Οι προεστοί / προεστώτες, ή πρόκριτοι, ή κοτζαμπάσηδες (από το τούρκικοkocabaṣı, koca = μέγας, μεγάλος, γέροντας + baṣ = κεφάλι, πρώτος), ή δημογέροντες, ή πρωτόγεροι ήταν κοινοτικοί άρχοντες, οι επικεφαλής σε επίπεδο
επαρχίας των ελληνικών χριστιανικών κοινοτήτων (ως δεύτερη βαθμίδα της αυτοδιοίκησης των οθωμανων), επί Τουρκοκρατίας.[1][2] Οι προεστοί εκπροσωπούσαν τις χριστιανικές κοινότητες σε όλες τις σχέσεις που αφορούσαν την οθωμανική εξουσία· μεταξύ αυτών οι διοικητικές, οικονομικές και διαδικασίες τήρησης της τάξης. Είτε διορίζονταν από την οθωμανική διοίκηση είτε εκλέγονταν από τους δημογέροντες των κατά τόπους χωριών. Ο θεσμός καταργήθηκε από την Αντιβασιλεία του Όθωνα το 1833 με την έκδοση του νόμου «περί των Δήμων» του κράτους,[3] με τον οποίο θεσμοθετήθηκαν ως άρχοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης οι Δήμαρχοι οι οποίοι αντικατέστησαν τους προκρίτους.[4][5]
Γενικά
Οι χριστιανικοί πληθυσμοί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία διατηρούσαν μια μορφή κοινοτικής αυτοδιοίκησης και οργάνωσης. Οι διάφοροι Σουλτάνοι προσπαθώντας να διατηρήσουν τον έλεγχο των διαφόρων λαών της επικράτειας, με άλλο θρήσκευμα, αλλά και των υπολοίπων συνθηκών εφάρμοσαν διάφορα μέτρα για τη διοίκησή τους. Στο επίπεδο της κοινοτικής αυτοδιοίκησης αναπτύχθηκε ο θεσμός των δημογεροντιών, με συμβούλια από εκλεγμένους δημογέροντες σε επίπεδο χωριού, οι οποίοι εξέλεγαν προεστούς σε επίπεδο επαρχίας ή περιοχής ως εκπροσώπου τους ενώπιον των Οθωμανικών αρχών.
Με προϋπόθεση την πληρωμή των φόρων και το σεβασμό της νομιμότητας, που ήταν οι βασικές επιδιώξεις της οθωμανικής εξουσίας, παραχωρούνταν στις κοινότητες η ελευθερία οργάνωσης των οικονομικών και εσωτερικών τους υποθέσεων.[6] Πολλές κοινότητες του ελλαδικού χώρου κατάφεραν για διάφορους λόγους να αποσπάσουν από το σουλτάνο επιμέρους προνόμιο, το λεγόμενο «κοινοτικό προνόμιο».
Εκλογή / επιλογή
Πριν από το 1765 οι ελληνικές κοινότητες λειτουργούσαν άτυπα, χωρίς νομική θεσμοθέτηση, με βάση τις τοπικές συνήθειες και με την έγκριση των τοπικών οθωμανικών αρχών. Οι προεστοί συνήθως προέρχονταν από εύπορες οικογένειες, γαιοκτημόνων ή εμπόρων (προύχοντες), και ταυτόχρονα συνδύαζαν ικανότητα, τιμιότητα, ώριμη ηλικία και διασυνδέσεις με τους οθωμανούς της περιοχής. Δεν υπήρχε ομοιόμορφη νομοθεσία ή πρακτική. Αλλού αναφέρεται ότι εκλέγονταν απ΄ ευθείας από την τοπική κοινωνία, όχι με ψηφοφορία αλλά δια βοής σε υπαίθριο χώρο, μεταξύ της 1ης Μαρτίου και της 23 Απριλίου (Αγ. Γεωργίου) μετά από πρόσκληση των απερχομένων προεστών.[7] Η θητεία τους ήταν για ένα χρόνο ή και περισσότερο εφόσον έχαιραν της κοινής εμπιστοσύνης και δεν εκδηλωνόταν κάποια αντίδραση, ενώ αλλού αναφέρεται εκλογή από τους δημογέροντες των χωριών (της περιφέρειας) που εκπροσωπούσαν[4] ως δεύτερη βαθμίδα της αυτοδιοίκησης (με πρώτη τους δημογέροντες).[8] Η δε εκλογή τους επικυρωνόταν στη συνέχεια από τον Οθωμανό διοικητή της περιοχής Πασά, ή Βαλή, αναγνωρίζοντας το αξίωμά τους έχοντας προηγουμένως προκαταβάλει όλο τον ετήσιο αναλογούντα φόρο των κοινοτήτων τους, τον οποίο στη συνέχεια εισέπρατταν από τους κατοίκους.
