Η περιτοιχισμένη πόλη της Καουλούν (κινεζικά: 九龍寨城, αγγλικά: Kowloon Walled City) ήταν ακραία πυκνοκατοικημένος, άναρχα δομημένος, και πρακτικά αναρχοαυτόνομος παραμελημένος οικισμός στην περιοχή Καουλούν στο Χονγκ Κονγκ. Αρχικά αποτελούσε οχυρό του κινεζικού στρατού, και αργότερα αποτέλεσε βρετανικό θύλακα μετά από την επέκταση της βρετανικής διοίκησης στην ευρύτερη περιοχή το 1898. Ο πληθυσμός του οικισμού αυξήθηκε δραματικά μετά την ιαπωνική κατοχή του Χονγκ Κονγκ κατά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, και έως το 1987 η περιτοιχισμένη πόλη έφτασε να διαθέτει 33.000 κατοίκους[1] εντός έκτασης μόλις 0,026 τ.χλμ (26 στρέμματα / 2,6 εκτάρια), και τα κτήρια της ήταν τόσο κοντά το ένα στο άλλο ώστε σε κάποιες περιοχές υπήρχε διαρκές σκότος όπου δεν έφτανε το φως του ηλίου. Από την δεκαετία του 1950 έως την δεκαετία του 1970, αποτέλεσε κοιτίδα του οργανωμένου εγκλήματος και των τοπικών κινεζικών τριάδων, και μεγάλο μέρος της οικονομίας του στηρίζονταν στην πορνεία, τζόγο, και εμπόριο ναρκωτικών.
Τον Ιανουάριο του 1987, η βρετανική διοίκηση του Χονγκ Κονγκ ανακοίνωσε πως σκόπευε να προχωρήσει σε κατεδάφιση της πόλης. Μετά την ολοκλήρωση της επίπονης διαδικασίας της μαζικής έξωσης των κατοίκων, οι εργασίες κατεδάφισης ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 1993 και ολοκληρώθηκαν τον Απρίλιο του 1994. Στην θέση όπου βρισκόταν η παλαιά πόλη δημιουργήθηκε δημόσιο πάρκο το οποίο τέθηκε σε λειτουργία τον Δεκέμβριο του 1995. Κάποια από τα ιστορικού ενδιαφέροντος τέχνεργα του παλαιού οικισμού εξακολουθούν να εκτίθενται στο πάρκο ως ιστορικά τεκμήρια.
Ιστορία
Στρατιωτική βάση
Οι απαρχές του κτηριακού συγκροτήματος εντοπίζονται στην περίοδο της δυναστείας Σονγκ (960–1279), όταν στην περιοχή υπήρχε φυλάκιο όπου διαχειρίζονταν το εμπόριο αλατιού. Το 1668 είναι γνωστό πως ήταν στελεχωμένο με 30 στρατιώτες,[2] και το 1810 ιδρύθηκε μικρό παραλιακό οχυρό.[3] Το 1842, κατά την περίοδο όπου ηγεμόνας ήταν ο αυτοκράτορας Νταογκουάνγκ, ολόκληρη η νήσος του Χονγκ Κονγκ παραχωρήθηκε στην βρετανική αυτοκρατορία μέσω της συνθήκης του Νανκίνγκ. Ως αποτέλεσμα οι κινεζικές αρχές ενίσχυσαν το οχυρό το οποίο βρισκόταν κοντά στο Χονγκ Κονγκ έτσι ώστε να παρατηρούν την γειτονική βρετανική επιρροή και δραστηριότητες. Οι οχυρωματικές βελτιώσεις περιελάμβαναν κατασκευή μεγάλου αμυντικού τείχους, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1847.
