Παραμνησία

Η παραμνησία ή ψευδής μνήμη είναι το ψυχολογικό φαινόμενο στο οποίο ένα άτομο ανακαλεί στη μνήμη του κάτι που δεν συνέβη. Στην ψευδή μνήμη γίνονται αναφορές σε νομικές υποθέσεις που αφορούν την παιδική σεξουαλική κακοποίηση.[1][2][3][4] Το φαινόμενο αρχικά ερευνήθηκε από τους πρωτοπόρους της ψυχολογίας Σίγκμουντ Φρόυντ και Πιερ Ζανέ. Ο Φρόυντ έγραψε το βιβλίο "Η αιτιολόγηση της υστερίας", όπου ερεύνησε το σεξουαλικό τραύμα που προκαλούν στην παιδική ηλικία οι καταπιεσμένες αναμνήσεις και τη σχέση τους με την υστερία.[5] Η Ελίζαμπεθ Λόφτους έχει υπάρξει βασική ερευνήτρια σχετικά με την ανάκτηση της μνήμης και των ψευδών αναμνήσεων από την αρχή του ερευνητικού της πρότζεκτ το 1974.[6] Το σύνδρομο της ψευδούς μνήμης αναγνωρίζει την ψευδή μνήμη ως κυρίαρχο κομμάτι της ζωής ενός ατόμου, το οποίο επηρεάζει την ψυχοσύνθεση του και την καθημερινή του ζωή. Το σύνδρομο της ψευδούς μνήμης διαφέρει από την ψευδή μνήμη, διότι το σύνδρομο έχει μεγάλη επιρροή στον προσανατολισμό ενός ατόμου, ενώ η ψευδής μνήμη μπορεί να συμβεί χωρίς αυτή τη σημαντική επίδραση. Το σύνδρομο τίθεται σε ισχύ επειδή το άτομο πιστεύει ότι η μνήμη αυτή είναι αληθινή.[7] Ωστόσο, η έρευνα πάνω στο σύνδρομο παρουσιάζει αντιφάσεις και έτσι δεν χαρακτηρίζεται ως ψυχική διαταραχή. Η ψευδής μνήμη αποτελεί σημαντικό μέρος της ψυχολογικής έρευνας εξαιτίας των δεσμών που έχει με πολλές ψυχικές διαταραχές, όπως το μετατραυματικό άγχος.[8]

Χειραγώγηση της ανάκλησης αναμνήσεων μέσω της γλώσσας

Το 1974, η Ελίζαμπεθ Λόφτους και ο Τζον Πάλμερ διεξήγαγαν μία μελέτη για να ερευνήσουν τις επιδράσεις της γλώσσας στην ανάπτυξη της παραμνησίας. Το πείραμα περιλάμβανε δύο ξεχωριστές μελέτες.

Στο πρώτο τεστ, σε 45 συμμετέχοντες ανατέθηκε τυχαία να παρακολουθήσουν διαφορετικά βίντεο ενός αυτοκινητιστικού δυστυχήματος, για το οποίο ξεχωριστά βίντεο έδειχναν συγκρούσεις 20 μιλίων την ώρα, 30 μιλίων την ώρα και 40 μιλίων την ώρα. Αμέσως μετά, οι συμμετέχοντες συμπλήρωναν μια εξέταση. Η εξέταση είχε πάντα την ερώτηση "τι ταχύτητα είχαν αναπτύξει τα οχήματα όταν συγκρούστηκαν;". Η ερώτηση ήταν πάντα η ίδια, όμως άλλαζε το ρήμα που χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει τη σύγκρουση. Αντί για "συγκρούστηκαν", άλλα ρήματα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν τα "προσέκρουσαν το ένα στο άλλο", "τράκαραν", "χτύπησαν". Οι συμμετέχοντες εκτίμησαν ότι οι συγκρούσεις ήταν όλες κατά μέσο όρο ανάμεσα στα 35 μίλια την ώρα και τα 40 μίλια την ώρα. Εάν η πραγματική ταχύτητα ήταν ο κύριος παράγοντας στην εκτίμηση, υποτίθεται ότι οι συμμετέχοντες θα είχαν χαμηλότερες εκτιμήσεις σχετικά με συγκρούσεις μικρότερης ταχύτητας. Αντί αυτού, η λέξη που χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει τη σύγκρουση έμοιαζε να προβλέπει την εκτίμηση στην ταχύτητα παρά την ίδια την ταχύτητα.[6]

Στο δεύτερο πείραμα επίσης παρουσιάζονταν στους συμμετέχοντες βίντεο ενός αυτοκινητιστικού δυστυχήματος, αλλά η κριτική χειραγώγηση ήταν η πολυλογία του ερωτηματολογίου. Σε 150 συμμετέχοντες ανατέθηκαν 3 διαφορετικά τεστ. Στο γκρουπ που απάντησε στο πρώτο τεστ η ερώτηση ήταν ίδια με αυτή της πρώτης μελέτης, μόνο που χρησιμοποιήθηκε το ρήμα "συντρίφθηκαν". Στο γκρουπ που απάντησε στο δεύτερο τεστ η ερώτηση ήταν ίδια με αυτή της πρώτης μελέτης, αλλά χρησιμοποιήθηκε το ρήμα "χτύπησαν". Στο τρίτο γκρουπ δεν τέθηκε το ερώτημα σχετικά με την ταχύτητα των τρακαρισμένων αυτοκινήτων. Οι ερευνητές ρώτησαν τους συμμετέχοντες και των τριών ομάδων αν είχαν παρατηρήσει σπασμένα τζάμια, γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει κάτι τέτοιο στο βίντεο. Οι απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα έδειξαν ότι η διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που θυμούνταν τα σπασμένα τζάμια και σε αυτούς που δεν τα θυμούνταν προέκυπτε ανάλογα με το ρήμα που χρησιμοποιήθηκε. Ένας μεγάλος αριθμός ατόμων που απάντησαν στο πρώτο από τα 3 τεστ ισχυρίστηκε ότι υπήρχαν σπασμένα τζάμια.