Ενδεικτικά στο δε Πασαλίκι των Ιωαννίνων σε πολλές των περιπτώσεων οι πρόκριτοι ή προεστοί ορίζονταν απ΄ ευθείας από τον Αλή Πασά. Στο μπεηλίκι της Μάνης και στην Κρήτη οι προεστοί αποκαλούνταν συνηθέστερα καπετάνιοι, ή καπεταναίοι, εκλέγονταν συνηθέστερα με κριτήριο την αντρειοσύνη και το μέγεθος της φαμίλιας, ειδικά σε αρρενογονία, που έχαιραν της εμπιστοσύνης του εκάστοτε Μπέη, πλην όμως η καταβολή φόρων ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Στα νησιά του Αιγαίου πρόκριτοι ήταν συνηθέστερα καραβοκύρηδες, ή έμποροι. Στην Κύπρο, από το 1754 ο τίτλος του κοτσάμπαση δινόταν στους αρχιερείς. Έτσι, εκεί οι αρχιερείς εκτός από τα ιερατικά είχαν και πολιτικά καθήκοντα.[9]
Καθήκοντα
Κάθε χωριό και κωμόπολη είχε τον δικό του προεστό, ο οποίος προερχόταν από τους δημογέροντες. Ο προεστός κρατούσε την σφραγίδα της κοινότητας, είχε τόσο διοικητικές όσο και δικαστικές δικαιοδοσίες, συνηθέστερα πταισματικής φύσεως εξομαλύνοντας έτσι τυχόν διαφορές μεταξύ των συμπολιτών του αλλά και με δικαίωμα επιβολής κάποιων τιμωριών, ακολουθώντας πάντα το κατά τόπο εθιμικό δίκαιο. Στην άσκηση των καθηκόντων του περιβαλλόταν από ιδιαίτερο συμβούλιο των δημογερόντων. Για σπουδαία όμως ζητήματα συγκαλούσε γενική συνέλευση των κατοίκων όπου και λαμβάνονταν οι σχετικές αποφάσεις. Ειδικότερα οι προεστοί ήταν αυτοί που για λογαριασμό της οθωμανικής διοίκησης εκτιμούσαν αρχικά την φορολογική δυνατότητα εκάστου μέλους της κοινωνίας τους και στη συνέχεια συνέτασσαν τους φορολογικούς καταλόγους και προέβαιναν στην είσπραξη των αναλογούντων φόρων. Παράλληλα ήταν υπεύθυνοι για τη διατήρηση της τάξης και υπόλογοι αυτής προς την οθωμανική διοίκηση.
Οι προεστοί κάθε περιφέρειας εξέλεγαν ένα αντιπρόσωπο για την έδρα του Πασά ή Βαλή που λεγόταν "Αγιάν" ή "Αγιάνης". Ο δε αντιπρόσωπος των προκρίτων ή προεστών μιας μεγάλης διοικητικής περιφέρειας στην έδρα του Σουλτάνου, δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη, λεγόταν Βεκίλης και ουσιαστικά ήταν ο πολιτικός μεσάζων μεταξύ της Υψηλής Πύλης και των χριστιανών κατοίκων περιφέρειας της επικράτειας. Πολλές φορές οι Βεκίληδες είχαν καταφέρει και την αντικατάσταση οθωμανών διοικητών, ιδιαίτερα στο Μοριά.
Ο Φίνλευ γράφει: Οι προεστοί της Ελλάδας αποτελούσαν το υποκατάστατο μιας αριστοκρατίας. Η προστασία της Οθωμανικής κυβερνήσεως βαθμιαία δημιούργησε μια ελληνική αριστοκρατία διοικητικών οργάνων και φοροεισπρακτόρων. Η ηθική και πολιτική θέση τούτης της τάξης αποδόθηκε άριστα με την ονομασία τους σαν είδος Χριστιανών Τούρκων.
