Αυτό το λήμμα αφορά την πρωτεΐνη ως τρόφιμο ή θρεπτική ουσία. Για την πρωτεΐνη ως χημική ουσία, δείτε: Πρωτεΐνη.
Οι πρωτεΐνες είναι απαραίτητα θρεπτικά συστατικά για το ανθρώπινο σώμα. Είναι δομικά στοιχεία των ιστών του σώματος, και ως πηγές ενέργειας αποδίδουν όσο και οι υδατάνθρακες: 4 kcal (17 kJ) ανά γραμμάριο, ενώ τα λιπαρά παρέχουν 9 kcal (37 kJ) ανά γραμμάριο. Κάθε πρωτεΐνη έχει καθοριστική και χαρακτηριστική σύσταση αμινοξέων.
Διατροφικές πηγές πρωτεϊνών είναι ζώα και φυτά: κρέατα, γαλακτοκομικά προϊόντα, ψάρια και αυγά, δημητριακά, όσπρια και ξηροί καρποί. Οι χορτοφάγοι λαμβάνουν αρκετά απαραίτητα αμινοξέα με κατανάλωση φυτικών πρωτεϊνών.[5]
Οι λειτουργίες των πρωτεϊνών στο ανθρώπινο σώμα
Οι πρωτεΐνες είναι θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται το ανθρώπινο σώμα για ανάπτυξη και συντήρηση. Μαζί με το νερό βρίσκονται παντού στο σώμα, σε όλα τα κύτταρα, τους μύες, τα όργανα, τα μαλλιά και το δέρμα. Στις μεμβράνες βρίσκονται ως γλυκοπρωτεΐνες. Κατόπιν αποικοδόμησης σε αμινοξέα, είναι πρόδρομες ουσίες για σύνθεση νουκλεϊκών οξέων, συνενζύμων, ορμονών, για ανοσολογική απάντηση, κυτταρική επισκευή, και σύνθεση μορίων απαραίτητων για τη ζωή, όπως τα κύτταρα του αίματος.[6]
Πηγές
Ζωϊκές πηγές πρωτεΐνης
Οι πρωτεΐνες βρίσκονται σε ευρύ φάσμα τροφίμων. Ένας καλός συνδυασμός πηγών πρωτεΐνης εξαρτάται από την γεωγραφική περιοχή, την πρόσβαση, το κόστος, τα είδη αμινοξέων και τη διατροφική ισορροπία, και φυσικά τη γεύση. Ορισμένα τρόφιμα έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε συγκεκριμένα αμινοξέα αλλά είναι ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση επειδή δεν είναι εύπεπτα ή περιέχουν αντιθρεπτικά συστατικά. Συνεπώς, μία τροφή πρέπει να εξετάζεται ως προς χώνευση και σύσταση σε διατροφικά στοιχεία όπως θερμίδες, χοληστερόλη, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία.[7]
Τα σιτηρά ολικής αλέσεως και τα δημητριακά είναι άλλη μια πηγή πρωτεϊνών, που, ωστόσο, περιορίζονται στα αμινοξέα λυσίνη ή θρεονίνη, τα οποία προσφέρονται και από άλλες φυτικές πηγές και τα κρέατα. Κατάλληλα για βασικές τροφές και πηγές πρωτεΐνης δημητριακών, με περιεκτικότητα μεγαλύτερη από 7,0% είναι: το φαγόπυρο , η βρώμη, η σίκαλη, το κεχρί, το καλαμπόκι, το ρύζι, το σιτάρι, το σόργο, ο αμάρανθος, και το κινόα.
Χορτοφαγικές πηγές πρωτεϊνών είναι τα όσπρια, οι ξηροί καρποί, οι σπόροι και τα φρούτα. Τα όσπρια έχουν περισσότερα αμινοξέα και είναι πιο πλήρεις πηγές πρωτεϊνών από τα σιτηρά ολικής αλέσεως και τα δημητριακά. Παραδείγματα χορτοφαγικών τροφίμων με περιεκτικότητες σε πρωτεΐνες μεγαλύτερες από 7% είναι: η σόγια, οι φακές, τα κοινά φασόλια, τα άσπρα φασόλια, τα ρεβίθια, τα μαυρομάτικα φασόλια, τα φασόλια γίγαντες, τα μπιζέλια περιστεριού, τα λούπινα, τα φτερωτά φασόλια, τα αμύγδαλα, τα καρύδια Βραζιλίας, τα κάσιους, τα πεκάν, τα καρύδια, οι βαμβακόσποροι, οι κολοκυθόσποροι, το κανναβούρι, το σουσάμι και οι ηλιόσποροι.
