετούς ιερείς, επιτέθηκαν σε μία εκκλησία και σκότωσαν τον Ισπανό κυβερνήτη Χοσέ δε Λεόν ι Ετσάλες (José de León y Echales). Μεταξύ εκείνων που σκοτώθηκαν από το κόμμα του κυβερνήτη ήταν ο Χουάν Μασιέν δε Σοτομαγιόρ (Juan Mazien de Sotomayor), ιερέας ιεραπόστολος στα χωριά των Νεπόγια Κουάρα, Τακαρίγουα and Αράουκα.[εκκρεμεί παραπομπή] Οι Ισπανοί αντέδρασαν υπερβολικά, σκοτώνοντας εκατοντάδες γηγενείς ανθρώπους σε ένα συμβάν που έγινε γνωστό ως η σφαγή στην Αρένα.[9] Ως αποτέλεσμα αυτού, η συνεχιζόμενη Ισπανική επιδρομή για σκλάβους και ο καταστροφικός αντίκτυπος των εισαγόμενων ασθενειών στις οποίες οι ντόπιοι δεν είχαν ανοσία, εξαφάνισαν τον γηγενή πληθυσμό μέχρι το τέλος του επόμενου αιώνα.[17][9]
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου το Τρινιντάντ ήταν μια νησιωτική επαρχία που ανήκε στη Νέα Ισπανία, μαζί με την Κεντρική Αμερική, το σημερινό Μεξικό και τις νοτιοδυτικές Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.[18] Το 1757 η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από το Σαν Χοσέ δε Ορούνια στο Πορτ οφ Σπέιν μετά από αρκετές πειρατικές επιθέσεις.[19] Ωστόσο, οι Ισπανοί δεν έκαναν ποτέ συντονισμένη προσπάθεια να αποικίσουν τα νησιά. Το Τρινιντάντ κατά την περίοδο αυτή ήταν ακόμη κυρίως γεμάτο δάση, κατοικημένο από μερικούς Ισπανούς με μια χούφτα σκλάβους και μερικές χιλιάδες αυτόχθονες.[18] Πράγματι, ο πληθυσμός το 1777 ήταν μόνο 1.400 κάτοικοι και ο ισπανικός αποικισμός στο Τρινιντάντ παρέμεινε αδύναμος.[εκκρεμεί παραπομπή]
Εισροή Γάλλων εποίκων
Το 1777, ο γενικός διοικητής, Λουίς δε Ουνσάγα «le Conciliateur», ο οποίος ήταν παντρεμένος με μια γαλλίδα κρεολή, επέτρεψε το ελεύθερο εμπόριο στο Τρινιντάντ, προσελκύοντας Γάλλους εποίκους και η οικονομία του βελτιώθηκε σημαντικά.[20] Δεδομένου ότι το Τρινιντάντ θεωρούνταν αραιοκατοικήμενο, ο Ρουμ ντε Σαιν Λωράν (Roume de St. Laurent), ένας Γάλλος που ζούσε στη Γρενάδα, μπόρεσε να αποκτήσει ένα Θέδουλα ντε Ποβλαθιόν (Cédula de Población) από τον Ισπανό βασιλιά Κάρολο Γ΄ στις 4 Νοεμβρίου του 1783.[21] Ένα Θέδουλα είχε προηγουμένως χορηγηθεί το 1776 από τον βασιλιά, αλλά δεν είχαν φανεί αποτελέσματα, και ως εκ τούτου το νέο Θέδουλα ήταν πιο γενναιόδωρο.[8] Το νέο Θέδουλα χορηγεί δωρεάν γη και φορολογική απαλλαγή για 10 χρόνια σε Ρωμαιοκαθολικούς ξένους εποίκους που ήταν πρόθυμοι να ορκιστούν πίστη στον Βασιλιά της Ισπανίας.[8] Οι Ισπανοί έδωσαν επίσης πολλά κίνητρα για να δελεάσουν εποίκους να πάνε στο νησί, συμπεριλαμβανομένης της απαλλαγής από τους φόρους για δέκα χρόνια και των επιχορηγήσεων γης σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο Θέδουλα.[22] Η επιχορήγηση γης ήταν 30 φανέγας (32 στρέμματα) για κάθε ελεύθερο άνδρα, γυναίκα και παιδί και το μισό από αυτό για κάθε σκλάβο που έφεραν μαζί τους. Οι Ισπανοί έστειλαν έναν νέο κυβερνήτη, τον Χοσέ Μαρία Τσακόν, για να εφαρμόσει τους όρους του νέου θέδουλα.[21]
Ήταν τυχαίο ότι το Θέδουλα εκδόθηκε λίγα χρόνια πριν από τη Γαλλική Επανάσταση. Κατά τη διάρκεια αυτής της ταραγμένης περιόδου, Γάλλοι καλλιεργητές με τους σκλάβους τους, ελεύθεροι έγχρωμοι και μιγάδες από τα γειτονικά νησιά Μαρτινίκα, Αγία Λουκία, Γρενάδα, Γουαδελούπη και Δομινίκα μετανάστευσαν στο Τρινιντάντ, όπου δημιούργησαν μια οικονομία βασισμένη στη γεωργία (ζάχαρη και κακάο).[18] Αυτοί οι νέοι μετανάστες ίδρυσαν τις τοπικές κοινότητες Blanchisseuse, Champs Fleurs, Paramin,[23] Cascade, Carenage και Laventille.
