Η Τζόαν Ντε Μπουβουάρ Ντε Χάβιλαντ γεννήθηκε στο Τόκιο από Βρετανούς γονείς, τον δικηγόρο Ουόλτερ Ντε Χάβιλαντ και την ηθοποιό Λίλιαν Ογκάστα Ρουζ. Οι γονείς της χώρισαν όταν αυτή ήταν δύο χρονών και μεταφέρθηκε με τη μητέρα της και την αδελφή της Ολίβια στη Σαρατόγκα της Καλιφόρνιας. Η αντιπαλότητα με την αδελφή της υπήρχε απ' όταν ήταν μικρές και η έχθρα μεταξύ τους μεγάλωσε απ' τη στιγμή που διάλεξαν να γίνουν και οι δύο ηθοποιοί, τόσο ώστε να έχουν αποξενωθεί από το 1975. Η Τζόαν για να μην επισκιάσει την καριέρα της μεγάλης της αδελφής, όταν πήγε στο Χόλυγουντ πήρε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της μητέρας της και από τότε έγινε γνωστή ως Τζόαν Φοντέιν.
Οι πρώτες της ταινίες ήταν αδιάφορες ή σε δεύτερους ρόλους, είχε την τύχη όμως να την επιλέξει ο Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ το 1940 για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη μεταφορά του μυθιστορήματος της Δάφνης Ντι ΜοριέΡεβέκκα με σκηνοθέτη τον Άλφρεντ Χίτσκοκ και συμπρωταγωνιστή τον Λόρενς Ολίβιε. Προτάθηκε για Όσκαρ εκείνη τη χρονιά, αλλά το έχασε απ' τη Τζίντζερ Ρότζερς. Η επόμενη χρονιά τη βρήκε ξανά υποψήφια για Όσκαρ, αυτή τη φορά είχε όμως αντίπαλο την αδελφή της, που ήταν επίσης υποψήφια με την ταινία Αύριο δεν θα ξημερώσει (Hold back the dawn, 1941). Κέρδισε το Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου για την ταινία Υποψίες του 1941, υπερισχύοντας της Ντε Χάβιλαντ. Είχε άλλη μια υποψηφιότητα το 1943 για την ταινία Πεθαίνω από αγάπη και την τύχη να δουλέψει με άλλους μεγάλους σκηνοθέτες όπως τον Μπίλι Γουάιλντερ, τον Μαξ Οφίλς, τον Φριτς Λανγκ και τον Ρόμπερτ Ρόσεν. Αποσύρθηκε το 1966, κάνοντας σποραδικές εμφανίσεις στην τηλεόραση τα χρόνια που ακολούθησαν. Απεβίωσε το Δεκέμβριο του 2013 από φυσικά αίτια.