Φυτικές πηγές πρωτεΐνης
Στα κοινά τρόφιμα που θεωρούνται ανεπαρκή ως πηγές πρωτεϊνών περιλαμβάνονται ρίζες και κόνδυλοι, όπως τα γιαμ, η κασάβα και η γλυκοπατάτα. Και οι μπανάνες Αντιλλών υστερούν σε απαραίτητα αμινοξέα. Τα φρούτα περιέχουν πολλά απαραίτητα θρεπτικά συστατικά αλλά δεν είναι καλή πηγή αμινοξέων. Η περιεκτικότητα ριζών, κονδύλων και φρούτων σε πρωτεΐνες είναι 0 - 2%. Όλα αυτά τα τρόφιμα πρέπει να συμπληρώνονται με πλήρεις ποιοτικές τροφές για μια υγιή ζωή, ιδιαίτερα στα παιδιά για τη σωστή ανάπτυξη.
Για επάρκεια στην πρόσληψη πρωτεΐνης συχνά απαιτείται συνδυασμός διαφόρων τροφίμων που περιέχουν διαφορετικά αμινοξέα. Ένας καλός συνδυασμός πληρεί δύο προϋποθέσεις:
Περιέχει τα απαραίτητα αμινοξέα (ιστιδίνη, ισολευκίνη, λευκίνη, λυσίνη, μεθειονίνη, φαινυλαλανίνη, θρεονίνη, τρυπτοφάνη και βαλίνη) σε κάθε περίπτωση, και σε ορισμένες φυσιολογικές και παθολογικές καταστάσεις περιέχει και τα περιστασιακά απαραίτητα αμινοξέα (κυστεΐνη, τυροσίνη, ταυρίνη, γλυκίνη, αργινίνη, γλουταμίνη, προλίνη).
Περιέχει γενικά άζωτο για τη σύνθεση αμινοξέων (ασπαρτικό οξύ, ασπαραγίνη, γλουταμινικό οξύ, αλανίνη, σερίνη) και άλλων φυσιολογικά σημαντικών αζωτούχων ενώσεων, όπως τα νουκλεϊκά οξέα, η κρεατίνη, και οι πορφυρίνες.
Οι υγιείς άνθρωποι με μια ισορροπημένη διατροφή σπάνια χρειάζονται συμπληρώματα πρωτεΐνης.[9]
Ο ακόλουθος πίνακας παρουσιάζει τις πιο σημαντικές ομάδες τροφίμων ως πηγές πρωτεϊνών, από μια παγκόσμια προοπτική. Παραθέτει επίσης την περιεκτικότητα κάθε ομάδας σε ένα κοινό αμινοξύ, σε χιλιοστόγραμμα αμινοξέος ανά γραμμάριο πρωτεΐνης τροφής.
Πηγή πρωτεΐνης με τη μέγιστη περιεκτικότητα στο αντίστοιχο αμινοξύ Πηγή πρωτείνης με την ελάχιστη περιεκτικότητα στο αντίστοιχο αμινοξύ
Οι πρωτεΐνες σε σκόνη – όπως h καζεΐνη, o ορός γάλακτος, το αυγό, το ρύζι και η σόγια – είναι επεξεργασμένα συμπληρώματα, που παρέχουν μια επιπλέον πηγή πρωτεϊνών στους μπόντι μπίλντερ. Ο τύπος της πρωτεΐνης επηρεάζει την πρωτεινική μεταβολική αντίδραση και την απόδοση στις μυϊκές ασκήσεις. Οι διαφορετικές φυσικές ή/και χημικές ιδιότητες επηρεάζουν την χώνευση των πρωτεϊνών, και συνεπώς τη διαθεσιμότητα αμινοξέων και την πρωτεϊνική σύσταση του ιστού.