Σε αυτή τη μελέτη, το πρώτο σημείο που τέθηκε σε συζήτηση είναι ότι οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν για να σχηματίσουν την ερώτηση μπορούν να επηρεάσουν βαθύτατα την απάντηση που δίνεται.[6] Επιπλέον, η μελέτη δείχνει ότι ο σχηματισμός μιας ερώτησης μπορεί να φέρει λεπτομέρειες που αγνοήθηκαν πρωτύτερα, κι έτσι σε μια παρανόηση της μνημονικής ανάκλησης. Αυτή η ένδειξη υποστηρίζει ότι η ψευδής μνήμη είναι ένα υπαρκτό φαινόμενο.

Mετατροπή άρθρων σε μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων

Η μετά-ανάλυση της Λόφτους πάνω σε μελέτες για τη χειραγώγηση της μνήμης από τη γλώσσα υποδήλωνε ότι οι επιδράσεις του φαινομένου καθορίζουν τη διαδικασία ανάκλησης και τα προϊόντα της ανθρώπινης μνήμης. Ακόμη και η μικρότερη μετατροπή σε μια ερώτηση, όπως το άρθρο που προηγείται της υποτιθέμενης μνήμης, μπορεί να αλλοιώσει τις απαντήσεις. Για παράδειγμα, ρωτώντας κάποιον αν είδε "την" πινακίδα "στοπ", παρά "μία" πινακίδα "στοπ", παρέχει στον αποκρινόμενο το δεδομένο ότι όντως υπήρχε μια πινακίδα στοπ στη σκηνή του γεγονότος. Αυτό το δεδομένο αύξησε τον αριθμό των ατόμων που απάντησαν ότι πράγματι είχαν δει μία πινακίδα στοπ στη σκηνή.

Οι επιπτώσεις των επιθέτων σε μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων

Η επιλογή των επιθέτων μπορεί να δώσει τα χαρακτηριστικά ενός αντικειμένου. Η χρήση των επιθέτων σε μια προτροπή μπορεί να αλλάξει τις απαντήσεις των συμμετεχόντων. Η μελέτη του Χάρρις το 1973 ερευνά τις διαφορές σε απαντήσεις σχετικά με το ύψος ενός παίκτη μπάσκετ. Στους συμμετέχοντες είτε έγινε η ερώτηση "πόσο ψηλός ήταν ο παίκτης;" είτε η ερώτηση "πόσο κοντός ήταν ο παίκτης;". Αντί να ρωτήσουν τους συμμετέχοντες απλά για το ύψος του παίκτη, χρησιμοποίησαν επίθετα που είχαν επίδραση στα αριθμητικά αποτελέσματα. Η διαφορά ανάμεσα στους μέσους όρους των απαντήσεων των δυό γκρουπ ήταν 25 εκατοστά.

Λίστες λέξεων

Οι ψευδείς μνήμες μπορεί να τεθούν σε λειτουργία αν παρουσιάζεται στα υποκείμενα της έρευνας μια συνεχόμενη λίστα με λέξεις. Όταν παρουσίαζαν στα υποκείμενα έναν δεύτερο τύπο της λίστας και τα ρωτούσαν εάν οι λέξεις εμφανίζονταν στην προηγούμενη λίστα, ανακάλυπταν ότι τα υποκείμενα δεν αναγνώριζαν τη λίστα σωστά. Όταν οι λέξεις των δύο καταλόγων σχετίζονταν σημασιολογικά μεταξύ τους (π.χ ύπνος/κρεβάτι), ήταν πιο πιθανό τα υποκείμενα να μη θυμούνται την πρώτη λίστα σωστά και να δημιουργούν ψευδείς μνήμες.[9]

Σκηνοθετημένα νατουραλιστικά γεγονότα

Τα υποκείμενα προσκλήθηκαν σε ένα γραφείο και είχαν εντολή να περιμένουν εκεί. Μετά τους ζητήθηκε να ανακαλέσουν στη μνήμη τους τα αντικείμενα του γραφείου. Τα υποκείμενα "θυμούνταν" πράγματα που σχετίζονται με ένα γραφείο, παρόλο που δεν υπήρξαν ποτέ στο γραφείο όπου περίμεναν. (Μπριούερ και Τρέιενς, 1981) [9]

Απάντηση στην μετα-ανάλυση

Υποστηρίχθηκε ότι η Λόφτους και ο Πάλμερ δεν έλεγχαν για εξωτερικούς παράγοντες που προέρχονταν από τα άτομα ξεχωριστά, όπως τα συναισθήματα των συμμετεχόντων ή η κατανάλωση αλκοόλ, μαζί με πολλούς άλλους παράγοντες. Παρά τις κριτικές όπως αυτή, η συγκεκριμένη μελέτη είναι εξαιρετικά σχετική με νομικές υποθέσεις που αφορούν την παραμνησία. Η αυτοκίνητιστική έρευνα των Λόφτους και Πάλμερ επέτρεψε στην Επιτροπή Ντέβλιν να δημιουργήσει την Αναφορά Ντέβλιν, η οποία υποστήριζε ότι η αυτόπτης μαρτυρία δεν είναι αξιόπιστη από μόνη της.

Αξιοπιστία της μνημονικής ανάκλησης

Προϋποθέσεις

Οι Προϋποθέσεις είναι μια επίδραση μέσω της επιλεγμένης γλώσσας. Εάν ένας άνθρωπος ρωτηθεί "Τι απόχρωση του μπλε ήταν το πορτοφόλι;", στην πραγματικότητα αυτό που o ερωτών λέει είναι το εξής: "Το πορτοφόλι ήταν μπλε. Ποιας απόχρωσης του μπλε ήταν;" Ο σχηματισμός της ερώτησης παρέχει στον ερωτηθέντα ένα υποτιθέμενο "γεγονός". Η προϋπόθεση παρέχει δύο ξεχωριστές επιδράσεις: Την πραγματική επίδραση και την ψευδή επίδραση.