Ως αποτέλεσμα, ο πληθυσμός του Τρινιντάντ αυξήθηκε σε πάνω από 15.000 έως το τέλος του 1789, και το 1797 ο πληθυσμός του Πορτ οφ Σπέιν είχε αυξηθεί από κάτω από 3.000 σε 10.422 σε μόλις πέντε χρόνια, με ποικίλο πληθυσμό μεικτών ατόμων, Ισπανοί, Αφρικανοί, Γάλλοι δημοκρατικοί στρατιώτες, συνταξιούχοι πειρατές και Γάλλοι ευγενείς.[18] Ο συνολικός πληθυσμός του Τρινιντάντ ήταν 17.718, εκ των οποίων 2.151 ήταν ευρωπαϊκής καταγωγής, 4.476 ήταν «ελεύθεροι μαύροι και έγχρωμοι», 10.009 υποδουλωμένοι και 1.082 ιθαγενείς Αμερικανοί.[εκκρεμεί παραπομπή] Ο αραιός αποικισμός και ο αργός ρυθμός αύξησης του πληθυσμού κατά τη διάρκεια της ισπανικής κυριαρχίας (και ακόμη αργότερα κατά τη διάρκεια της βρετανικής κυριαρχίας) έκανε το Τρινιντάντ μία από τις λιγότερο κατοικημένες αποικίες των Δυτικών Ινδιών, με τις λιγότερο ανεπτυγμένες υποδομές φυτειών.[24]
Βρετανική κυριαρχία
Οι Βρετανοί είχαν αρχίσει να ενδιαφέρονται έντονα για το Τρινιντάντ, και το 1797 μια βρετανική δύναμη με επικεφαλής τον στρατηγό Ραλφ Άμπερκρομπι (Ralph Abercromby) εισέβαλε στο Τρινιντάντ.[8][25] Η μοίρα του έπλευσε μέσα από το Μπόκας και αγκυροβόλησε στα ανοικτά των ακτών του Τσαγουαράμας (Chaguaramas). Σημαντικά περισσότεροι, ο κυβερνήτης Τσακόν αποφάσισε να συνθηκολογήσει με τους Βρετανούς χωρίς να πολεμήσει.[25] Το Τρινιντάντ έγινε έτσι μια βρετανική αποικία του στέμματος, με μεγάλο γαλλόφωνο πληθυσμό και ισπανικούς νόμους.[18] Η βρετανική κυριαρχία επισημοποιήθηκε αργότερα με τη Συνθήκη της Αμιένης (1802).[8][25] Ο πρώτος Βρετανός κυβερνήτης της αποικίας ήταν ο Τόμας Πίκτον (Thomas Picton), ωστόσο η αυστηρή του προσέγγιση για την επιβολή της βρετανικής εξουσίας, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης βασανιστηρίων και αυθαίρετης σύλληψης, οδήγησε στην ανάκλησή του.[25]
Η βρετανική κυριαρχία οδήγησε σε εισροή εποίκων από το Ηνωμένο Βασίλειο και τις βρετανικές αποικίες της Ανατολικής Καραϊβικής. Αγγλικές, Σκωτσέζικες, Ιρλανδικές, Γερμανικές και Ιταλικές οικογένειες έφτασαν στο νησί, καθώς και μερικοί ελεύθεροι μαύροι, γνωστοί ως «Μέρικινς», οι οποίοι είχαν πολεμήσει για τη Βρετανία στον πόλεμο του 1812 και τους δόθηκε γη στο νότιο Τρινιντάντ.[26][27][28] Υπό τη βρετανική κυριαρχία, δημιουργήθηκαν νέες καταστάσεις και οι εισαγωγές σκλάβων αυξήθηκαν, ωστόσο μέχρι τότε η υποστήριξη για την κατάργηση της δουλείας είχε αυξηθεί πολύ και στην Αγγλία το εμπόριο σκλάβων δεχόταν επίθεση.[24][29] Η δουλεία καταργήθηκε το 1833, από τότε οι πρώην σκλάβοι υπηρέτησαν μια περίοδο μαθητείας. Το 1837, ο Νταάγκα, ένας έμπορος σκλάβων της Δυτικής Αφρικής που είχε συλληφθεί από Πορτογάλους δουλέμπορους και αργότερα διασώθηκε από το βρετανικό ναυτικό, στρατολογήθηκε στον τοπικό στρατό. Ο Νταάγκα και μια ομάδα συμπατριωτών του στασίασαν στο στρατόπεδο του Αγίου Ιωσήφ και αναχώρησαν ανατολικά σε μια προσπάθεια να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Οι στασιαστές έπεσαν σε ενέδρα μιας μονάδας πολιτοφυλακής λίγο έξω από την πόλη Αρίμα. Η εξέγερση συντρίφτηκε με κόστος περίπου 40 νεκρούς, και ο Νταάγκα και οι συμπατριώτες του εκτελέστηκαν αργότερα στον Άγιο Ιωσήφ.[30] Το σύστημα μαθητείας έληξε την 1η Αυγούστου του 1838 με πλήρη χειραφέτηση.[8][28] Μια επισκόπηση των στατιστικών για τους πληθυσμούς το 1838, ωστόσο, αποκαλύπτει με σαφήνεια την αντίθεση μεταξύ του Τρινιντάντ και των γειτονικών νησιών. Κατά τη χειραφέτηση των σκλάβων το 1838, το Τρινιντάντ είχε μόνο 17.439 σκλάβους, με το 80% των ιδιοκτητών σκλάβων να έχουν υποδουλώσει λιγότερα από 10 άτομα το καθένα.[31] Αντίθετα, με διπλάσιο μέγεθος πληθυσμού από το Τρινιντάντ, η Τζαμάικα είχε περίπου 360.000 σκλάβους.[32]
Άφιξη Ινδών εργατών
