Εμφανιζόμενη ως ενός είδους συνοριακή γραμμή μεταξύ των καπετιανών και πλανταγενετιανών κτήσεων στη διάρκεια του πρότερου Μεσαίωνα, γνώρισε ασταμάτητες πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ 1152 και 1451, με τους άρχοντές της να διστάζουν, συχνά, μεταξύ των δεσμών μεταξύ Αγγλίας-Ακουιτανίας και τους δεσμούς με το Παρίσι. Όλα δείχνουν ότι τα φιλοαγγλικά αισθήματα ήταν κυρίαρχα μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα. Ωστόσο, οι λανθασμένες αποφάσεις του Χένρι του Γκρόσμοντ, κόμη του Ντέρμπι και στη συνέχεια του Μαύρου Πρίγκιπα βοήθησαν, σταδιακά, στο να ελαττώσουν τα αγγλικά ερείσματα στην περιοχή, και η επαρχία πέρασε οριστικά στη σφαίρα επιρροής του βασιλιά της Γαλλίας το 1451 (κατάληψη του Μονγκιόν)[1].
Τα σύνορα με το Ανγκουμουά, το Πουατού ή την Γκιγιένη διέφεραν, ωστόσο, με το πέρας του χρόνου[5]. Έτσι, αρκετοί παλαιοί χάρτες έφεραν το Κονιάκ να βρίσκεται στο Ανγκουμουά. Παρομοίως, κατά τον 17ο αιώνα, οι ενορίες του Μπρω και του Ετωλιέ (Χώρα του Γκαμπαί) ήταν τοποθετημένες στη Σαιντόνγκ από τον Νικολά Σανσόν (Γενικός Κυβερνήτης της Γκιγιένης και της Γασκώνης, 1650) και τον Γιοχάνες Μπλάου (Χάρτης της Κυβερνήσεως της Γκιγιένης και της Γασκώνης, 1662)[6], κάτι που δεν ίσχυε όμως τον επόμενο αιώνα, με τα σύνορα μεταξύ των δύο αυτών επαρχιών να μετατοπίζονται στα βόρεια του Σαιν-Σιέ Λα Λαντ (Η Γενική Κυβέρνηση της Γκιγιένης και της Γασκώνης, του Μπερνάρ Αντουάν Ζαγιό, 1733) ή του Μπρω (Χάρτης των ακτών της Γαλλίας, του Ρομπέρ ντε Βωγκοντί, 1778).
Γεωγραφία
Η Σαιντόνγκ ανήκει από γεωγραφικής άποψης στη νοτιοδυτική Γαλλία, στην εδαφική οντότητα η οποία είναι γνωστή με τη γενική ονομασία Charentes, στην οποία υπάγονται, επίσης, το Ανγκουμουά και το Ωνί και που αποτελείται από τους νομούς της Σαράντ και της Σαράντ-Μαριτίμ.
Από τα χρόνια ιστορίας της, η παλαιά επαρχία της Σαιντόνγκ είχε ως ιστορική πρωτεύουσα τη Σαιντ, με την τελευταία να παραμένει έκτοτε η κυριότερη πόλη μιας φυσικής περιοχής με πολλούς γεωγραφικούς και οικονομικούς παράγοντες.
Γενικά
Τα 4/5 των εδαφών της Σαράντ-Μαριτίμ εκπροσωπούνται από τη Σαιντόνγκ, της οποίας ένα τμήμα αποσπάστηκε για τη δημιουργία της Σαράντ, κατά τη διάρκεια της ίδρυσης των νομών το 1790.
Η παλαιά αυτή επαρχία που είχε ως γεωγραφικό κέντρο τη Σαιντ - απ'όπου προήλθε και η ονομασία της - χαρακτηριζόταν από τη διαφορετικότητα των κατά τόπους περιοχών που αποτελούσαν, ταυτόχρονα, αυτόνομες περιοχές με τη δική τους, ιδιαίτερη, προσωπικότητα και περιοχές με την καθεμία να διαθέτει δικό της αστικό κέντρο.
