Ο Ντωμπινί γεννήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1817 στο Παρίσι, σε οικογένεια ζωγράφων και διδάχθηκε την τέχνη από τον πατέρα του Εντμόν Φρανσουά Ντωμπινί και τον θείο του, μινιατουρίστα Πιέρ Ντωμπινί.
Αρχικά ζωγράφιζε σε παραδοσιακή τεχνοτροπία, αλλά αυτό άλλαξε μετά το 1843 όταν εγκαταστάθηκε στη Μπαρμπιζόν για να εργαστεί έξω στη φύση. Ακόμη πιο σημαντική ήταν η συνάντησή του με τον Καμίλ Κορό το 1852 στο Οπτεβό, ένα χωριό στο νομό Ιζέρ. Στο διάσημο σκάφος του Botin, το οποίο είχε μετατρέψει σε εργαστήριο, ζωγράφιζε κατά μήκος του Σηκουάνα και του Ουάζ, συχνά στην περιοχή γύρω από την Ωβέρ-συρ-Ουάζ, βόρεια του Παρισιού. Από το 1852 στράφηκε προς τον ρεαλισμό κάτω από την επιρροή του Γκυστάβ Κουρμπέ.[13]
Το 1866 ο Ντωμπινί επισκέφτηκε την Αγγλία, όπου πήγε για δεύτερη φορά κατά τη διάρκεια του γαλλο-πρωσικού πολέμου του 1870. Στο Λονδίνο γνώρισε τον Κλωντ Μονέ και μαζί ταξίδεψαν στην Ολλανδία. Επιστρέφοντας στην Ωβέρ, γνώρισε τον Πωλ Σεζάν. Θεωρείται ότι αυτοί οι νεότεροι ζωγράφοι επηρεάστηκαν από τον Ντωμπινί.
Το 1872, ο Ντωμπινί πρόσφερε τον πίνακα Βάρκες στην παραλία της Ετάπλ σε δημοπρασία που πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη για να συγκεντρωθούν χρήματα για τα θύματα της Μεγάλης Πυρκαγιάς του Σικάγο.[14]
Ο Σαρλ-Φρανσουά Ντωμπινί πέθανε στις 19 Φεβρουαρίου 1878 στο Παρίσι και ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο Περ-Λασαίζ. Μεταξύ των μαθητών του ήταν ο γιος του Καρλ Ντωμπινί, ο οποίος ζωγράφιζε τόσο καλά που τα έργα του μερικές φορές δεν διακρίνονται από εκείνα του πατέρα του, και οι Ασίλ Ουντινό, Ιπολίτ Καμίλ Ντελπί, Αλμπέρ Σαρπέν και Εμανυέλ Ναμουά.
Έργο
Οι πιο εντυπωσιακοί πίνακες του Ντωμπινί είναι αυτοί που δημιουργήθηκαν μεταξύ 1864 και 1874, οι οποίοι απεικονίζουν, ως επί το πλείστον, δασώδη τοπία, ποτάμια και λίμνες. [15]Στην αρχή της καριέρας του είχε την απογοήτευση να βλέπει τους πίνακές του να αποτυγχάνουν να προσελκύσουν την αποδοχή των συγχρόνων του, ωστόσο αργότερα αναγνωρίσθηκε ως ένας σημαντικός καλλιτέχνης και τα έργα του ήταν περιζήτητα. Τα θέματα των καμβάδων του μερικές φορές επαναλαμβάνονταν και συχνά έπαιζαν με τον φωτισμό του τοπίου.[16]
Ο Ντωμπινί, όπως και ο Κουρμπέ και όλοι οι ζωγράφοι της σχολής της Μπαρμπιζόν, συγκαταλέγεται στις επιρροές μιας νέας γενιάς καλλιτεχνών που συγκεντρώθηκαν σε ένα νέο ρεύμα, τον ιμπρεσιονισμό. Το 1861, ως κριτικός του Σαλόν, ο Τεοφίλ Γκωτιέ έγραψε: «είναι πραγματικά κρίμα που ο κ. Ντωμπινί, αυτός ο τοπιογράφος με το τόσο αληθινό, ορθό και φυσικό συναίσθημα, είναι ικανοποιημένος από την πρώτη εντύπωση και παραμελεί να επισημάνει τις λεπτομέρειες. Οι πίνακές του δεν είναι παρά σκίτσα, και μάλιστα ελάχιστα δουλεμένα. [...] Πρέπει λοιπόν να αποδώσουμε σε ένα σύστημα αυτή τη χαλαρή τεχνοτροπία, την οποία θεωρούμε επικίνδυνη για το μέλλον του ζωγράφου, αν δεν την εγκαταλείψει το συντομότερο δυνατό.». Ο Ντωμπινί όχι μόνο δεν την εγκατέλειψε, αλλά ήρθε πιο κοντά με τον Κλωντ Μονέ και τον Ωγκύστ Ρενουάρ, οι οποίοι του απέτισαν φόρο τιμής στο τέλος της ζωής του.[17]