Αφού οι Αφρικανοί σκλάβοι απελευθερώθηκαν, πολλοί αρνήθηκαν να συνεχίσουν να εργάζονται στις φυτείες, μετακομίζοντας συχνά σε αστικές περιοχές όπως το Λάβεντιλ και το Μπέλμοντ, ανατολικά του Πορτ οφ Σπέιν.[28] Ως αποτέλεσμα προέκυψε σοβαρή έλλειψη εργατών για τις γεωργικές εργασίες. Οι Βρετανοί κάλυψαν αυτό το κενό θεσπίζοντας ένα σύστημα συμβολαίων εργασίας. Διάφορες εθνικότητες εργάστηκαν με αυτό το σύστημα, συμπεριλαμβανομένων Ινδών, Κινέζων και Πορτογάλων.[33] Από αυτούς, οι Ινδοί εισήχθησαν σε μεγαλύτερους αριθμούς, ξεκινώντας από την 1η Μαΐου του 1845, όταν 225 Ινδοί μεταφέρθηκαν με την πρώτη αποστολή στο Τρινιντάντ με το Fatel Razack, ένα μουσουλμανικό πλοίο.[28][34] Αυτό το σύστημα εργασίας για τους Ινδούς διήρκεσε από το 1845 έως το 1917, κατά τη διάρκεια του οποίου περισσότεροι από 147.000 Ινδοί ήρθαν στο Τρινιντάντ για να εργαστούν σε φυτείες ζαχαροκάλαμου.[8][35]
Τα συμβόλαια εργασίας μερικές φορές εκμεταλλεύονταν τους εργάτες, σε τέτοιο βαθμό που ιστορικοί όπως ο Χιου Τίνκερ τα ονόμαζαν «ένα νέο σύστημα δουλείας». Αν και μερικοί το περιγράφουν έτσι, ωστόσο δεν ήταν πραγματικά μια νέα μορφή δουλείας, καθώς οι εργαζόμενοι πληρώνονταν, τα συμβόλαια ήταν πεπερασμένα και η ιδέα ενός ατόμου να είναι ιδιοκτησία ενός άλλου είχε εξαλειφθεί όταν καταργήθηκε η δουλεία.[36] Επιπλέον, οι εργοδότες των εργατών με συμβόλαιο εργασίας δεν είχαν κανένα νομικό δικαίωμα να μαστιγώσουν ή να δείρουν τους εργάτες τους. Η βασική νομική κύρωση για την επιβολή των κανόνων του συμβολαίου εργασίας ήταν η δίωξη στα δικαστήρια, ακολουθούμενη από πρόστιμα ή (πιθανότατα) ποινές φυλάκισης.[37] Οι άνθρωποι είχαν συμβόλαιο για μια περίοδο πέντε ετών, με ημερήσιο μισθό τόσο χαμηλό όσο 25 σεντς στις αρχές του 20ου αιώνα, και τους δόθηκε εγγύηση επιστροφής στην Ινδία στο τέλος της περιόδου του συμβολαίου. Ωστόσο, συχνά χρησιμοποιήθηκαν καταναγκαστικά μέσα για τη συγκράτηση των εργαζομένων και τα συμβόλαια εργασίας επεκτάθηκαν σύντομα σε 10 χρόνια από το 1854, αφού οι καλλιεργητές παραπονέθηκαν ότι έχαναν τους εργάτες τους πολύ νωρίς.[24][28] Αντί του δικαιώματος επιστροφής στη χώρα τους, οι βρετανικές αρχές άρχισαν σύντομα να προσφέρουν μερίδες γης για να ενθαρρύνουν την εγκατάσταση, και το 1902, περισσότερο από το μισό του ζαχαροκάλαμου στο Τρινιντάντ παράγονταν από ανεξάρτητους αγρότες ζαχαροκάλαμου, η πλειονότητα των οποίων ήταν Ινδοί.[38] Παρά τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετώπισαν οι εργάτες βάσει του συστήματος αυτού, περίπου το 90% των Ινδών μεταναστών επέλεξαν, στο τέλος των συμβολαίων τους, να κάνουν το Τρινιντάντ τη μόνιμη κατοικία τους.[39] Οι Ινδοί που εισέρχονταν στην αποικία υπόκεινταν επίσης σε ορισμένους νόμους του στέμματος που τους διαχώριζαν από τον υπόλοιπο πληθυσμό του Τρινιντάντ, όπως η απαίτηση να έχουν μαζί τους μία άδεια εάν φύγουν από τις φυτείες, και ότι εάν ελευθερωθούν, να φέρουν τα «Έγγραφα Ελευθέρωσης» ή ένα πιστοποιητικό που να δείχνει την ολοκλήρωση της περιόδου εργασίας σύμφωνα με το συμβόλαιο τους.[40]
Λίγοι Ινδοί εγκαταστάθηκαν στο Τομπάγκο ωστόσο, αυτοί και οι απόγονοι των Αφρικανών σκλάβων συνέχισαν να αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού του νησιού. Μια συνεχιζόμενη οικονομική ύφεση στα μέσα έως τα τέλη του 19ου αιώνα προκάλεσε εκτεταμένη φτώχεια.[41] Η δυσαρέσκεια ξέσπασε με ταραχές στη φυτεία Ρόξμπορο (Roxborough) το 1876, σε ένα γεγονός γνωστό ως «Εξέγερση Μπελμάννα», μετά από τον θάνατο ενός αστυνομικού.[41] Οι Βρετανοί κατάφεραν τελικά να αποκαταστήσουν τον έλεγχο, ωστόσο ως αποτέλεσμα των ταραχών, η Νομοθετική Συνέλευση του Τομπάγκο ψήφισε τη διάλυσή της και το νησί έγινε αποικία του Στέμματος το 1877.[41] Με τη βιομηχανία ζάχαρης σε κατάσταση σχεδόν κατάρρευσης και την έλλειψη κερδοφορίας από το νησί, οι Βρετανοί προσχώρησαν το Τομπάγκο στην αποικία τους στο Τρινιντάντ το 1899.[8][42][43]
Αρχές του 20ου αιώνα
Το 1903, μια διαμαρτυρία ενάντια στην εισαγωγή νέων ποσοστών νερού στο Πορτ οφ Σπέιν ξέσπασε σε ταραχές. 18 άτομα πυροβολήθηκαν και ο Ερυθρός Οίκος (η έδρα της κυβέρνησης) υπέστη ζημιές από πυρκαγιά.[42] Μια τοπική εκλεγμένη συνέλευση με ορισμένες περιορισμένες εξουσίες εισήχθη το 1913.[42] Η οικονομία του Τρινιντάντ και Τομπάγκο παρέμεινε κυρίως γεωργική. Παράλληλα με το ζαχαροκάλαμο, η καλλιέργεια κακάου συνέβαλε επίσης σημαντικά στα οικονομικά κέρδη στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.