Επρόκειτο ταυτόχρονα για μια παράκτια περιοχή, που περιελάμβανε το μεγαλύτερο από τα νησιά της Σαράντ, τη νήσο του Ολερόν, και που περιοριζόταν από τις μεγαλύτερες σε μέγεθος εκβολές ποταμού στην Ευρώπη, αυτές της Ζιρόντ, και μια ηπειρωτική περιοχή, η οποία χαρακτηριζόταν από οροπέδια με διαφορετικό μεταξύ τους ανάγλυφο και μεσαίο υψόμετρο, απ'όπου περνούσαν ποτάμια και ρέματα κατά μήκος βαθιών κοιλάδων και τις περισσότερες φορές ασύμμετρων μεταξύ τους.
Έτσι, διαφορετικές μεταξύ τους κατά τόπους περιοχές αποτελούσαν τη Σαιντόνγκ, στις οποίες η κοιλάδα της Σαράντ χρησίμευε ως σημείο ένωσης.
Οι διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές της Σαιντόνγκ
Η Βόρεια Σαιντόνγκ
Ευρισκόμενο στα ανατολικά και τα βορειοανατολικά της Σαράντ-Μαριτίμ, το τμήμα αυτό της Σαιντόνγκ αντιστοιχεί εν μέρει στην παλαιά ιστορική ονομασία της Κάτω Σαιντόνγκ, στο οποίο ήρθε να προστεθεί ένα τμήμα του Πουατού, αν και αναφέρεται κυρίως στο σημερινό διαμέρισμα του Σαιν-Ζαν-ντ'Ανζελί που καλύπτει σχεδόν όλη τη Χώρα των Κοιλάδων της Σαιντόνγκ.
Η Βόρεια Σαιντόνγκ είναι αυτή που έχει τις υψηλότερες κορυφές του νομού της Σαράντ-Μαριτίμ.
Από τη μέση Παλαιολιθική περίοδο κιόλας, η Σαιντόνγκ κατοικείτο από Ανθρώπους του Νεάντερταλ, όπως το δείχνουν οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις κατά μήκος των κοιλάδων των παραποτάμων της Σαράντ, και ειδικότερα αυτήν όπου ανεβρέθηκε το απολίθωμα γνωστό και ως « Pierrette » στο Σαιν-Σεζαίρ.
Κατά τη Νεολιθική περίοδο, η Σαιντόνγκ γνώρισε μια σημαντική εγκατάσταση στην περιοχή μεγαλίθων, κυρίως ντολμέν στο Κονιάκ, το Σατωμπερνάρ, το Σαιν-Μπρις, κτλ. Ο πολιτισμός του Πε-Ρισάρ ήταν εγκατεστημένος στην περιοχή τη χρονική περίοδο μεταξύ του 3200 και του 2200 π.Χ.
Οι Λίγυες εγκαταστάθηκαν στη Σαιντόνγκ κατά το 1800 π.Χ. και ίδρυσαν στο Μεσέρ ένα σημαντικό κέντρο επεξεργασίας μπρούντζου[7].
Σύμφωνα με τον θρύλο, οι σαιντονγκαί ήταν τρωική αποικία με τους τελευταίους να έρχονται έπειτα από τη φυγή τους από το Ίλιον στις όχθες του Ξάνθη, απ'όπου προέρχεται και το σύνθημα της επαρχίας της Σαιντόνγκ : Xantones a Xantho nomina sancta tenent.
Γαλατική και γαλορωμαϊκή περίοδος
Οι Γαλάτες έφτασαν στην περιοχή κατά τον 7ο αιώνα π.Χ. προερχόμενοι από τη Γερμανία. Ένας τάφος ο οποίος χρονολογείται από εκείνη την περίοδο ανακαλύφθηκε στο Μεσέρ, ενώ περιείχε έναν σκελετό ύψους 1,80 μέτρων[8].