Η πραγματική επίδραση λέει ότι το αντικείμενο που υποτίθεται υπάρχει, όντως υπάρχει. Με αυτήν, η ανάκληση αυτού που απαντά ενισχύεται, είναι προσιτός με μεγαλύτερη προθυμία, και επομένως είναι ευκολότερο να επεκτείνει την απάντηση του. Στην πραγματική επίδραση, οι προϋποθέσεις καθιστούν μια λεπτομέρεια πιο πρόθυμα ανακαλούμενη. Για παράδειγμα, θα ήταν λιγότερο πιθανό ο αποκρινόμενος να θυμηθεί εάν ένα πορτοφόλι ήταν μπλε εάν η πρόταση δεν έλεγε ότι ήταν μπλε. Η ψευδής επίδραση είναι όταν το αντικείμενο που υποτίθεται ότι υπάρχει δεν υπήρχε ποτέ. Παρόλα αυτά, ο αποκρινόμενος πείθεται διαφορετικά και είναι εφικτό να χειραγωγηθεί η μνήμη του. Μπορεί επίσης να αλλοιώσει τις απαντήσεις σε επερχόμενες ερωτήσεις για να διατηρηθεί η σταθερότητα. Ανεξάρτητα από το αν η επίδραση είναι πραγματική ή ψευδής, ο αποκρινόμενος προσπαθεί να προσαρμόσει τις απαντήσεις του ως προς αυτή την πληροφορία, επειδή υποθέτει ότι είναι αληθινή.

Κατασκευή υπόθεσης

Η κατασκευή υπόθεσης έχει μεγάλες επιπτώσεις για εξηγήσεις σχετικά με την ελασιμότητα της μνήμης. Καθώς κάνεις μια ερώτηση στο υποκείμενο η οποία παρέχει μια προϋπόθεση, ο αποκρινόμενος θα παρέχει μια απάντηση σε συμφωνία με την προϋπόθεση (εφόσον δεχτεί ότι υπάρχει εξαρχής). Ο αποκρινόμενος θα ανακαλέσει στη μνήμη του είτε το αντικείμενο είτε την λεπτομέρεια. Η κατασκευή υπόθεσης λέει ότι εάν ένα πραγματικό κομμάτι της πληροφορίας που παρέχεται μπορεί να αλλοιώσει την απάντηση του αποκρινόμενου, τότε μπορεί αυτό να το κάνει και ένα ψευδές κομμάτι της πληροφορίας.[10]

Θεωρία σκελετού

Η Λόφτους διατύπωσε τη θεωρία σκελετού μετά τη διεξαγωγή ενός πειράματος που περιελάμβανε 150 άτομα από το Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον. Η θεωρία σκελετού εξηγεί το πως μια μνήμη ανακαλείται, η οποία ανάκληση χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: Την διαδικασία της απόκτησης και την διαδικασία της ανάκτησης.

Η διαδικασία της απόκτησης χωρίζεται σε τρία βήματα. Πρώτα, μετά την πρωτότυπη ενθάρρυνση, ο παρατηρητής διαλέγει ένα ερέθισμα στο οποίο εστιάζει. Η πληροφορία ότι ο παρατηρητής μπορεί να εστιάσει κάπου σε σύγκριση με την πληροφορία της κατάστασης είναι πολύ μικρή. Με άλλα λόγια, πολλά συμβαίνουν γύρω μας και εμείς διαλέγουμε ένα μικρό κομμάτι από αυτά. Επομένως, ο παρατηρητής πρέπει να κάνει μια επιλογή στο σημείο εστίασης. Δεύτερον, η οπτική μας αντίληψη πρέπει να εκφραστεί με δηλώσεις και περιγραφές. Οι δηλώσεις αντιπροσωπεύουν μια συλλογή αντιλήψεων και αντικειμένων. Είναι ο σύνδεσμος ανάμεσα στην ύπαρξη του γεγονότος και στην ανάκληση. Τρίτον, οι αντιλήψεις υπόκεινται σε οποιαδήποτε 'εξωτερική" πληροφορία που παρέχεται πριν ή μετά την ερμηνεία. Αυτή η ακόλουθη σειρά πληροφοριών μπορεί να αλλοιώσει την ανάκληση.

Η διαδικασία της ανάκτησης χωρίζεται σε δύο βήματα. Πρώτα, η μνήμη και οι εικόνες αναγεννούνται. Αυτή η αντίληψη υπόκειται στο σημείο εστίασης που έχει επιλέξει ο παρατηρητής, μαζί με την πληροφορία που παρέχεται πριν ή μετά την παρατήρηση. Δεύτερον, η σύνδεση εισάγεται με μία δήλωση απάντησης, για να γίνει κατανόηση του πράγματος που ερευνήθηκε. Αυτή η διαδικασία ανάκτησης είτε οδηγεί σε μία πραγματική μνήμη είτε σε μία ψευδή μνήμη.