Η περιτοιχισμένη πόλη καταλήφθηκε κατά την διάρκεια της εξέγερσης των Ταϊπίνγκ το 1854, και ανακαταλήφθηκε από τις κυβερνητικές δυνάμεις λίγες εβδομάδες αργότερα.[2][4]
Το 1898, κατά την συνθήκη για την επέκταση της περιοχής του Χονγκ Κονγκ μεταξύ της Κίνας και του Ηνωμένου Βασιλείου, παραχωρήθηκαν επιπλέον περιοχές στην βρετανική διοίκηση (γνωστές ως οι νέες περιοχές) για 99 έτη, με την περιτοιχισμένη πόλη να εξαιρείται, και της οποίας ο πληθυσμός είχε φτάσει περίπου τα 700 άτομα. Επιτράπηκε στην Κίνα να διατηρεί τους δικούς της αξιωματούχους στην πόλη, με την προϋπόθεση ότι δεν θα αναμειγνύονταν με τις υποθέσεις του βρετανικού Χονγκ Κονγκ. Κατά το επόμενο έτος από την υπογραφή της συνθήκης, ο κυβερνήτης του Χονγκ Κονγκ, Χένρι Άρθουρ Μπλέικ, υποπτεύθηκε πως στην περιοχή της πόλης συγκεντρώνονταν κινεζικά στρατεύματα τα οποία στόχο είχαν την υποβοήθηση της αντίστασης ως προς την εφαρμογή των νέων διακανονισμών. Στις 16 Μαΐου του 1899, οι βρετανικές δυνάμεις επιτέθηκαν στην πόλη και ανακάλυψαν πως τα κινεζικά στρατεύματα είχαν αποχωρήσει, αφήνοντας πίσω τους μόνο τον μανδαρίνο αξιωματούχο και 150 κατοίκους.[2] Η δυναστεία των Κιν καταλύθηκε το 1912, και μετά την εξέλιξη αυτή η περιτοιχισμένη πόλη πέρασε στην βρετανική διοίκηση.
Παρότι τυπικά η περιοχή ήταν υπό βρετανική διοίκηση, ουσιαστικά απείχαν από το να ασχοληθούν με τις υποθέσεις της. Η αγγλικανική εκκλησία ίδρυσε γηροκομείο στο παλιό κτήριο του κυβερνείου (γιαμέν) όπου στεγάζονταν οι κινεζικές αρχές, καθώς και φτωχοκομείο σε κάποια άλλα πρώην γραφεία. Πέρα από αυτού του τύπου την δραστηριοποίηση ωστόσο η περιτοιχισμένη πόλη αποτελούσε απλώς μια αξιοπερίεργη τοποθεσία για τους Βρετανούς και εν γένει ξένους τουρίστες, ενώ σε βρετανικό χάρτη του 1915 περιγράφεται ως κινεζική πόλη. Το 1933, οι αρχές του Χονγκ Κονγκ ανακοίνωσαν πως σκόπευαν να κατεδαφίσουν τα περισσότερα κτήρια της περιτοιχισμένης πόλης τα οποία είχαν σημαντικές φθορές, και αποζημείωσαν τους 436 καταληψίες που ζούσαν εκεί με νέες οικίες. Έως το 1940, το μόνο που απέμενε ήταν το γιαμέν, το σχολείο, και μια οικία, ενώ κατά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατάληψη της περιοχής από την Ιαπωνία, οι Ιάπωνες κατεδάφισαν το παλιό αμυντικό τείχος και χρησιμοποίησαν τις πέτρες ως υλικό για τις εργασίες επέκτασης του κοντινού αεροδρομίου Κάι Τακ.[2]
Αστικός οικισμός
Μετά το τέλος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου και την αποχώρηση των Ιαπώνων το 1945, οι αρχές της Κίνας ανακοίνωσαν πως σκόπευαν να επανακτήσουν τα δικαιώματα τους στην περιτοιχισμένη πόλη. Καθώς κατά την περίοδο αυτή βρισκόταν σε εξέλιξη ο κινεζικός εμφύλιος πόλεμος, υπήρχαν πολλοί πρόσφυγες οι οποίοι κατέφυγαν στην περιτοιχισμένη πόλη ώστε να βρίσκονται υπό την βρετανική προστασία, καθώς η πόλη ήταν κινεζική αλλά περιβάλλονταν από περιοχή η οποία βρίσκονταν υπό βρετανική διοίκηση. Έως το 1947 είχαν συγκεντρωθεί 2.000 πρόσφυγες στην πόλη. Οι Βρετανοί προσπάθησαν να τους διώξουν ωστόσο η προσπάθεια αυτή απέτυχε, και κατόπιν η πολιτική που ακολούθησαν σε σχέση με την πόλη ήταν να μην ασχολούνται σε ότι αφορούσε τις υποθέσεις της περιοχής αυτής.[2]