Ο γαλατικός λαός των Σάντονων, η οποία ήταν εγκατεστημένη στην περιοχή μεταξύ Σαράντ και Ζιρόντ, έδωσε την ονομασία του στη μελλοντική επαρχία της Σαιντόνγκ, ενώ άφησε αρκετά ίχνη πίσω του. Ίχνη από τάφρους και ταφικούς κύκλους που χρονολογούνται από εκείνη την περίοδο ανακαλύφθηκαν στο Μπρεγιέ, το Μεντί, το Σαιν-Συλπίς-ντε-Ρουγιάν και το Μπελμόν, στην κοινότητα του Ρουαγιάν[9].
Κατά την περίοδο του Πολιτισμού Λα Τεν, οι Σάντονες οργανώθηκαν πολιτικά γύρω από το oppidum του Πον το οποίο έγινε «το oppidum των Σαντόνων της ανεξαρτησίας»[10]. Το δραστήριο αυτό εμπορικό και καλλιτεχνικό κέντρο ήταν επίσης και μια στρατηγική οχυρωμένη θέση[11] την οποία οι Ρωμαίοι κατέλαβαν με την προσάρτηση της ευρύτερης περιοχής το 58 π.Χ. και κυρίως μετά το 52 π.Χ., μετά και την ήττα στη μάχη της Αλεσίας, όπου ο Γαλάτης αρχηγός Βερκιγγετόριξ ηττήθηκε.
Ο Άγιος Ευτρόπιος, καταγόμενος από τη Σαιντ, τον 3ο αιώνα, εκχριστιάνισε την περιοχή αυτή η οποία περιελάμβανε, επίσης, το Ωνί. Μαρτύρησε, με το έμβλημα της Σαιντόνγκ να αναπαριστά τη μίτρα του, αυτή του πρώτου επισκόπου της Σαιντ, με τρεις κρίνους να την περικυκλώνουν, σε μπλε φόντο.
Την 1η Αυγούστου 1242, έπειτα από τη διάσημη μάχη του Ταϊγεμπούρ, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Θ΄ επέβαλε τους σκληρούς όρους της συνθήκης του Πον στον βασιλιά της Αγγλίας.
Το 1270, με τον θάνατο του Αλφόνσου του Πουατιέ, σύμφωνα με το σύμφωνο του Παρισιού του 1259, το νότιο τμήμα της Σαιντόνγκ το οποίο οριοθετείτο από την αριστερή όχθη της Σαράντ επιστράφηκε στον δούκα της Ακουιτανίας, βασιλιά της Αγγλίας. Το 1371, ανακαταλήφθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου από τον Μπερτράν ντυ Γκεκλάν, και το 1375, επανενώθηκε επισήμως με το Βασίλειο της Γαλλίας υπό τον βασιλιά Κάρολο Ε΄. Ωστόσο, η συμβολική αυτή κίνηση δεν ήταν σε καμία περίπτωση αρκετή ώστε να βάλει μια τάξη στην αναρχία που επικρατούσε στην επαρχία (οι οποίες είχαν γεμίσει από συμμορίες ληστών, οι οποίοι ήταν γνωστοί και ως Γδάρτες) και στις συνεχείς ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ Γάλλων και Αγγλο-Ακουιτανών, οι οποίες και συνεχίζονταν στα νότια της επαρχίας (πολιορκία του Μοντάντρ το 1402, κατάληψη του Μονγκιγιόν - πρελούδιο της κατάληψης της Γκιγιένης - το 1451, υπό την ηγεσία του Ζαν ντε Ντυνουά).
Θρησκευτικοί Πόλεμοι
Από το 1542 ως το 1549, γνώρισε σημαντικό αριθμό εξεγέρσεων ενάντια στην gabelle, μέχρις ότου εκδοθεί σχετικό έδικτο από τον Ερρίκο Β΄, βασιλιά της Γαλλίας.