Τον Νοέμβριο του 1919, οι λιμενεργάτες απεργούν για κακές πρακτικές διαχείρισης, χαμηλούς μισθούς σε σύγκριση με το υψηλότερο κόστος ζωής.[44] Απεργοσπάστες εισήχθησαν για να συνεχιστεί μία ελάχιστη μετακίνηση αγαθών στα λιμάνια. Την 1η Δεκεμβρίου του 1919, οι απεργοί λιμενεργάτες έσπευσαν στο λιμάνι και κυνήγησαν τους απεργοσπάστες.[44] Στη συνέχεια προχώρησαν σε πορεία στα κυβερνητικά κτίρια στο Πορτ οφ Σπέιν. Άλλα συνδικάτα και εργάτες, πολλοί με τα ίδια παράπονα, προσχώρησαν στην απεργία των λιμενεργατών καθιστώντας το Γενική Απεργία.[44] Βία ξέσπασε και σταμάτησε μόνο με τη βοήθεια των ναυτικών του βρετανικού ναυτικού πλοίου «HMS Καλκούτα». Η ενότητα που προέκυψε από την απεργία ήταν η πρώτη φορά που συνεργάστηκαν μεταξύ τους οι διάφορες εθνοτικές ομάδες της εποχής.[45] Ο ιστορικός Μπρίνσλι Σαμαρού λέει ότι οι απεργίες του 1919 «φαίνεται να δείχνουν ότι υπήρχε μια αυξανόμενη ταξική συνείδηση μετά τον πόλεμο και αυτό ξεπέρασε τα φυλετικά αισθήματα που υπήρχαν».[45]
Ωστόσο, στη δεκαετία του 1920, η κατάρρευση της βιομηχανίας ζαχαροκάλαμου, ταυτόχρονα με την αποτυχία της βιομηχανίας κακάου, οδήγησε σε εκτεταμένη ύφεση μεταξύ των αγροτών και των εργατών στο Τρινιντάντ και ενθάρρυνε την άνοδο ενός εργατικού κινήματος. Οι συνθήκες στα νησιά επιδεινώθηκαν τη δεκαετία του 1930 με την έναρξη της Μεγάλης Ύφεσης, με ένα ξέσπασμα εργατικών ταραχών το 1937 που είχε ως αποτέλεσμα αρκετούς θανάτους.[46] Το εργατικό κίνημα είχε ως στόχο να ενώσει την αστική εργατική τάξη και τη γεωργική εργατική τάξη. Οι βασικές προσωπικότητες είναι ο Άρθουρ Κιπριάνι (Arthur Cipriani), ο οποίος ηγήθηκε της Ένωσης Εργαζομένων του Τρινιντάντ (TWA), και ο Τουμπάλ Ούρια "Μπαζ" Μπάτλερ του Βρετανικού Αυτοκρατορικού Κόμματος των Πολιτών και των Εργαζομένων.[46] Καθώς το κίνημα αναπτύχθηκε, ζήτησε μεγαλύτερη αυτονομία από τη βρετανική αποικιακή κυριαρχία. Αυτή η προσπάθεια υπονομεύτηκε σοβαρά από το Βρετανικό Υπουργείο Εσωτερικών και από την ελίτ του Τρινιντάντ, που είχε λάβει βρετανική εκπαίδευση, πολλά μέλη της οποίας κατάγονταν από ιδιοκτήτες φυτειών.
Το πετρέλαιο ανακαλύφθηκε το 1857, αλλά έγινε οικονομικά σημαντικό μόνο τη δεκαετία του 1930 και στη συνέχεια ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης του ζαχαροκάλαμου και του κακάου και της αυξανόμενης βιομηχανοποίησης.[47][48][49] Μέχρι τη δεκαετία του 1950, το πετρέλαιο είχε γίνει βασικό στην εξαγωγική αγορά του Τρινιντάντ και ήταν υπεύθυνο για μια αυξανόμενη μεσαία τάξη μεταξύ όλων των τμημάτων του πληθυσμού του Τρινιντάντ. Η κατάρρευση των βασικών γεωργικών προϊόντων του Τρινιντάντ, μετά την ύφεση και η άνοδος της οικονομίας του πετρελαίου, οδήγησαν σε σημαντικές αλλαγές στην κοινωνική δομή της χώρας.