Αξιολόγηση τροφίμων
Οι κλασικές αναλυτικές τεχνικές για τον προσδιορισμό της πρωτεϊνικής συγκέντρωσης τροφίμων είναι η μέθοδος Kjeldahl και η μέθοδος Δουμά, που μετρούν το ολικό άζωτο ενός δείγματος και βασίζονται στο ότι μόνο οι πρωτεΐνες περιέχουν άζωτο. Η μετρούμενη ποσότητα αζώτου πολλαπλασιάζεται με έναν συντελεστή που εξαρτάται από το είδος της αναμενόμενης πρωτεΐνης στο τρόφιμο και προκύπτει η συνολική ποσότητα πρωτεϊνών, που ονομάζεται περιεχόμενη "ακατέργαστη πρωτεΐνη". Στις ετικέτες των τροφίμων η παράμετρος προκύπτει από το άζωτο πολλαπλασιασμένο με 6,25, επειδή η μέση περιεκτικότητα των πρωτεϊνών σε άζωτο είναι περίπου 16%.[10]
Στη βιομηχανία τροφίμων υπάρχουν πιθανότητες ακούσιας μόλυνσης ή εκ προθέσεως νόθευσης πρωτεϊνούχων τροφίμων με μη-πρωτεϊνικά αζωτούχα μόρια που ανεβάζουν τα αποτελέσματα των μετρήσεων "ακατέργαστης πρωτεΐνης. Για να διασφαλιστεί η ποιότητα των τροφίμων, πρέπει να διεξάγονται συστηματικοί ποιοτικοί έλεγχοι για περιεκτικότητα σε αζωτούχα μόρια, όπως η ουρία και το νιτρικό αμμώνιο.[11]
Στη βιομηχανία γαλακτοκομικών προϊόντων ορισμένων χωρών εφαρμόζονται μέθοδοι μέτρησης της "καθαρής πρωτεΐνης", αντί για την "ακατέργαστη πρωτεΐνη" ,[12] που βασίζονται στη μέτρηση των πεπτιδικών δεσμών με NIR υπέρυθρη φασματοσκοπία.[13][14]
Οι περιορισμοί της μέθοδου Kjeldahl φάνηκαν στα βιομηχανικά σκάνδαλα του 2007 και 2008 που είχαν προσθέσει μελαμίνη στο γάλα για να μετρηθούν μεγαλύτερες ποσότητες "πρωτεΐνης".[15][16]
Ποιότητα πρωτεϊνών
Το πιο σημαντικό και καθοριστικό χαρακτηριστικό μιας πρωτεΐνης από θρεπτική άποψη είναι η σύσταση αμινοξέων. Υπάρχουν πολλά συστήματα αξιολόγησης των πρωτεϊνών με βάση την περιεκτικότητά τους σε αμινοξέα και την χώνευση της πρωτεϊνικής πηγής, όπως η Βιολογική αξία, η Καθαρή ενσωμάτωση πρωτεΐνης, και η μέθοδος PDCAAS που αναπτύχθηκε από το FDA ως τροποποίηση της μεθόδου Λόγος Αποτελεσματικότητας Πρωτεΐνης (PER). Το 1993 η μέθοδος PDCAAS εγκρίθηκε από την αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (FAO/WHO) ως "βέλτιστη συνιστώμενη" μέθοδο αξιολόγησης της ποιότητας πρωτεΐνης.[17]
Πέψη
Οι περισσότερες πρωτεΐνες αποικοδομούνται προς αμινοξέα κατά την πέψη στο γαστρεντερικό σωλήνα.[18]
Η πέψη αρχίζει στο στομάχι όταν το πεψινογόνο μετατρέπεται σε πεψίνη κατόπιν επίδρασης υδροχλωρικού οξέος, και συνεχίζεται στο λεπτό έντερο από τη θρυψίνη και τη χυμοθρυψίνη.
Πριν απορροφηθούν από το λεπτό έντερο, οι περισσότερες πρωτεΐνες έχουν ήδη αποικοδομηθεί σε αμινοξέα ή ολιγοπεπτίδια. Τα ολιγοπεπτίδια που έχουν περισσότερα από 4 αμινοξέα δεν απορροφούνται. Μετά την απορρόφηση από τα εντερικά απορροφητικά κύτταρα γίνονται περαιτέρω αποικοδομήσεις των ολιγοπεπτιδίων προς αμινοξέα.