Τον Ιανουάριο του 1950, ξέσπασε πυρκαγιά η οποία κατέστρεψε πάνω από 2.500 καλύβες, ενώ στην πόλη ζούσαν σχεδόν 3.500 οικογένειες και συνολικά 17.000 άνθρωποι.[5] Η καταστροφή αυτή κατέδειξε την ανάγκη για πρόνοια πυρόσβεσης σε μια πόλη η οποία αποτελούνταν τότε κυρίως από ξύλινα κτίσματα, ενώ παράλληλα δεν διατηρούσε πολιτικούς δεσμούς ούτε με την Κίνα ούτε με την βρετανική διοίκηση στο Χονγκ Κονγκ.[6] Η ζημιά που προκλήθηκε στα κτήρια, χρησιμοποιήθηκε ως ευκαιρία για να κτιστούν νέα μεγαλύτερα κτήρια, και δημιουργήθηκε η εντύπωση πως ίσως η πυρκαγιά ήταν σκόπιμος εμπρησμός.[6][7]
Χωρίς να υπάρχει καμία αστυνόμευση από τους Κινέζους ή τους Βρετανούς, με εξαίρεση κάποιες επιδρομές αστυνομικών διμοιριών της αστυνομίας του Χονγκ Κονγκ, η πόλη έγινε κοιτίδα του οργανωμένου εγκλήματος και του εμπορίου ναρκωτικών. Μόλις το 1959 και λόγω κάποιου φόνου που συνέβη εντός της πόλης η βρετανική διοίκηση του Χονγκ Κονγκ αναφέρθηκε επίσημα πως διαθέτει δικαιοδοσία στην περιοχή. Έως τότε όμως, πρακτικά η πόλη διαχειρίζονταν από τα συνδικάτα του οργανωμένου εγκλήματος γνωστά ως κινεζικές τριάδες.[2]
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, οι τριάδες όπως η 14K και η Σουν Γι Ον είχαν τον έλεγχο στο πλήθος οίκων ανοχής, καζίνο και γενικές δραστηριότητες τζόγου, και τεκέδες οπίου. Ο έλεγχος και η παρουσία τους ήταν τόσο ισχυρός, ώστε η αστυνομία του Χονγκ Κονγκ αδυνατούσε να παρέμβει παρά μόνο με αριθμητικά ισχυρές δυνάμεις.[8] Κατά την περίοδο 1973–74, έγινε πλήθος μαζικών και επαναλαμβανόμενων αστυνομικών επιδρομών, πάνω από 3.500, και ως αποτέλεσμα υπήρξαν 2.500 συλλήψεις και κατασχέθηκαν 1,8 τόνοι ναρκωτικών, με την δύναμη των τριάδων να εξασθενεί. Η αστυνομία είχε την στήριξη των κατοίκων της πόλης, κυρίως των νεότερων σε ηλικία, και οι συνεχιζόμενες επιδρομές μείωσαν το ποσοστό των ναρκωτικών ουσιών και των βίαιων εγκλημάτων. Το 1983, ο αστυνομικός διοικητής της ευρύτερης περιοχής της Καουλούν ανακοίνωσε πως το ποσοστό εγκλημάτων στην περιτοιχισμένη πόλη ήταν πλέον υπό έλεγχο.[2]
Παράλληλα, στην πόλη είχε ξεκινήσει μαζικό κατασκευαστικό πρόγραμμα πολυκατοικιών κατά την δεκαετία του 1960, με τους εργολάβους να επεκτείνουν την πόλη κτίζοντας νέα κτίσματα επί των υπαρχόντων. Η πόλη έγινε ακραία πυκνοκατοικημένη, με πάνω από 30.000 να στοιβάζονται σε 300 κτήρια τα οποία εκτείνονταν σε μόλις περίπου 0,03 τ.χλμ (26 στρέμματα / 2,6 εκτάρια). Το αποτέλεσμα ήταν η πόλη να φτάσει στην μέγιστη έκταση της στα τέλη της δεκαετίας του 1970 με αρχές του 1980. Ως όριο στον αριθμό ορόφων που θα έπρεπε να διαθέτουν τα κτήρια επιβλήθηκαν οι 13 με 14 όροφοι, ώστε να μην προκληθεί πρόβλημα στα αεροπλάνα που προσέγγιζαν το αεροδρόμιο Κάι Τακ.