Η παρουσία αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στο Τσαγουαράμας και στο Κουμούτο στο Τρινιντάντ κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου είχε βαθιά επίδραση στην κοινωνία. Οι Αμερικανοί βελτίωσαν σε μεγάλο βαθμό την υποδομή στο Τρινιντάντ και παρείχαν σε πολλούς ντόπιους καλές αποδοχές. Ωστόσο, οι κοινωνικές επιπτώσεις της τοποθέτησης τόσων πολλών νεαρών στρατιωτών στο νησί, καθώς και η συχνά ασυνεπής φυλετική προκατάληψή τους, προκάλεσαν δυσαρέσκεια.[42] Οι Αμερικανοί έφυγαν το 1961.[50]
Στη μεταπολεμική περίοδο οι Βρετανοί ξεκίνησαν μια διαδικασία αποαποικιοποίησης σε όλη τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Το 1945 εισήχθη καθολική ψηφοφορία στο Τρινιντάντ και Τομπάγκο.[8][42] Πολιτικά κόμματα εμφανίστηκαν στο νησί, ωστόσο αυτά ήταν σε μεγάλο βαθμό χωρισμένα σε φυλετικές γραμμές. Οι Αφρικανικής καταγωγής κάτοικοι του Τρινιντάντ και του Τομπάγκο υποστήριξαν κυρίως το Λαϊκό Εθνικό Κίνημα (PNM), που ιδρύθηκε το 1956 από τον Έρικ Ουίλιαμς, ενώ οι Ινδικής καταγωγής κάτοικοι του Τρινιντάντ και του Τομπάγκο υποστήριξαν κυρίως το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα (PDP), που ιδρύθηκε το 1953 από τον Μπαντάσε Σαγκάν Μαράτζ,[51] το οποίο αργότερα συγχωνεύτηκε στο Δημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (DLP) το 1957.[52] Το 1958, οι αποικίες της Βρετανίας στην Καραϊβική σχημάτισαν την Ομοσπονδία Δυτικών Ινδιών ως όχημα για την ανεξαρτησία, ωστόσο η Ομοσπονδία διαλύθηκε μετά την αποχώρηση της Τζαμάικας μετά από δημοψήφισμα ένταξης το 1961. Η κυβέρνηση του Τρινιντάντ και Τομπάγκο επέλεξε στη συνέχεια να επιδιώξει ανεξαρτησία από το Ηνωμένο Βασίλειο μόνη της.[53]
Σύγχρονη εποχή
Το Τρινιντάντ και Τομπάγκο απέκτησε την ανεξαρτησία του από το Ηνωμένο Βασίλειο στις 31 Αυγούστου του 1962.[8][49] Η Ελισάβετ Β΄ παρέμεινε αρχηγός κράτους ως βασίλισσα του Τρινιντάντ και Τομπάγκο, που εκπροσωπείται τοπικά από τον Γενικό ΚυβερνήτηΣόλομον Οκόι. Ο Έρικ Ουίλιαμς του PNM, ένας σημαντικός ιστορικός και διανοούμενος που θεωρείται ευρέως ως ο Πατέρας του Έθνους, έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός, υπηρετώντας υπό αυτήν την ιδιότητα χωρίς διακοπή μέχρι το 1981.[8] Η κυρίαρχη φιγούρα στην αντιπολίτευση στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας ήταν ο Ρουντρανάθ Καπιλντέο του DLP. Η δεκαετία του 1960 είδε την άνοδο ενός κινήματος της Μαύρης Δύναμης, εμπνευσμένο εν μέρει από το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι διαμαρτυρίες και οι απεργίες έγιναν κοινές, με τα γεγονότα να έρχονται στο προσκήνιο τον Απρίλιο του 1970, όταν η αστυνομία σκότωσε έναν διαδηλωτή με το όνομα Μπέιζιλ Ντέιβις.[52] Φοβούμενος την κατάρρευση του νόμου και της τάξης, ο πρωθυπουργός Ουίλιαμς κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και συνέλαβε πολλούς από τους ηγέτες της Μαύρης Δύναμης. Μερικοί ηγέτες του στρατού που ήταν φιλικά προσκείμενοι στο κίνημα της Μαύρης Δύναμης, ιδίως οι Ραφίκ Σαχ και Ρεξ Λασάλ, προσπάθησαν να στασιάσουν. Ωστόσο, αυτό συντρίφτηκε από την Ακτοφυλακή του Τρινιντάντ και Τομπάγκο.[52] Ο Ουίλιαμς και το PNM διατήρησαν την εξουσία, κυρίως λόγω των διχασμών στην αντιπολίτευση.[52]
Το 1963 το Τομπάγκο χτυπήθηκε από τον τυφώνα Φλώρα, ο οποίος σκότωσε 30 άτομα και είχε ως αποτέλεσμα τεράστια καταστροφή σε ολόκληρο το νησί.[54] Εν μέρει ως αποτέλεσμα αυτού, ο τουρισμός ήρθε να αντικαταστήσει τη γεωργία ως το βασικό εισόδημα του νησιού τις επόμενες δεκαετίες.[54]