Η χώνευση των αμινοξέων εξαρτάται από την πηγή πρωτεΐνης, και διαφέρει μεταξύ της σόγιας και των πρωτεινών γάλακτος[19] της β-γαλακτοσφαιρίνης και της καζεΐνης.[20] Οι πρωτεΐνες του γάλατος, απορροφώνται κατά 50% μεταξύ του στομάχου και της νηστίδας και κατά 90% προτού το τρόφιμο φτάσει στον ειλεό.[21] Η Βιολογική αξία (BV) είναι δείκτης της ποσότητας πρωτεϊνών που απορροφήθηκαν από τα τρόφιμα και ενσωματώθηκαν στις πρωτεΐνες του ανθρώπινου οργανισμού.
Νεογνά
Τα νεογνά των θηλαστικών έχουν εξαιρετικές δυνατότητες πέψης πρωτεϊνών και αφομοίωσης εφόσον το λεπτό έντερό τους μπορεί να απορροφήσει ολόκληρες πρωτείνες άθικτες. Έτσι επιτρέπεται η παθητική ανοσοποίηση, δηλαδή η μεταφορά ανοσοσφαιρινών από τη μητέρα στο νεογέννητο μέσω του γάλακτος.[22]
Διατροφικές απαιτήσεις
Οι διατροφικές απαιτήσεις σε πρόσληψη πρωτεΐνης είναι κοινό θέμα συζητήσεων.[23][24] Η απαιτούμενη ποσότητα για ένα άτομο καθορίζεται από τη συνολική ενεργειακή πρόσληψη, τη σωματική ανάγκη για άζωτο και απαραίτητα αμινοξέα, το βάρος και τη δομή του σώματος, το ρυθμό σωματικής ανάπτυξης, το επίπεδο φυσικής δραστηριότητας, την πρόσληψη υδατανθράκων, και την ύπαρξη υφιστάμενης ασθένειας ή τραύματος. Οι ανάγκες για πρωτεΐνες αυξάνονται με φυσική δραστηριότητα και άσκηση, και με αύξηση της μυϊκή μάζας. Είναι μεγαλύτερες κατά την παιδική ηλικία για την ανάπτυξη, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή της γαλουχίας για να τραφεί το μωρό, ή σε περιόδους ανάρρωσης από υποσιτισμό, τραύμα ή κατόπιν επέμβασης.[25]
Σε περίπτωση ανεπαρκούς πρόσληψης πρωτεϊνών, όπως από ασιτία ή μη ισορροπημένη διατροφή, το σώμα για να καλύψει τις ενεργειακές του ανάγκες θα αντλήσει πρωτεΐνες από τους μύες, με αποτέλεσμα απώλεια μυϊκής μάζας. Περαιτέρω συμπτώματα ανεπάρκειας είναι: διάρροια και οίδημα στα πόδια και την κοιλιά, απώλεια μαλλιών, φολιδωτό δέρμα και λήθαργος από έλλειψη ενέργειας, δυσλειτουργία σωματικών οργάνων, ηπατική στεάτωση ή λιπώδες ήπαρ, ανεπάρκεια λευκοκυττάρων και κατεσταλμένο ανοσοποιητικό σύστημα.[26]
Διατροφικές οδηγίες
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για την Προσλαμβανόμενη Ποσότητα Αναφοράς, ένας άνθρωπος ηλικίας 19-70 πρέπει να καταναλώνει ημερήσια 0,8 γραμμάρια πρωτεΐνης ανά κιλό σωματικού βάρους. Δηλαδή μία γυναίκα βάρους 57 κιλών χρειάζεται 46 γρ. πρωτεΐνης ημερήσια και ένα άντρας βάρους 70 κιλών χρειάζεται 56 γρ.ημερήσια.[27] Οι ποσότητες είναι προσεγγιστικές και δε λαμβάνουν υπόψη βιοενεργητικές απαιτήσεις. Επίσης, αφορούν ένα καθιστικό άτομο.[28] Σύμφωνα με αποτελέσματα Ερευνών (NHANES 2013-2014), η μέση κατανάλωση πρωτεϊνών ήταν αρκετά μεγαλύτερη από τη συνιστώμενη: μία γυναίκα 20 ετών κατανάλωνε 69,8 γραμμάρια και ένας άντρας 98,3 γραμμάρια ημερήσια.[29]
Φυσική δραστηριότητα
Τα δραστήρια άτομα και οι αθλητές χρειάζονται αυξημένη πρόσληψη πρωτεΐνης (συγκριτικά με τα 0,8 g/kg), για αύξηση της μυϊκής μάζας και αναπλήρωση απωλειών με τον ιδρώτα, για κυτταρικές επιδιορθώσεις και κάλυψη ενεργειακών αναγκών. Συνιστώνται ποσότητες 1,6 - 1,8 g/kg, με τη μέγιστη ημερήσια πρόσληψη πρωτεΐνης να αποτελεί έως 25% της ενεργειακής πρόσληψης, δηλαδή 2 - 2,5 g/kg.