[9] Εκτός από το όριο ορόφων, τα αεροπλάνα που προσέγγιζαν το αεροδρόμιο προκαλούσαν σοβαρό πρόβλημα ηχορύπανσης για τους κατοίκους κατά τα τελευταία 20 χρόνια της ύπαρξης της πόλης. Η υδροδότηση της γινόταν μέσω 8 αγωγών, αν και υπήρχαν και πηγάδια για την άντληση νερού.[10] Κάποιοι από τους δρόμους είχαν διαρκή ηλεκτροφωτισμό, καθώς η πυκνότητα των κτισμάτων εμπόδιζε το φως από το να εισχωρήσει στα χαμηλά στρώματα της πόλης.[2] Αν και η ανεξέλεγκτη εγκληματική δραστηριότητα είχε πλέον υποχωρήσει, η πόλη εξακολουθούσε να είναι γνωστή για τον μεγάλο αριθμό μη αδειοδοτημένων ιατρών και οδοντογιατρών, οι οποίοι εργάζονταν εκεί χωρίς τον κίνδυνο να τους ασκηθεί δίωξη.[11]
Πέρα από την φήμη ως κοιτίδα της παρανομίας που είχε αποκτήσει η πόλη, οι περισσότεροι κάτοικοι της δεν συμμετείχαν σε εγκληματικές δραστηριότητες και ζούσαν ειρηνικά. Υπήρχαν πολλές μικρές βιοτεχνίες και επιχειρήσεις καθώς και μερικοί σύνδεσμοι οι οποίοι ως σκοπό είχαν την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης.[12] Κατά την προσπάθεια κατεδάφισης κάποιων καλυβών στην άκρη της πόλης το 1963 από τις αρχές του Χονγκ Κονγκ, συστάθηκε επιτροπή αντικατεδάφισης από τους κατοίκους της πόλης η οποία αντιστάθηκε στην κατεδάφιση, και μετέπειτα εξελίχθηκε σε τοπικό κοινωφελή οργανισμό, παράλληλα με άλλες παρόμοιες τοπικές οργανώσεις. Εκτός από τις δραστηριότητες αυτές, η βρετανική διοίκηση του Χονγκ Κονγκ παρείχε κάποιες βασικές υπηρεσίες όπως παροχή νερού και ταχυδρομικές υπηρεσίες.[2]
Κατεδάφιση
Με την πάροδο του χρόνου, τόσο οι βρετανικές όσο και οι κινεζικές αρχές θεώρησαν πως η ανοχή τους δεν μπορούσε να συνεχιστεί άλλο σε σχέση με την πόλη, παρότι η εγκληματική δραστηριότητα είχε μειωθεί.[13] Η ποιότητα ζωής στην πόλη, ιδιαίτερα οι συνθήκες υγιεινής, ήταν σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από το υπόλοιπο Χονγκ Κονγκ. Κατά την κοινή σινοβρετανική διακήρυξη του 1984 τέθηκε η βάση της μελλοντικής κατεδάφισης της πόλης,[2] η οποία ανακοινώθηκε επίσημα στις 14 Ιανουαρίου του 1987.[1] Στις 10 Μαρτίου του 1987, έγινε η αίτηση προς το δημοτικό συμβούλιο ώστε να αναλάβει τον σχεδιασμό για τις εργασίες κατεδάφισης, ενώ το κόστος κατασκευής για το πάρκο που θα αντικαθιστούσε την παλαιά πόλη αναλήφθηκε από την κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ.[14][15]
Τα ύψος των αποζημιώσεων στους κατοίκους της πόλης για την αναγκαστική έξωση τους έφτασε στα 2.7 δισεκατομμύρια δολάρια Χονγκ Κονγκ (350 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) τα οποία κατανεμήθηκαν στους 33.000 κατοίκους και τις διάφορες επιχειρήσεις στην πόλη.[16] Υπήρξε μερίδα κατοίκων οι οποίοι παρά την αποζημίωση δεν ήθελαν να φύγουν, και έτσι εκκενώθηκαν δια της βίας κατά την περίοδο μεταξύ του Νοεμβρίου 1991 και Ιουλίου 1992.[17][18] Μετά από τετράμηνη τεχνική προεργασία και διευθετήσεις για την κατεδάφιση,[19] αυτή ξεκίνησε στις 23 Μαρτίου του 1993[11] και ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 1994. Οι εργασίες κατασκευής του πάρκου ξεκίνησαν ένα μήνα μετά την κατεδάφιση.[20]
Πάρκο
Κατασκευή