Σχετική επεξεργασία

Η διαδικασία ανάκτησης της μνήμης έχει συνδεθεί με τη σχετική επεξεργασία του εγκεφάλου. Συσχετίζοντας δύο γεγονότα, υπάρχουν λεκτικές και ουσιαστικές αναπαραστάσεις. Οι λεκτικές σχετίζονται με ατομικά συμβάντα (π.χ δεν μου αρέσουν τα σκυλιά επειδή όταν ήμουν πέντε χρονών ένα τσιουάουα με δάγκωσε) και οι ουσιαστικές σχετίζονται με γενικά συμπεράσματα (π.χ δεν μου αρέσουν τα σκυλιά επειδή είναι μοχθηρά). Συμβαδίζοντας με τη Θεωρία της Ασαφούς Τροχιάς, η οποία ισχυρίζεται ότι οι ψευδείς μνήμες αποθηκεύονται στις ουσιαστικές αναπαραστάσεις (οι οποίες ανακτούν και την αληθή και την ψευδή ανάκληση), ο Στορμπεκ και ο Κλοουρ (2005) ήθελαν να δουν πως η αλλαγή διάθεσης επηρέαζε την ανάκτηση των ψευδών αναμνήσεων. Με τη χρήση ενός εργαλείου λεκτικής σύνδεσης που ονομάζεται Παράδειγμα Ντις-Ρέντιγκερ-Μακντέρμοτ κατάφεραν να χειραγωγήσουν τις διαθέσεις των υποκειμένων. Οι διαθέσεις είτε κατευθύνονται να είναι πιο θετικές, είτε πιο αρνητικές, είτε δεν τις χειραγωγούσαν. Τα ευρήματα υποδήλωναν ότι μια πιο αρνητική διάθεση έκανε τις σημαντικές λεπτομέρειες, που αποθηκεύονται στις ουσιαστικές αναπαραστάσεις, λιγότερο προσβάσιμες.[11] Αυτό έδειχνε ότι η ψευδής μνήμη ήταν λιγότερο πιθανό να εμφανιστεί όταν ένα υποκείμενο είχε πιο αρνητική διάθεση.

Θεραπείες που εισήχθησαν για την αποκατάσταση της μνήμης

Στρατηγικές αποκατάστασης

Οι μνήμες που αποκαταστάθηκαν μέσω θεραπείας έγινε δύσκολο να κατανοηθεί αν απλώς ήταν καταπιεσμένες ή αν υπήρχαν εξαρχής. Οι θεραπευτές χρησιμοποίησαν στρατηγικές όπως η υπνοθεραπεία, οι συνεχόμενες ερωτήσεις, και τη βιβλιοθεραπεία. Αυτές οι στρατηγικές μπορεί να προκαλέσουν την αποκατάσταση ανύπαρκτων γεγονότων στη μνήμη ή ανακριβών αναμνήσεων.[3][12][13] Μία πρόσφατη αναφορά δείχνει ότι παρόμοιες στρατηγικές μπορεί να έχουν παραγάγει ψευδείς μνήμες σε αρκετές θεραπείες στον 20ο αιώνα πριν την σύγχρονη αμφισβήτηση πάνω στο ζήτημα η οποία έλαβε μέρος τις δεκαετία του 1980 του 1990. Η Ελίζαμπεθ Λόφτους συγγραφέας του μύθου της καταπιεσμένης μνήμης: Οι ψευδείς μνήμες και οι κατηγορίες για σεξουαλική κακοποίηση, γράφει για το πόσο εύκολο της ήταν ως θεραπεύτρια να πλάσει μνήμες των ατόμων, ή να τους κάνει να ανακαλέσουν στη μνήμη τους ένα σπασμένο τζάμι που δεν υπήρξε ποτέ.[14]

Για αυτήν υπάρχουν διαφορετικές πιθανότητες να δημιουργήσει ψευδείς μνήμες μέσω θεραπείας. Μία είναι οι ακούσιες προτροπές των θεραπευτών. Λένε στους πελάτες τους με βάση τα συμπτώματά τους ότι είναι αρκετά πιθανό να έχουν κακοποιηθεί ως παιδιά. Καθώς φτιάχνεται αυτή η "διάγνωση", ο θεραπευτής προτρέπει τον ασθενή να ακολουθήσει τις δύστροπες μνήμες. Είναι ένα πρόβλημα το γεγονός ότι οι άνθρωποι δημιουργούν τη δική τους κοινωνική πραγματικότητα μέσω εξωτερικών πληροφοριών (προφητεία της αυτοπραγμάτωσης.[15]

Ο Λωρενς και ο Πέρρυ διεξήγαγαν μια μελέτη δοκιμάζοντας την ικανότητα της ανάκλησης αναμνήσεων μέσω της ύπνωσης. Τα υποκείμενα έπεφταν σε κατάσταση υπνωτισμού και αργότερα ξυπνούσαν. Οι παρατηρητές ισχυρίστηκαν ότι τα υποκείμενα ξυπνούσαν από ένα δυνατό θόρυβο. Σχεδόν τα μισά υποκείμενα είπαν ότι ο θόρυβος ήταν πραγματικός, αλλά στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ποτέ. Ωστόσο, επειδή η κατάσταση του υποκειμένου αλλοιώνεται θεραπευτικά, αυτό τους οδηγεί να πιστεύουν πως ότι τους είπαν ήταν αληθινό.[16] Εξαιτίας αυτού, ο αποκρινόμενος έχει μια ψευδή μνήμη.

Μία μελέτη του 1989 που εστίαζε στην ικανότητα της ύπνωσης και στην παραμνησία ξεχώρισε τις ανακληθείσες μνήμες σε ακριβείς και ανακριβείς. Σε μια ανοικτή ερώτηση, το 11.5% των υποκειμένων ανακάλεσε το ψευδές γεγονός που τους έδειξαν οι ερευνητές. Σε ένα ερωτηματολόγιο πολλαπλής επιλογής, κανείς από τους συμμετέχοντες δεν υποστήριξε ότι το ψευδές γεγονός συμβαίνει στα αλήθεια. Αυτό οδήγησε στο συμπέρασμα ότι οι υπνωτικές υποκινήσεις επιφέρουν αλλαγές στη συγκέντρωση, στην επίγνωση, και στην προσοχή. Παρόλα αυτά, τα υποκείμενα δεν ανάμιξαν τη φαντασία τους με την πραγματικότητα.[5]

Η αποκατάσταση της μνήμης μέσω θεραπείας είναι μια κυρίαρχη υποκατηγορία της μνημονικής ανάκλησης προτρέποντας συζήτηση σχετικά με το Σύνδρομο Παραμνησίας. Αυτό το φαινόμενο ορίζεται με χαλαρότητα, και δεν αποτελεί κομμάτι του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου των Πνευματικών Διαταραχών. Ωστόσο, η διάγνωση λέει ότι η παραμνησία μπορεί να θεωρηθεί σύνδρομο αν η ανάκληση μιας ψευδούς ή ανακριβούς ανάμνησης καταλαμβάνει μεγάλη επίδραση στη ζωή ενός ατόμου. Αυτή η παραμνησία μπορεί να αλλοιώσει την προσωπικότητα και τον τρόπο ζωής ενός ατόμου.[5]