Συνιστάται οι αθλητές σε υποθερμιδικές δίαιτες να αυξήσουν την κατανάλωση πρωτεϊνών σε 1,8–2,0 g/kg, για να αποφύγουν την απώλεια μυϊκής μάζας.[30]
Μολονότι δεν έχει τεκμηριωθεί ότι μια διατροφή υψηλή σε πρωτεΐνες μπορεί να προκαλέσει χρόνια νεφρική νόσο, η κοινή συναίνεση είναι ότι οι ασθενείς θα πρέπει να περιορίσουν την κατανάλωση πρωτεϊνών. Σύμφωνα με ανασκόπηση του 2009, οι ασθενείς που μείωσαν την πρωτεϊνική κατανάλωση είχαν 32% μικρότερη θνησιμότητα συγκριτικά προς τα υπόλοιπα άτομα.[32][33]
Φαινυλκετονουρία
Οι πάσχοντες από φαινυλκετονουρία (PKU) πρέπει να περιορίσουν στο ελάχιστο την πρόσληψη φαινυλαλανίνης - ένα απαραίτητο αμινοξύ -για να αποτρέψουν νοητική υστέρηση και άλλες μεταβολικές επιπλοκές. Επειδή η φαινυλαλανίνη είναι συστατικό της συνθεντικής γλυκαντικής ουσίας ασπαρτάμης, οι ασθενείς πρέπει να αποφεύγουν τα διαιτητικά ροφήματα και τρόφιμα με αυτό το συστατικό.[34]
Οι πρωτεΐνες της τροφής πέπτονται προς αμινοξέα που απορροφώνται. Όταν τα προσλαμβανόμενα αμινοξέα είναι περισσότερα από τα απαιτούμενα, τα περίσσεια αμινοξέα οδηγούνται στο ήπαρ όπου με αντίδραση απαμίινωσης το άζωτο μετατρέπεται σε αμμωνία, και τελικά μέσω του κύκλου της ουρίας παράγεται ουρία που απεκκρίνεται από τα νεφρά. Ορισμένα αμινοξέα μπορούν να μετατραπούν σε γλυκόζη και να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα.[35][36]
Η υπερβολική πρόσληψη πρωτεΐνης αυξάνει την απέκκριση ασβεστίου στα ούρα, που αντισταθμίζει την ανισορροπία του pH από την οξείδωση των θειούχων αμινοξέων. Αυτό σημαίνει αυξημένο κίνδυνο για σχηματισμό λίθων στα νεφρά από το ασβέστιο. [37][38]
Οι δίαιτες υψηλής πρωτεΐνης οδηγούν σε μία πρόσθετη απώλεια 1,21 κιλών σωματικού βάρους σε διάστημα 3 μηνών συγκριτικά με τη βασική δίαιτα.[39] Τα οφέλη, στο δείκτη μάζας σώματος και τα επίπεδα HDL χοληστερόλης, ήταν μεγαλύτερα με μικρή παρά με μεγάλη (έως 45% της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης) αύξηση στην πρόσληψη πρωτεΐνης. Βραχυπρόθεσμες δίαιτες υψηλής πρωτεΐνης 6 μηνών δεν παρουσίασαν επιπτώσεις στο καρδιαγγειακό ή άλλα συστήματα.[40][41]
Το εγχειρίδιο 2015-2020 Διατροφικές Συμβουλές για τους Αμερικανούς (DGA) συνιστά σε άνδρες και εφήβους να αυξήσουν την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών περιορίζοντας τη συνολική πρόσληψη πρωτεϊνούχων τροφίμων.[42] Δεν προτείνεται συνιστώμενο όριο για την κατανάλωση κόκκινου και επεξεργασμένου κρέατος, αλλά αναγνωρίζει ότι η μειωμένη πρόσληψη σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων. Συνιστάται να παρακολουθούνται και να διατηρούνται εντός ορίων τα ημερήσια επίπεδα του νατρίου (< 2300 mg), των κορεσμένων λιπαρών (<10% των συνολικών θερμίδων), και των πρόσθετων σαχάρων (<10% των συνολικών θερμίδων). Επίσης προτείνουν μια ποικιλία από πρωτεϊνούχα τρόφιμα για κατανάλωση, κατάλληλα για χορτοφάγους και μη.[43]
Ανεπάρκεια πρωτεϊνών