Μεταξύ των ετών 1972 και 1983, η χώρα επωφελήθηκε σημαντικά από την άνοδο της τιμής του πετρελαίου και την ανακάλυψη τεράστιων νέων αποθεμάτων πετρελαίου στα χωρικά της ύδατα, με αποτέλεσμα μια οικονομική άνθηση που αύξησε πολύ το βιοτικό επίπεδο.[8][52] Το 1976 η χώρα έγινε δημοκρατία εντός της Κοινοπολιτείας, αν και διατήρησε τη δικαστική επιτροπή του Ιδιαιτέρου Συμβουλίου του Στέμματος ως το τελικό δευτεροβάθμιο δικαστήριο.[8] Η θέση του γενικού κυβερνήτη αντικαταστάθηκε από τη θέση του Προέδρου. Ο Έλις Κλαρκ ήταν ο πρώτος που είχε αυτόν τον, σε μεγάλο βαθμό τελετουργικό, ρόλο.[55] Το Τομπάγκο έλαβε περιορισμένη αυτοδιοίκηση με τη δημιουργία της Βουλής του Τομπάγκο το 1980.[41]
Ο Ουίλιαμς πέθανε το 1981, αντικαταστάθηκε από τον Τζορτζ Τσέιμπερς που ηγήθηκε της χώρας μέχρι το 1986. Μέχρι τότε η πτώση της τιμής του πετρελαίου είχε ως αποτέλεσμα την ύφεση, προκαλώντας αύξηση του πληθωρισμού και της ανεργίας.[56] Τα κόμματα της κύριας αντιπολίτευσης ενώθηκαν κάτω από το έμβλημα της Εθνικής Συμμαχίας για την Ανασυγκρότηση (NAR) και κέρδισαν τις γενικές εκλογές του Τρινιντάντ και Τομπάγκο του 1986, με τον αρχηγό του NAR, τον Α. Ν. Ρ. Ρόμπινσον, να γίνει ο νέος πρωθυπουργός.[57][52] Ο Ρόμπινσον δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον εύθραυστο συνασπισμό NAR και η κοινωνική αναταραχή προκλήθηκε από τις οικονομικές του μεταρρυθμίσεις, όπως η υποτίμηση του νομίσματος και η εφαρμογή ενός προγράμματος διαρθρωτικής προσαρμογής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.[8] Το 1990 114 μέλη του Τζαμά αλ-Μουσλιμίν (Jama al-Muslimeen), με επικεφαλής τον Γιασίν Αμπού Μπακρ (παλαιότερα γνωστό ως Λένοξ Φίλιπ) εισέβαλαν στον Ερυθρό Οίκο (έδρα του Κοινοβουλίου) και στην Κρατική τηλεόραση του Τρινιντάντ και Τομπάγκο, το μόνο τηλεοπτικό σταθμό της χώρας εκείνη την εποχή, και κράτησαν όμηρο τον Ρόμπινσον και την κυβέρνηση της χώρας για έξι ημέρες πριν από την παράδοση τους.[58] Στους ηγέτες του πραξικοπήματος υποσχέθηκαν αμνηστία, αλλά μετά την παράδοσή τους συνελήφθησαν, αλλά αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι μετά από παρατεταμένη νομική αντιπαράθεση.[33]
Το PNM υπό τον Πάτρικ Μάνινγκ επέστρεψε στην εξουσία μετά τις γενικές εκλογές του Τρινιντάντ και Τομπάγκο το 1991.[8] Ελπίζοντας να επωφεληθεί από τη βελτίωση της οικονομίας, ο Μάνινγκ κάλεσε πρόωρες εκλογές το 1995, ωστόσο, αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα «μετέωρο κοινοβούλιο». Δύο εκπρόσωποι της NAR υποστήριξαν το αντιπολιτευόμενο Ενωμένο Εθνικό Κογκρέσο (ΕΕΚ), το οποίο είχε αποχωρήσει από το NAR το 1989, και έτσι ανέλαβαν την εξουσία υπό τον Μπάσντεο Παντάι, ο οποίος έγινε ο πρώτος Ινδικής καταγωγής πρωθυπουργός της χώρας.[8][56][59] Μετά από μια περίοδο πολιτικής σύγχυσης που προκλήθηκε από μια σειρά από ασαφή αποτελέσματα εκλογών, ο Πάτρικ Μάνινγκ επέστρεψε στην εξουσία το 2001, διατηρώντας αυτήν τη θέση μέχρι το 2010.[8]
Από το 2003 η χώρα εισήλθε σε μια δεύτερη οικονομική άνθηση, καθώς το πετρέλαιο, τα πετροχημικά και το φυσικό αέριο εξακολουθούν να αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας. Ο τουρισμός και η δημόσια υπηρεσία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της οικονομίας του Τομπάγκο, αν και οι αρχές προσπάθησαν να διαφοροποιήσουν την οικονομία του νησιού.[60] Ένα σκάνδαλο διαφθοράς είχε ως αποτέλεσμα την ήττα του Μάνινγκ από τον νεοσύστατο συνασπισμό της Συντροφιάς του Λαού (PP) το 2010, με την Κάμλα Περσάντ-Μπισεσάρ να γίνει η πρώτη γυναίκα Πρωθυπουργός της χώρας.[61][62][63] Ωστόσο, οι ισχυρισμοί για διαφθορά έπληξαν τη νέα κυβέρνηση και το PP ηττήθηκε το 2015 από το (PNM) υπό τον Κιθ Ρόουλι.[64][65]
Γεωγραφία