Η τεχνική "χαμένος στο εμπορικό κέντρο" είναι μια άλλη στρατηγική αποκατάστασης της μνήμης. Είναι κυρίως ένα μοτίβο επαναλαμβανόμενων υποκινήσεων. Στο άτομο του οποίου η μνήμη επρόκειτο να αποκατασταθεί λέγεται επιμονώς ότι έχει περάσει ένα βίωμα χωρίς αυτό να έχει απαραίτητα συμβεί. Αυτή η στρατηγική μπορεί να προκαλέσει στο άτομο την ανάκληση του γεγονότος ως πραγματικό, άσχετα εάν έχει συμβεί ή όχι.

Νομικές υποθέσεις

Η θεραπεία αποκατάστασης της μνήμης έχει κάνει συχνές εμφανίσεις σε νομικές υποθέσεις, συγκεκριμένα σε αυτές που αφορούν σεξουαλική κακοποίηση. Οι θεραπευτές συνήθως έχουν σκοπό να δημιουργήσουν μια ψευδή ανάμνηση στο μυαλό ενός θύματος, εκ προθέσεως ή χωρίς. Θα συνδέσουν τη συμπεριφορά ενός ασθενή με το γεγονός ότι έχουν υπάρξει θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, βοηθώντας έτσι τη δημιουργία της μνήμης. Χρησιμοποιούν τεχνικές ενίσχυσης της μνήμης όπως η υπνωτική ανάλυση ονείρων για να εξάγουν μνήμες σεξουαλικής κακοποίησης από θύματα. Σύμφωνα με το ίδρυμα Παραμνησίας, αυτές οι αναμνήσεις είναι ψευδείς και παράγονται ερευνώντας τες και εμπλέκοντας τες ως βιωματικό αφήγημα της ζωής κάποιου. Στην υπόθεση Ραμόνα εναντίον Ισαμπέλα, δύο θεραπευτές με λανθασμένο τρόπο δημιούργησαν στην ασθενή τους, Χόλλυ Ραμόνα, την ανάμνηση ότι είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά από τον πατέρα της. Υποστηρίχθηκε πως η θεραπευτής, Ισαμπέλα, είχε φυτέψει την μνήμη στην Ραμόνα με τη χρήση του ναρκωτικού Αμοβαρβιτάλη. Μετά από μια σχεδόν ομόφωνη απόφαση, η Ισαμπέλα δικάστηκε αμελής ως προς την Χόλλυ Ραμόνα. Αυτή η νομική υπόθεση του 1994 έπαιξε μαζικό ρόλο στο να πέσει φως σχετικά με την πιθανότητα των εμφανίσεων των ψευδών αναμνήσεων.

Σε μια άλλη νομική υπόθεση όπου οι ψευδείς μνήμες χρησιμοποιήθηκαν, βοήθησαν έναν άνδρα να αθωωθεί από τις κατηγορίες που του χρεώθηκαν. Ο Τζόζεφ Πέισλι είχε κατηγορηθεί για εισβολή στο σπίτι μίας γυναίκας με την πρόθεση να την κακοποιήσει σεξουαλικά. Η γυναίκα είχε δώσει την περιγραφή του δράστη στην αστυνομία λίγο μετά το συμβάν αυτό. Κατά τη διάρκεια της δίκης, η ερευνήτρια της μνήμης Ελίζαμπεθ Λόφτους κατέθεσε ότι η μνήμη είναι σφαλερή και ότι υπήρχαν πολλά συναισθήματα που είχαν ρόλο στην περιγραφή που έδωσε η γυναίκα στην αστυνομία. Η Λόφτους δημοσίευσε πολλές μελέτες σχετικές με την κατάθεση της.[10][17][18] Αυτές οι μελέτες ισχυρίζονταν πως οι μνήμες μπορούν εύκολα να αλλάξουν και ότι οι αυτόπτες μαρτυρίες μερικές φορές δεν είναι όσο αξιόπιστες πιστεύουν πολλοί.

Μολονότι υπήρξαν πολλές νομικές υποθέσεις όπου η παραμνησία φαίνεται πως αποτελούσε παράγοντα, αυτό δεν διευκολύνει τη διαδικασία διάκρισης ανάμεσα στην παραμνησία και τις αληθινές μνήμες. Η ηχό- θεραπευτική στρατηγική μπορεί να βοηθήσει στην επίλυση αυτής της διάκρισης, είτε αποφεύγοντας αμφιλεγόμενες στρατηγικές είτε περικλείοντας την αμφιβολία σε ένα ζήτημα.[3][5][19] Σε κάθε περίπτωση, η ανακτημένη μνήμη μέσω θεραπείας κρίθηκε απαράδεκτη και μη επιστημονικά τεκμηριωμένη. Το γεγονός ότι οι ανακτημένες αναμνήσεις δεν μπορούν να διακριθούν απαραίτητα σε ψευδείς ή αληθείς σήμαινε ότι η ποιότητα των αποδείξεων είχε αποδυναμωθεί και οι υποθέσεις έληξαν εις βάρος των θεραπευτών. Η ένσταση στις θεραπευτικές τεχνικές ανάκτησης της μνήμης συζητήθηκε συγκρίνοντας τη δεοντολογία και την ηθική των τεχνικών αυτών με την δεοντολογία και την ηθική των τεχνικών εξάλειψης της μνήμη όπως η Ελεκτροσπασμωδική θεραπεία.