Μετά τη δεκαετία του 1550, οι ιδέες της Μεταρρύθμισης αναπτύχθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα και ο Προτεσταντισμός έγινε ιδιαίτερα δραστήριος στην ευρύτερη περιοχή, με τη Λα Ροσέλ, στο γειτονικό Ωνί, να γίνεται μία από τις πρωτεύουσες και σημαντικότερες οχυρές θέσεις των Προτεσταντών. Η Συνθήκη Ειρήνης του Σαιν-Ζερμάν-αν-Λαι, η οποία υπεγράφη στις 8 Αυγούστου1570, αναγνώριζε τη Λα Ροσέλ ως μία από τις τέσσερις "ζώνες ασφαλείας" που παραχωρούνταν στους Προτεστάντες.
Το χρονικό διάστημα μεταξύ των δεκαετιών του 1630 και του 1650, ο Τριακονταετής Πόλεμος είχε καταστροφικές συνέπειες, ενώ ακολουθήθηκε από εξεγέρσεις χωρικών ενάντια στους νέους φόρους, από το 1629 ως το 1643: τους Croquants. Από το 1650 ως το 1653, η Σφενδόνη των Πριγκίπων είχε αντίκτυπο και στη Σαιντόνγκ, καθώς οδήγησε σε φτώχεια την επαρχία.
Η δεκαετία του 1660, βρήκε τους διωγμούς κατά των Προτεσταντών να ξεκινούν εκ νέου, με κατάληξη, το 1685, την Ανάκληση του Εδίκτου τη Νάντης, οι οποία είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή φυγή σημαντικού αριθμού Ουγενότων προς τον Νέο Κόσμο, και την άφιξη του Φενελόν, ο οποίος είχε ως αποστολή τον προσηλυτισμό των ντόπιων Προτεσταντών.
Επαναστατική και Ναπολεόντεια Περίοδος
Μετά το 1744, μασονικές στοές αγγλικού τύπου ιδρύθηκαν στη Σαιντ, το Ροσφόρ και τη Λα Ροσέλ, ενώ το 1757 και το 1758, τα παράλια της περιοχής δέχτηκαν βρετανικές επιδρομές. Το έτος 1785 σημαδεύτηκε από τις φτωχές σοδειές και τον λοιμό που ακολούθησε, ενώ το έτος 1789 από μια σημαντική κρίση στον τομέα της γεωργίας.
Από το 1790 ως το 1794, η επαρχίες της Γαλλίας σημαδεύτηκαν από τις λαϊκές εξεγέρσεις, καθώς και την Τρομοκρατία (αντιφεουδαρχικές ταραχές, εξέγερση στη Βανδέα, βρετανικές απειλές). Το μεγαλύτερο τμήμα της επαρχίας ενσωματώθηκε στον νεοσυστηθέντα νομό της Σαράντ-Ανφεριέρ, με τη Σαιντ ως έδρα, η οποία μεταφέρθηκε στη Λα Ροσέλ το 1810. Το ανατολικό τμήμα της επαρχίας, στα περίχωρα του Κονιάκ το οποίο είχε γίνει λάβει τον τίτλο υπονομαρχίας, ενσωματώθηκε στον νομό της Σαράντ.
↑Le Royaume de France - Réédition des cartes des provinces du Royaume de Louis XIV remises à Colbert en 1664 - Édition René Malherbe - Epinay-sur-Seine - 1987
↑R. Etienne, Bordeaux antique (t. I, Histoire de Bordeaux), Bordeaux, 1962, p 54.
↑J.R. Colle, « Une découverte archéologique importante près de Royan », Bull. Off. Mun., Royan n°10, juil. 1968.
↑J. Dassié, Manuel d'archéologie aérienne, Technip, Paris, 1973, p 243-250.
↑Ouvrage collectif (sous la direction de Christine Bonneton), Encyclopédies Bonneton - La Charente-Maritime, Christine Bonneton éditeur, 2001, p.11
Derœux, D. & Dufournier, D. 1991. Réflexions sur la diffusion de la céramique très decorée d’origine française en Europe du nord-ouest XIII-XIVe siècles, Archéologie médiévale 21, p. 163-77.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Saintonge στο Wikimedia Commons