Το πάρκο που αντικατέστησε την πόλη έχει έκταση 31 τ.χλμ και ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 1995 με την διαχείριση του να γίνεται από τον δήμο.[21] Εγκαινιάστηκε επίσημα από τον τελευταίο Βρετανό κυβερνήτη του Χονγκ Κονγκ, Κρις Πάττεν, στις 22 Δεκεμβρίου.[22] Το συνολικό κόστος κατασκευής του ήταν 76 εκατομμύρια δολάρια Χονγκ Κονγκ,[20] και διακρίθηκε για την καλαίσθητη κατασκευή του.[23]
Το πάρκο είναι σχεδιασμένο με την παραδοσιακή τεχνοτροπία της πρώιμης περιόδου της δυναστείας των Τσινγκ, και διαχωρίζεται σε 8 θεματικές περιοχές και κήπους,[20][24] ενώ το παλαιό κτήριο του κυβερνείου (γιαμέν) διατηρήθηκε και ανακαινίστηκε πλήρως ως χώρος έκθεσης. Τα διάφορα μονοπάτια και κτίσματα στο πάρκο έχουν πάρει τις ονομασίες τους από τις αντίστοιχες των δρόμων της παλαιάς πόλης,[25] ενώ αντικείμενα και τέχνεργα που διασώζονται από την πρώην πόλη, όπως λίθοι με χαράξεις και πηγάδια, εκτείθονται επίσης στο πάρκο.[21]
Μνημεία
Κατά την κατεδάφιση της παλαιάς πόλης, εκτελέστηκαν παράλληλα και αρχαιολογικές έρευνες μέσω των οποίων ανακαλύφθηκαν διάφορες κατασκευές και αντικείμενα,[26] όπως τμήματα παλαιών κτηρίων και υπολείμματα της νότιας πύλης από τον 19ο αιώνα, τα οποία πλέον είναι προστατευόμενα μνημεία με ειδική νομοθεσία.[27][28]
Η νότια πύλη αποτελούσε αρχικά την κύρια είσοδο στην πόλη, και μαζί με τα θεμέλια της ανακαλύφθηκαν και πλάκες με την ονομασία της πόλης, ενώ παράλληλα ανακαλύφθηκαν και τα ίχνη των παλαιών τειχών και η ανατολική πύλη.[20]
Το κτήριο του διοικητηρίου (γιαμέν) αποτελείται από 3 αίθουσες. Αρχικά στην μεσαία αίθουσα βρισκόταν τα διοικητικά γραφεία, και η πίσω αίθουσα αποτελούσε την κατοικία του τοπικού διοικητή. Μετά την αποχώρηση των κινεζικών αρχών από την πόλη το 1899, το κτήριο χρησιμοποιήθηκε για την στέγαση γηροκομείου, μετέπειτα ως ορφανοτροφείο, κατόπιν σχολείο, και αργότερα ως κλινική. Δεν κατεδαφίστηκε κατά την συνολική κατεδάφιση της πόλης αλλά διατηρήθηκε και ανακαινίστηκε το 1996, και πλέον βρίσκεται στο κέντρο του πάρκου.[29] Εντός του υπάρχει φωτογραφική έκθεση της παλαιάς περιτοιχισμένης πόλης, ενώ στην είσοδο 2 του υπάρχουν τοποθετημένα 2 κανόνια από το 1802 όταν η περιοχή αποτελούσε στρατιωτικό φυλάκιο.[25]
Τμήματα από την νότια πύλη της πόλης και οι πλάκες της εισόδου
Η εμπρόσθια όψη του γιαμέν μαζί με ένα από τα κανόνια
Παιδιά της περιοχής παίζοντας με τα κανόνια του παλαιού στρατιωτικού φυλακίου
Μοντέλο της παλαιάς πόλης το οποίο εκτίθεται στο πάρκο
Πολεοδομία
Η περιτοιχισμένη πόλη βρισκόταν στην περιοχή η οποία έγινε γνωστή ως πόλη της Καουλούν. Παρά την μετατροπή του αρχικού οχυρού σε αστική περιοχή, η πόλη στην έκταση της διατηρήθηκε στην ίδια βασική διάταξη. Το οχυρό είχε κτιστεί πάνω σε ανηφορικό έδαφος,[30] και είχε έκταση 0,026 τ.χλμ (26 στρέμματα / 2,6 εκτάρια) με διαστάσεις 210 x 120 μέτρα. Το περιμετρικό τείχισμα του διέθετε 4 πύλες και είχε ύψος 4 μέτρων πριν κατεδαφιστεί το 1943.[3][31]