Ο Χάρολντ Μέρσκει δημοσίευσε ένα έγγραφο σχετικά με τα ηθικά ζητήματα της θεραπείας για την αποκατάσταση της μνήμης.[19] Ισχυρίζεται ότι εάν ένας ασθενής είχε σοβαρά προϋπάρχοντα θέματα στη ζωή του, είναι πιθανό ότι μια "επιδείνωση" θα συμβεί σε σοβαρό σχετικά μέγεθος κατά τη διάρκεια της ανάκλησης της μνήμης του. Αυτή η επιδείνωση είναι ψυχικά παράλληλη προς το συναισθηματικό τραύμα που αναδύθηκε στην επιφάνεια. Μπορεί να υπάρξουν δάκρυα, σπασμοί και αρκετές άλλες μορφές ψυχικής διαταραχής. Το να συμβεί ψυχική επιδείνωση κατά τη διάρκεια της ανάκλησης μνήμης σε έναν ασθενή με σχετικά σοβαρά θέματα εξαιτίας της θεραπείας μπορεί να είναι μια ένδειξη ότι η μνήμη που ανακαλείται πιθανό να είναι ψευδής.[19]

Στα παιδιά

Εάν ένα παιδί έχει βιώσει κακοποίηση, δεν είναι τυπικό γι αυτά να πουν όλες τις λεπτομέρειες του συμβάντος όταν μιλούν ανοιχτά.[20] Η προσπάθεια να υποκινήσει κανείς έμμεσα μια ανάκληση μνήμης, μπορεί να οδηγήσει σε αντιφατικές απαντήσεις, καθώς μια συνεχώς επαναλαμβανόμενη ερώτηση μπορεί να κάνει το παιδί να θυμηθεί κάτι απλά για να απαντήσει στην ερώτηση. Το άγχος στο οποίο υποβάλλεται το παιδί μπορεί να κάνει την ανάκληση μίας αληθινής ανάμνησης ακόμη πιο δύσκολη.[1] Κάποιοι άνθρωποι υποθέτουν πως εάν το παιδί προσπαθεί συνεχώς να ανακαλέσει μία ανάμνηση, τότε χτίζει ένα μεγαλύτερο αρχείο πηγών από το οποίο μπορεί να προέρχεται μνήμη, πιθανώς συμπεριλαμβάνοντας άλλες πηγές πέρα από τις αληθινές μνήμες. Παιδιά που δεν έχουν κακοποιηθεί ποτέ και υφίστανται παρόμοιες τεχνικές εκμαίευσης απάντηαης μπορούν να συμπεριλάβουν στις απαντήσεις τους γεγονότα που δεν έγιναν ποτέ.[20] Αν κάποιος συμπεράνει ότι η μνήμη που ανακάλεσε το παιδί είναι ψευδής, τότε είναι λάθος τύπου 1. Αν κάποιος υποθέσει ότι το παιδί ανακάλεσε συμβάν που δεν έγινε ποτέ, τότε είναι λάθος τύπου 2.

Μία από τις πιο σημαντικές παιδικές υποτροπές στην ανάκληση μνήμης είναι η κακή κατανομή των πηγών. Η κακή κατανομή των πηγών είναι το ψεγάδι στην αποκρυπτογράφηση ανάμεσα στις πιθανές προελεύσεις μίας μνήμης. Η πηγή μπορεί να προέρχεται από μία πραγματική αντίληψη, η μπορεί να προέρχεται από ένα φανταστικό γεγονός ή γεγονός στο οποίο υποκινήθηκαν τα παιδιά μέσω ερωτήσεων. Τα νεότερα παιδιά, τα νήπια συγκεκριμένα, το βρίσκουν πιο δύσκολο να κάνουν διάκριση μεταξύ των δύο.[21] Η Λίντσει και ο Τζόνσον (1987) συμπέραναν ότι ακόμη και παιδιά που πλησιάζουν την εφηβεία δυσκολεύονται να κάνουν αυτή τη διάκριση, και δυσκολεύονται επίσης να ανακαλέσουν ένα αληθινό συμβάν στο οποίο ήταν μάρτυρες. Τα παιδιά είναι πολύ πιο πιθανό να μπερδέψουν μία πηγή και να διακρίνουν αν αυτή έχει εφευρεθεί ή αν είναι υπαρκτή.[22]

Συλλογικές ψευδείς μνήμες

Παρόμοιες ψευδείς μνήμες μερικές φορές είναι ίδιες σε πολλούς ανθρώπους.[23][24] Για παράδειγμα, μία κάπως κοινή ψευδής μνήμη είναι ότι το όνομα της παιδικής σειράς Οικογένεια Ποκοπίκου, συχνά προφερόταν "Ποκοπίκου".[25][26] Ένα ακόμη γνωστό παράδειγμα ψευδούς μνήμης είναι μια ταινία στην οποία πρωταγωνιστούσε ο κωμικός Σίνμπαντ, η οποία λεγόταν "Σαζάαμ".[23] Μία μελέτη ασχολήθηκε με ανθρώπους που ήταν οικείοι με το ρολόι στον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό της Μπολόνια, το οποίο είχε πάθει ζημιά στη Σφαγή της Μπολόνια το 1980. Στη μελέτη, το 92% των ανθρώπων θυμόταν ψευδώς ότι το ρολόι είχε σταματήσει εξαιτίας του βομβαρδισμού, και δεν μπορούσαν να θυμηθούν ότι το ρολόι επισκευάστηκε μετά την επίθεση. Στην πραγματικότητα, το ρολόι συνέχισε να λειτουργεί και σταμάτησε η λειτουργία του 16 χρόνια μετά ως συμβολικό μνημόσυνο στα θύματα της επίθεσης.[24]