Η έλλειψη πρωτεϊνών λόγω υποσιτισμού μπορεί να οδηγήσει σε πολλές ασθένειες, νοητική υστέρηση και σύνδρομο κβασιόρκορ.[44] Τα συμπτώματα του τελευταίου περιλαμβάνουν απάθεια, διάρροια, αδράνεια, υπανάπτυξη, λεπιοειδές δέρμα, λιπαρό συκώτι, και οίδημα στην κοιλιά και τα πόδια. Το οίδημα οφείλεται στη δράση της λιποξυγενάσης στο αραχιδονικό οξύ που παράγει λευκοτριένια και τη φυσιολογική λειτουργία των πρωτεϊνών στην ισορροπία υγρών και τη μεταφορά λιποπρωτεϊνών.[45]
Εμφανίζεται σε όλον τον κόσμο, σε παιδιά και ενήλικες, και ευθύνεται για 6 εκατομμύρια θανάτους ετησίως. Στο βιομηχανοποιημένο κόσμο, βρίσκεται ως επί το πλείστον σε ασθενείς νοσοκομείων ή σε ηλικιωμένους.
Αναφορές
↑«Energy and macronutrient requirements for physical fitness in exercising subjects». Clinical Nutrition29 (4): 413–23. August 2010. doi:10.1016/j.clnu.2010.02.002. PMID20189694.
↑Stephen Chen (18 September 2008). «Melamine – an industry staple». South China Morning Post: σελ. Page A2.
↑Moore, Jeffrey C.; DeVries, Jonathan W.; Lipp, Markus; Griffiths, James C.; Abernethy, Darrell R. (17 August 2010). «Total Protein Methods and Their Potential Utility to Reduce the Risk of Food Protein Adulteration». Comprehensive Reviews in Food Science and Food Safety9 (4): 330–357. doi:10.1111/j.1541-4337.2010.00114.x.
↑«Beyond the zone: protein needs of active individuals». Journal of the American College of Nutrition19 (5 Suppl): 513S-521S. October 2000. doi:10.1080/07315724.2000.10718974. PMID11023001.
↑«Dietary protein for athletes: from requirements to optimum adaptation». Journal of Sports Sciences29 Suppl 1 (sup1): S29-38. 2011-01-01. doi:10.1080/02640414.2011.619204. PMID22150425.
↑«Low protein diets for chronic kidney disease in non diabetic adults». The Cochrane Database of Systematic Reviews (3): CD001892. July 2009. doi:10.1002/14651858.CD001892.pub3. PMID19588328.
↑«phenylketonuria». Genetics Home Reference. 8 Σεπτεμβρίου 2016. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιουλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 2016.
↑«Absorption kinetics of amino acids, peptides, and intact proteins». International Journal of Sport Nutrition and Exercise Metabolism17 Suppl: S23-36. August 2007. PMID18577772.
↑Gropper, Sareen S.· Smith, Jack L. (2009). Advanced nutrition and human metabolism. Belmont, CA: Wadsworth Cengage Learning. ISBN0-495-11657-2.
↑«Dietary protein and bone health: a systematic review and meta-analysis from the National Osteoporosis Foundation». The American Journal of Clinical Nutrition105 (6): 1528–1543. June 2017. doi:10.3945/ajcn.116.145110. PMID28404575.
↑«Dietary protein intake and blood pressure: a meta-analysis of randomized controlled trials». American Journal of Epidemiology176 Suppl 7: S27-43. October 2012. doi:10.1093/aje/kws245. PMID23035142.
↑«Dietary protein intake and chronic kidney disease». Current Opinion in Clinical Nutrition and Metabolic Care20 (1): 77–85. January 2017. doi:10.1097/MCO.0000000000000342. PMID27801685.
↑Schwartz, Jeffery· Bryant, Carol A. (2003). The cultural feast: an introduction to food and society. Belmont, California: Thomson/Wadsworth. σελίδες 282, 283. ISBN0-534-52582-2.