Η οικοδομική δραστηριότητα σημείωσε κατακόρυφη αύξηση κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970, και όλα τα κτήρια της πόλης πλέον διέθεταν 10 ή περισσότερους ορόφους, με μόνη εξαίρεση το γιαμέν στο κέντρο της πόλης.[9][1] Καθώς όμως το αεροδρόμιο Κάι Τακ βρισκόταν σε απόσταση μόλις 800 μέτρων, το ύψος των κτηρίων απαγορευόταν να ξεπεράσει τους 14 ορόφους.[32] Στα νοτιοδυτικά της πόλης υπήρχε ο μικρός οικισμός Σάι Τάου Τσουέν ο οποίος κατεδαφίστηκε το 1985 και στην θέση του κτίστηκε το πάρκο Κάρπεντερ Ρόαντ.[33][34]
Τα δεκάδες μονοπάτια εντός της πόλης συχνά είχαν εύρος μόλις 1 με 2 μέτρα, με ελάχιστο φωτισμό και διαρροές από το αποχετευτικό σύστημα.[35] Υπήρχαν επίσης διάφορες αυτοσχέδιες σκάλες και ανοίγματα τα οποία οδηγούσαν στα άνω επίπεδα της πόλης, και ήταν τόσο εκτεταμένα ώστε κάποιος μπορούσε να ταξιδέψει από την μια άκρη της πόλης στην άλλη χωρίς να περπατήσει στο έδαφος.[9] Η οικοδομική δραστηριότητα στην πόλη ήταν άναρχη, και τα περισσότερα από τα 350 κτήρια τα οποία βρίσκονταν εντός της διέθεταν ατελώς κατασκευασμένα θεμέλια και συχνά είχαν βασικές ελλείψεις αποχέτευσης, υδροδότησης και ηλεκτροδότησης.[36] Καθώς τα διαμερίσματα των κτηρίων ήταν πολύ μικρά, με το χαρακτηριστικό διαμέρισμα να είναι περίπου 23 τετραγωνικά μέτρα, ο χώρος μεγιστοποιούνταν με την προσθήκη μεγαλύτερων άνω ορόφων, αυτοσχέδια μπαλκόνια με κλουβιά, και προσθήκες στις ταράτσες των κτηρίων.[12][1][37] Ιδιαίτερα οι ταράτσες ήταν γεμάτες με τηλεοπτικές κεραίες, μπουγάδες, δεξαμενές νερού, και σκουπίδια, και μπορούσαν να διασχιστούν με την χρήση σκάλας.[38][39]
Πληθυσμός
Ο πληθυσμός της πόλης αρχικά κυμαινόταν από 0 έως μερικές εκατοντάδες και άρχισε να αναπτύσσεται σταθερά μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν υπάρχουν ωστόσο αξιόπιστα απογραφικά στοιχεία για μεγάλο μέρος της μετέπειτα ιστορίας της πόλης. Τα επίσημα στοιχεία αναφέρουν πως το 1971 ο πληθυσμός ήταν 10.004 και το 1981 14.617, αλλά οι αριθμοί αυτοί θεωρούνται πολύ χαμηλοί σε σχέση με την πραγματικότητα. Οι ανεπίσημες εκτιμήσεις, συχνά συνυπολογίζοντας και τον γειτονικό μικρό οικισμό του Σάι Τάου Τσουέν[35][40] έκαναν λόγο για 50.000 κατοίκους.[13]
Μετά από εκτεταμένη κυβερνητική έρευνα το 1987, διαπιστώθηκε πως στην πόλη διαβιούσαν 33.000 άτομα, και βάσει της έρευνας αυτής η πληθυσμιακή πυκνότητα αντιστοιχούσε σε 1.255.000 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο,[1] κάνοντας την πόλη το πλέον πυκνοκατοικημένο μέρος του κόσμου.[41]
Πολιτισμός
Οι κάτοικοι της πόλης είχαν τις ίδιες συνήθειες με αυτές των υπολοίπων κατοίκων στην ευρύτερη περιοχή του Χονγκ Κονγκ.[42] Κατά την δύσκολη διαβίωση τους εκεί, ανέπτυξαν συνεταιρισμούς και συνδέσμους ώστε να αντιμετωπίζουν από κοινού τις δυσκολίες,[43] ενώ στις οικογένειες οι γυναίκες και οι ηλικιωμένοι ανελάμβαναν το νοικοκυριό και την φροντίδα των παιδιών.[44] Οι ταράτσες των πολυκατοικιών αποτελούσαν σημαντικό σημείο συνάντησης, ιδιαίτερα για τους κατοίκους των άνω ορόφων, και συχνά έπαιζαν εκεί και τα παιδιά.[45]