Το Τρινιντάντ και Τομπάγκο βρίσκεται σε γεωγραφικό πλάτος μεταξύ 10 ° 2' και 11 ° 12' Β και γεωγραφικό μήκος μεταξύ 60 ° 30' και 61 ° 56' Δ, με την Καραϊβική Θάλασσα στα βόρεια, τον Ατλαντικό ωκεανό στα ανατολικά και νότια, και τον κόλπο της Παρίας στα δυτικά. Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Καραϊβικής, με το νησί του Τρινιντάντ να απέχει μόλις 11 χιλιόμετρα από τις ακτές της Βενεζουέλας στην ηπειρωτική Νότια Αμερική απέναντι από το κανάλι του Κολόμβου.[8] Καλύπτοντας μια έκταση 5.128 τ.χλμ.,[66] η χώρα αποτελείται από δύο κύρια νησιά, το Τρινιντάντ και το Τομπάγκο, χωρισμένα από ένα στενό 30 χλμ., Καθώς και μια σειρά από πολύ μικρότερα νησιά, συμπεριλαμβανομένων των Τσακατσακάρε, Μόνος, Ουέβος, Γκασπάρ Γκράντε (ή Γκασπαρί), Μικρό Τομπάγκο και Νήσος Σεντ Τζάιλς.[8]
Το Τρινιντάντ έχει έκταση 4.768 τ.χλμ. (περιλαμβάνει 93,0% της συνολικής έκτασης της χώρας) με μέσο μήκος 80 χιλιόμετρα και μέσο πλάτος 59 χιλιόμετρα. Το Τομπάγκο έχει έκταση περίπου 300 τ.χλμ., ή 5,8% της συνολικής έκτασης της χώρας, έχει μήκος 41 χλμ. και μεγαλύτερο πλάτος 12 χλμ. Το Τρινιντάντ και το Τομπάγκο βρίσκονται στην υφαλοκρηπίδα της Νότιας Αμερικής, και ως εκ τούτου, γεωλογικά, θεωρούνται ότι βρίσκονται εξ ολοκλήρου στη Νότια Αμερική.[8]
Το έδαφος των νησιών είναι ένα μείγμα βουνών και πεδιάδων.[67] Στο Τρινιντάντ, η Βόρεια Οροσειρά εκτείνεται παράλληλα με τη βόρεια ακτή και σε αυτήν βρίσκεται η ψηλότερη κορυφή της χώρας (Ελ Σέρρο δελ Αρίπο), η οποία έχει υψόμετρο 940 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας[67] και η δεύτερη υψηλότερη (Ελ Τουκούτσε, 936 μέτρα).[8] Το υπόλοιπο του νησιού είναι γενικά πιο επίπεδο, εξαιρουμένων της Κεντρικής Οροσειράς και των λόφων του Μοντσερράτ στο κέντρο του νησιού και της Νότιας Οροσειράς και των Λόφων της Τριάδας στα νότια. Η ανατολική ακτή είναι γνωστή για τις παραλίες της, κυρίως την παραλία Μανζανίλια. Το νησί περιέχει αρκετές μεγάλες περιοχές βάλτων, όπως τον βάλτο Καρόνι και τον βάλτο Ναρίβα.[8] Σημαντικά υδάτινα σώματα στο Τρινιντάντ περιλαμβάνουν τη δεξαμενή Χόλις, τη δεξαμενή Νέιβετ και τη δεξαμενή Καρόνι. Το Τρινιντάντ αποτελείται από μια ποικιλία τύπων εδάφους, με την πλειοψηφία να είναι λεπτή άμμος και βαριά άργιλος. Οι αλλουβιακές κοιλάδες της Βόρειας Περιοχής και τα εδάφη του Ανατολικού-Δυτικού διαδρόμου είναι οι πιο εύφορες περιοχές του.[68][εκκρεμεί παραπομπή] Το Τρινιντάντ είναι επίσης γνωστό για τη λίμνη Πιτς, τη μεγαλύτερη φυσική δεξαμενή ασφάλτου στον κόσμο.[67][8] Το Τομπάγκο περιέχει μια επίπεδη πεδιάδα στα νοτιοδυτικά του, με το ανατολικό μισό του νησιού να είναι πιο ορεινό, με αποκορύφωμα το Πίτζεον Πικ, το υψηλότερο σημείο του νησιού στα 550 μέτρα.[69] Το Τομπάγκο περιέχει επίσης αρκετούς κοραλλιογενείς υφάλους στα ανοικτά του.[8]
Η πλειονότητα του πληθυσμού κατοικεί στο νησί του Τρινιντάντ, και εκεί βρίσκονται οι μεγαλύτερες πόλεις. Υπάρχουν τέσσερις μεγάλοι δήμοι στο Τρινιντάντ, η πρωτεύουσα Πορτ οφ Σπέιν, το Σαν Φερνάντο, η Αρίμα και η Τσαγκουάνας. Η κύρια πόλη του Τομπάγκο είναι το Σκάρμπορο.
Κλίμα
Το Τρινιντάντ και Τομπάγκο έχει θαλάσσιο τροπικό κλίμα.[67][8] Υπάρχουν δύο εποχές ετησίως, η περίοδος ξηρασίας τους πρώτους πέντε μήνες του έτους και η περίοδος των βροχών τους υπόλοιπους επτά μήνες του έτους. Οι άνεμοι κυριαρχούν κυρίως από τα βορειοανατολικά και είναι κυρίως βορειοανατολικοί αληγείς άνεμοι. Σε αντίθεση με πολλά νησιά της Καραϊβικής, το Τρινιντάντ και Τομπάγκο βρίσκεται έξω από την περιοχή των τυφώνων. Παρ 'όλα αυτά, το νησί Τομπάγκο χτυπήθηκε από τον τυφώνα Φλώρα στις 30 Σεπτεμβρίου του 1963. Στη Βόρεια Οροσειρά του Τρινιντάντ, το κλίμα είναι συχνά πιο δροσερό από εκείνο της υψηλής ζέστης των πεδιάδων παρακάτω, λόγω της συνεχούς κάλυψης από σύννεφα και ομίχλη, και βαριές βροχές στα βουνά.