Παρά ταύτα μεταξύ αυτών των προκρίτων ή προεστών ή κοτζαμπάσηδων υπήρξαν αρκετοί που αποδείχτηκαν πολύ κατώτεροι της αποστολής τους, υπερβαίνοντας πολλές φορές ακόμα και τους χειρότερους Τούρκους, σε ιδιοτέλειες και αυθαιρεσίες, παροιμιώδης η φράση "τι Μπραΐμης, τι Ζαΐμης!", (= ό,τι ο Ιμπραήμ πασάς, το ίδιο κι ο Ζαΐμης). Συνέπεια αυτών, ακόμα και σήμερα, ειδικά η ονομασία κοτζάμπασης να φέρεται με τη σημασία του αυταρχικού, ή αυθαίρετου ανθρώπου.
Επίσημα ο θεσμός καταργήθηκε επί Αντιβασιλείας του Όθωνα το 1833 μετά την έκδοση του πρώτου νόμου περί Δήμων του Κράτους, οπότε οι πρόκριτοι αντικαταστάθηκαν από τους διορισμένους Δημάρχους.[4][3]
Κοτζαμπασισμός
Με τον όρο κοτζαμπασισμός χαρακτηρίζεται γενικά η συμπεριφορά ή και η απομίμηση των τρόπων δράσης των κοτζαμπάσηδων (προκρίτων), κυρίως επί τουρκοκρατίας αλλά και κατά τους επαναστατικούς και λίγο μετά στους μετεπαναστατικούς χρόνους, που διακρίνονταν από αυθάδεια και αυθαιρεσία και είχαν καταστεί πραγματικοί τύραννοι στους τόπους τους, διαπλεκόμενοι στην αρπαγή γης, περιουσιών αλλά και την εκμετάλλευση των δημοσίων ταμείων μεταπαναστατικά[10]. Ο όρος μαρτυρείται στην εφ. Εφημερίς ήδη από το 1883[11]
Για τους κοτζαμπάσηδες αυτούς ο Γεώργιος Κουντουριώτης έλεγε: "ούτοι μήτε κατά θεωρίαν, μήτε κατά πράξιν εγνώρισαν ποτέ την δικαιοσύνην". Ο δε Ιωάννης Καποδίστριας κατονομάζει αυτούς "Τούρκους φέροντας όνομα Χριστιανών". Αλλά και ο Αδαμάντιος Κοραής, κατά καιρούς, όπως και ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης, καθώς και ο τύπος της εποχής, όπως "ο Φίλος του Νόμου πολλές φορές στιγμάτισαν αυτούς με τα μελανότερα χρώματα.
Μάρθα Πύλια,«Πολιτικοί όροι και οικονομικές λειτουργίες στην Προεπαναστατική Πελοπόννησο» στο: Θεωρητικές αναζητήσεις και εμπειρικές έρευνες, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας, Ρέθυμνο, 10-13.12.2008, Εκδόσεις Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης / εκδ. Αλεξάνδρεια (Αθήνα, 2012), σελ. 291-302.
Α. Σιγάλας, «Ανέκδοτα έγγραφα αφορώντα εις την εκλογήν των Κοτζαμπάσηδων», Ελληνικά, τομ.3 (1930), σελ. 69-88.
Διονύσιος Τζάκης, «Οπλαρχηγοί και προεστοί. Κοινωνικές κινητικότητες και οικογενειακές στρατηγικές στον ορεινό χώρο», Νέα Εστία, τχ. 1857 (Μάρτιος 2013), σελ. 116-135.
Διονύσιος Τζάκης, «“Υποδαυλιζόμενοι παρά της Ρωσίας…”: Η συμμετοχή των κοτζαμπάσηδων στην εξέγερση του 1770 στην Πελοπόννησο», στο Όλγα Κατσιαρδή-Hering κ.ά. (επιμ.), Ρωσία και Μεσόγειος, Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου(Αθήνα, 19-22 Μαΐου 2005), τ. Β΄, Εθνικό και Καποδιστιρακό Πανεπιστήμιο Αθηνών / εκδ. Ηρόδοτος, (Αθήνα, 2011), σ. 11-31.