Το 2015 το φαινόμενο της συλλογικής ψευδούς μνήμης ονομάστηκε ως "Φαινόμενο Μαντέλα" από την αυτοαποκαλούμενη "παραφυσική σύμβουλο" Φίονα Μπρουμ, ως μνεία σε μια ψευδή μνήμη την οποία αυτή αναφέρει, το θάνατο του Νοτιοαφρικάνου ακτιβιστή και αργότερα πρόεδρο της Νότιας Αφρικής Νέλσον Μαντέλα στη δεκαετία του 1980 (αντί για τις 5 Δεκέμβρη 2013 που απεβίωσε ο Μαντέλα). Ισχυρίζεται ότι χιλιάδες άνθρωποι μοιράζονται την ψευδή άποψη ότι ο Μαντέλα πέθανε τη δεκαετία του 1980.[27] Η Μπρουμ έκανε λόγο για Πολυσύμπαν ως εξήγηση, αλλά οι περισσότεροι σχολιαστές κάνουν λόγο ότι αυτό είναι ένα ακόμη άμεσο παράδειγμα ψευδών μνημών που διαμορφώθηκαν από πολλούς παράγοντες και επηρεάζουν πολλούς ανθρώπους[23][26][28][29][30][31][32] όπως η κοινωνική ενίσχυση των λανθασμένων μνημών,[33][34] ή ψευδή νέα και παραπλανητικές φωτογραφίες που επηρεάζουν το σχηματισμό των αναμνήσεων που βασίζονται σε αυτές.[34][35]

Δείτε επίσης

Θέματα που σχετίζονται με την Παραμνησία είναι:

  • Σύνδρομο Παραμνησίας, μια κατάσταση στην οποία η ταυτότητα ενός ατόμου και οι σχέσεις του επηρεάζονται από ισχυρές αλλά ψευδείς μνήμες τραυματικών βιωμάτων.
  • Σφάλμα Καταγραφής Πηγής, ένα φαινόμενο στο οποίο οι αναμνήσεις αποδίδονται λανθασμένα σε διαφορετικά βιώματα από αυτά που τις προκάλεσαν.
  • Φαινόμενο Παραπληροφόρησης, οι ψευδείς μνήμες που προκαλούνται με την έκθεση σε παραπλανητικές πληροφορίες που παρουσιάζονται ανάμεσα στην κωδικοποίηση ενός γεγονότος και στην επακόλουθη ανάκληση του.
  • Μυθοπλασία, η παραγωγή κατασκευασμένων, διαστρεβλωμένων ή παρερμηνευμένων αναμνήσεων χωρίς τη συνειδητή πρόθεση εξαπάτησης.
  • Καταπιεσμένη Μνήμη, η ιδέα ότι οι τραυματικές αναμνήσεις μπορεί να απωθηθούν και πιθανώς να επανέλθουν μέσω θεραπείας.