Οι θερμοκρασίες ρεκόρ για το Τρινιντάντ και Τομπάγκο είναι 39 °C[70] η μέγιστη στο Πορτ οφ Σπέιν και 12 °C η ελάχιστη.[71]
Διακυβέρνηση
Η θητεία του Προέδρου είναι πενταετής. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από το Κοινοβούλιο, το οποίο αποτελείται από δύο σώματα: τη Βουλή των Αντιπροσώπων με 41 μέλη που εκλέγονται με πενταετή θητεία σε μονοεδρικές περιφέρειες και τη Γερουσία, με 31 μέλη, όλα διορισμένα. Το κυβερνών κόμμα PNM υπό την ηγεσία του Πάτρικ Μάνινγκ κέρδισε τις 26 επί συνόλου 41 εδρών στο Κοινοβούλιο (όχι όμως και τις περισσότερες ψήφους) στις βουλευτικές εκλογές στις 5 Νοεμβρίου του 2007. Τις υπόλοιπες 15 έδρες πήρε ο συνασπισμός UNC-A υπό την αρχηγία των Μπασντέο Παντέι και Τζακ Όστιν Γουόρνερ. Έπειτα από τη διεξαγωγή των εκλογών του 2010, ανέλαβε πρωθυπουργός η πρώτη γυναίκα στην ιστορία της χώρας.
Η εθνοτική σύνθεση του Τρινιντάντ και Τομπάγκο αντανακλά μια ιστορία κατάκτησης και μετανάστευσης.[73] Ενώ οι πρώτοι κάτοικοι ήταν αμερικάνικης καταγωγής, οι δύο κυρίαρχες ομάδες στη χώρα είναι τώρα εκείνες της Νότιας Ασίας και της αφρικανικής καταγωγής. Οι Ινδικής καταγωγής κάτοικοι του Τρινιντάντ και του Τομπάγκο αποτελούν τη μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα της χώρας (περίπου 35,4%)[67] και είναι κυρίως απόγονοι εργαζομένων από τη Νότια Ασία (κυρίως από την Ινδία), με σκοπό να αντικαταστήσουν τους απελευθερωμένους Αφρικανούς σκλάβους που αρνήθηκαν να συνεχίσουν να εργάζονται στις φυτείες ζάχαρης. Μέσω της πολιτιστικής διατήρησης, πολλοί κάτοικοι Ινδικής καταγωγής συνεχίζουν να διατηρούν παραδόσεις από την προγονική τους πατρίδα. Οι Ινδικής καταγωγής κάτοικοι του Τρινιντάντ κατοικούν κυρίως στο Τρινιντάντ. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, μόνο το 2,5% του πληθυσμού του Τομπάγκο ήταν ινδικής καταγωγής.[74]
Οι Αφρικανικής καταγωγής κάτοικοι του Τρινιντάντ και του Τομπάγκο αποτελούν τη δεύτερη μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα της χώρας, με περίπου 34,2% του πληθυσμού να αναγνωρίζεται ως αφρικανικής καταγωγής.[67] Η πλειοψηφία των ανθρώπων με αφρικανική καταγωγή είναι απόγονοι σκλάβων που μεταφέρθηκαν βίαια στα νησιά από τον 16ο αιώνα. Αυτή η ομάδα αποτελεί την πλειοψηφία στο Τομπάγκο με ποσοστό 85,2%.[74]
Το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου πληθυσμού είναι εκείνοι που αναγνωρίζονται ως μικτής καταγωγής.[67] Υπάρχουν επίσης μικρές αλλά σημαντικές μειονότητες ανθρώπων αμερικανικής, ευρωπαϊκής, κινεζικής και αραβικής καταγωγής. Η Αρίμα στο Τρινιντάντ είναι ένα αξιοσημείωτο κέντρο αμερικανικής κληρονομιάς.[8]
↑Cazorla, Frank, Baena, Rose, Polo, David, Reder Gadow, Marion (2019). The Governor Louis de Unzaga (1717-1793) Pioneer in the birth of the United States and liberalism, Foundation, Malaga, pages: 21, 154-155, 163-165, 172, 188-191, 199.
↑Besson, Gerard A. (20 Δεκεμβρίου 2007). «The Royal Cedula of 1783». The Caribbean History Archives. Paria Publishing Co. Ltd. Ανακτήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2010.
↑Deen, Shamshu (1994). Solving East Indian Roots in Trinidad. Freeport Junction. H.E.M. Enterprise. (ISBN976-8136-25-1)
↑Northrup, David, 1941- (1995). Indentured labor in the age of imperialism, 1834-1922. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN0521480477. OCLC31290367.CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
↑Brereton, Bridget (1996). An introduction to the history of Trinidad and Tobago. Oxford: Heinemann Educational Publishers. σελίδες 103–105. ISBN978-0-435-98474-8.
↑«Business Branches Out». Discover Trinidad & Tobago. 22 Δεκεμβρίου 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2014.
↑«Archived copy». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Σεπτεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 25 Μαΐου 2010. PNM lose to Peoples Partnership in Trinidad elections 2010. Ttgapers.com 24 May 2010.
↑Skard, Torild (2014) "Kamla Persad-Bissessar" in Women of power – half a century of female presidents and prime ministers worldwide, Bristol: Policy Press (ISBN978-1-44731-578-0), pp. 271–3