Το γιαμέν στο κέντρο της πόλης, αποτελούσε το κυρίαρχο σημείο κοινωνικής συνάθροισης, όπου οι κάτοικοι μπορούσαν να συναντηθούν, να πιούν τσάι, και να επιδοθούν σε καλλιγραφία και άλλες δραστηριότητες. Στο γηροκομείο που στεγάζονταν στο γιανμέν γινόταν θρησκευτικές συναντήσεις για χριστιανούς και άλλους πιστούς.[46] Άλλοι θρησκευτικά κέντρα της περιοχής ήταν οι ναοί Φουκ Τακ και Τιν Χάου οι οποίοι χρησιμοποιούνταν από διάφορες άλλες θρησκείες όπως βουδιστές, ταοιστές, και ανιμιστές.[47]
↑«Memorandum for Members of the Recreation Select Committee, Capital Works Select Committee, Finance Select Committee, and the Standing Committee of the Whole Council: Proposed Park at the site of Kowloon Walled City». Urban Council. 10 Απριλίου 1987.H παράμετρος |url= είναι κενή ή απουσιάζει (βοήθεια)
↑«Memorandum for Members of the Recreation Select Committee: Proposed Park Development at The Kowloon Walled City Site». Urban Council. 7 Σεπτεμβρίου 1990.H παράμετρος |url= είναι κενή ή απουσιάζει (βοήθεια)
↑Ng, Kang-Chung (12 January 1994). «Walled City park project wins top award». South China Morning Post.
↑«Eight Floral Walks». Leisure and Cultural Services Department. 21 Οκτωβρίου 2004. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Νοεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2009.
↑ 25,025,1«The Yamen». Leisure and Cultural Services Department. 21 Οκτωβρίου 2004. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Νοεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2009.
↑«The Old South Gate». Leisure and Cultural Services Department. 21 Οκτωβρίου 2004. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Νοεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2009.
↑ 35,035,1Wesley-Smith, Peter (1998). Unequal treaty, 1898–1997: China, Great Britain, and Hong Kong's new territories (rev. έκδοση). Hong Kong: Oxford University Press. σελίδες 189–90. ISBN0-19-590354-4.
↑Bartholow, Michael (4 Οκτωβρίου 2006). «Crying Freeman Volume 3 TPB». Advanced Media Network. Ανακτήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2009.
↑«New Age Timeout». BD: New Age (Μπανγκλαντές). 19 Μαΐου 2005. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Ιουνίου 2008. Ανακτήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2009.
↑McMillan, Fraser (7 Σεπτεμβρίου 2009). «Stranglehold». Thunderbolt. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2009.
City of Darkness: Life in Kowloon Walled City, Ian Lambot / Greg Girard
City of Darkness: Revisited, Ian Lambot / Greg Girard
Kyūryūjō Tanbō Makutsu de Kurasu Hitobito: City of Darkness(九龍城探訪 魔窟で暮らす人々 -City of Darkness-?, "Kowloon Walled City Exploration: People Who Live in the Devil's Den (City of Darkness)"), Ian Lambot (συγγραφέας) και Greg Girard (φωτογράφος)
Daizukai Kyūryūjō(大図解九龍城?, "Grand Kowloon Walled City Schematics"), Kyūryūjō Tankentai (the "Kowloon Walled City Exploration Team"), Hitomi Terasawa, Takayuki Suzuki, Hiroaki Kani