Παραπομπές

  1. 1,0 1,1 Bremner, J. D.; Krystal, J. H.; Charney, D. S.; Southwick, S. M. (1996). «Neural mechanisms in dissociative amnesia for childhood abuse: Relevance to the current controversy surrounding the "false memory syndrome». American Journal of Psychiatry 153 (7): 71–82. doi:10.1176/ajp.153.7.71. PMID 8659644. 
  2. Davis, J (2005). «Victim narratives and victim selves: False memory syndrome and the power of accounts». Social Problems 52 (4): 529–548. doi:10.1525/sp.2005.52.4.529. https://archive.org/details/sim_social-problems_2005-11_52_4/page/529. 
  3. 3,0 3,1 3,2 Ware, R (1995). «Scylla and Charybdis – Sexual abuse or false memory syndrome – Therapy-induced memories of sexual abuse». Journal of Analytical Psychology 40 (1): 5–22. doi:10.1111/j.1465-5922.1995.00005.x. PMID 7868381. 
  4. Christianson, S.; Loftus, E. (1987). «Memory for traumatic events». Applied Cognitive Psychology 1 (4): 225–239. doi:10.1002/acp.2350010402. 
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Gleaves, David H.; Smith, Steven M.; Butler, Lisa D.; Spiegel, David (2004). «False and recovered memories in the laboratory and clinic: A review of experimental and clinical evidence». Clinical Psychology-Science and Practice 11 (1): 3–28. doi:10.1093/clipsy.bph055. 
  6. 6,0 6,1 6,2 Loftus, E (1974). «Reconstruction of automobile destruction – Example of interaction between language and memory». Journal of Verbal Learning and Verbal Behavior 13 (5): 585–589. doi:10.1016/s0022-5371(74)80011-3. 
  7. Kaplan, R (2001). «Is there a false memory syndrome? A review of three cases». Comprehensive Psychiatry 42 (4): 342–348. doi:10.1053/comp.2001.24588. PMID 11936143. 
  8. Friedman, M (1996). «PTSD diagnosis and treatment for mental health clinicians». Community Mental Health Journal 32 (2): 173–189. doi:10.1007/bf02249755. PMID 8777873. https://archive.org/details/sim_community-mental-health-journal_1996-04_32_2/page/173. 
  9. 9,0 9,1 Lampinen, James M.; Neuschatz, Jeffrey S.; Payne, David G. (1997-09-01). «Memory illusions and consciousness: Examining the phenomenology of true and false memories» (στα αγγλικά). Current Psychology 16 (3-4): 181–224. doi:10.1007/s12144-997-1000-5. ISSN 0737-8262. https://link.springer.com/article/10.1007/s12144-997-1000-5. 
  10. 10,0 10,1 Loftus, E (1975). «Leading questions and eyewitness report». Cognitive Psychology 7 (4): 560–572. doi:10.1016/0010-0285(75)90023-7. 
  11. Storbeck, J.; Clore, G. (2005). «With sadness comes accuracy; with happiness, false memory». Psychological Science 16 (10): 785–791. doi:10.1111/j.1467-9280.2005.01615.x. PMID 16181441. https://archive.org/details/sim_psychological-science_2005-10_16_10/page/785. 
  12. McElroy, S.; Keck, P. (1995). «Recovered memory therapy – False Memory Syndrome and other complications». Psychiatric Annals 25 (12): 731–735. doi:10.3928/0048-5713-19951201-09. https://archive.org/details/sim_psychiatric-annals_1995-12_25_12/page/731. 
  13. Gold, S (1997). «False memory syndrome: A false dichotomy between science and practice». American Psychologist 52 (9): 988–989. doi:10.1037/0003-066x.52.9.988. https://archive.org/details/sim_american-psychologist_1997-09_52_9/page/988. 
  14. Loftus, Elizabeth (1996). The myth of repressed memory: False memories and allegations of sexual abuse. Macmillian. σελίδες Page 5. ISBN 9781466848863. 
  15. Loftus, Elizabeth F.. «The reality of repressed memories.». American Psychologist 48 (5): 518–537. doi:10.1037/0003-066x.48.5.518. http://doi.apa.org/getdoi.cfm?doi=10.1037/0003-066X.48.5.518. [νεκρός σύνδεσμος]
  16. Laurence, J.; Perry, C. (1983). «Hypnotically created memory among highly hypnotizable subjects». Science 222 (4623): 523–524. doi:10.1126/science.6623094. PMID 6623094. 
  17. Powers, Peter A.; Andriks, Joyce L.; Loftus, Elizabeth F. (1979). «Eyewitness accounts of females and males». Journal of Applied Psychology 64 (3): 339. doi:10.1037/0021-9010.64.3.339. https://archive.org/details/sim_journal-of-applied-psychology_1979-06_64_3/page/339. 
  18. Loftus, Elizabeth F.; Greene, Edith (1980). «Warning: Even memory for faces may be contagious». Law and Human Behavior 4 (4): 323. doi:10.1007/BF01040624. 
  19. 19,0 19,1 19,2 Merskey, H (1996). «Ethical issues in the search for repressed memories». American Journal of Psychotherapy 50 (3): 323–335. PMID 8886232. https://archive.org/details/sim_american-journal-of-psychotherapy_summer-1996_50_3/page/323. 
  20. 20,0 20,1 Ceci, S.; Loftus, E.; Leichtman, M.; Bruck, M. (1994). «The possible role of source misattributions in the creation of false beliefs among preschoolers». International Journal of Clinical and Experimental Hypnosis 42 (4): 304–320. doi:10.1080/00207149408409361. PMID 7960288. https://archive.org/details/sim_international-journal-of-clinical-experimental-hypnosis_1994-10_42_4/page/304. 
  21. Foley, M.; Johnson, M. (1985). «Confusions between memories for performed and imagined actions – a developmental comparison». Child Development 56 (5): 1145–1155. doi:10.2307/1130229. PMID 4053736. https://archive.org/details/sim_child-development_1985-10_56_5/page/1145. 
  22. Lindsay, D.; Johnson, M.; Kwon, P. (1991). «Developmental-changes in memory source monitoring». Journal of Experimental Child Psychology 52 (3): 297–318. doi:10.1016/0022-0965(91)90065-z. PMID 1770330. 
  23. 23,0 23,1 23,2 «The movie that doesn't exist and the Redditors who think it does». www.newstatesman.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2017. 
  24. 24,0 24,1 «Collective representation elicit widespread individual false memories (PDF Download Available)». ResearchGate (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2017. 
  25. «The Mandela Effect». Snopes.com. 24 Ιουλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2017. 
  26. 26,0 26,1 «Are you living in an alternate reality? Welcome to the wacky world of the 'Mandela Effect'» (στα αγγλικά). The Telegraph. http://www.telegraph.co.uk/news/2016/09/20/are-you-living-in-an-alternate-reality-welcome-to-the-wacky-worl/. Ανακτήθηκε στις 2017-02-27. 
  27. «Nelson Mandela Died in Prison? - Mandela Effect» (στα αγγλικά). Mandela Effect. 2010-09-09. http://mandelaeffect.com/nelson-mandela-died-in-prison/. Ανακτήθηκε στις 2017-02-27. 
  28. «Collective False Memories: What's Behind the 'Mandela Effect'?» (στα αγγλικά). The Crux. 2017-02-16. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2017-02-28. https://web.archive.org/web/20170228163956/http://blogs.discovermagazine.com/crux/2017/02/16/mandela-effect-false-memories/#.WLR3bxCX6wk. Ανακτήθηκε στις 2017-02-27. 
  29. «21 Mandela Effect Examples List To Get You Thinking» (στα αγγλικά). BuzzFyre. 2017-02-16. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2017-03-12. https://web.archive.org/web/20170312034116/http://www.buzzfyre.com/mandela-effect-examples/. Ανακτήθηκε στις 2017-02-27. 
  30. «Does this picture look a bit off to you?» (στα αγγλικά). NewsComAu. http://www.news.com.au/lifestyle/real-life/wtf/the-mandela-effect-conspiracy-theorists-believe-were-living-in-colliding-alternate-realities/news-story/ac488ee2426335f09d781f50c26ba33a. Ανακτήθηκε στις 2017-02-27. 
  31. «NZ and the 'Mandela Effect': Meet the folks who remember New Zealand being in a different place». Stuff. Ανακτήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2017. 
  32. «On a Grandma’s House and the Unknowability of the Past». Pacific Standard. 2017-02-09. https://psmag.com/on-a-grandmas-house-and-the-unknowability-of-the-past-64a2f7d9808c#.u0d9xrc4e. Ανακτήθηκε στις 2017-03-01. 
  33. Brown, Adam D.; Kouri, Nicole; Hirst, William (2012-07-23). «Memory's Malleability: Its Role in Shaping Collective Memory and Social Identity». Frontiers in Psychology 3. doi:10.3389/fpsyg.2012.00257. ISSN 1664-1078. PMID 22837750. 
  34. 34,0 34,1 «Can groups of people "remember" something that didn't happen?». Hopes&Fears. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2021-01-18. https://web.archive.org/web/20210118070055/http://www.hopesandfears.com/hopes/now/question/217069-can-groups-of-people-remember-something-that-didn-t-happen. Ανακτήθηκε στις 2017-03-01. 
  35. «CogBlog – A Cognitive Psychology Blog » False Memories in the News: Are Pictures Worth MORE Than 1,000 Words?». web.colby.edu. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2017.