Πακώρος Α΄ της Παρθίας

Πάκωρος Α΄ της Παρθίας
Αργυρή δραχμή 50 π.Χ., 3,87 γραμ. Εμπρός όψη: κεφαλή, πίσω Νίκη που τη στεφανώνει. Πίσω όψη: ο Αρσάκης Α΄ επί δίφρου κρατεί τόξο, επιγρ.: ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΒΑΣΙΛΕΩΝ - ΑΡΣΑΚΟΥ - ΕΥΕΡΓΕΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ - ΕΠΙΦΑΝΟΥΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΟΣ. Μονόγραμμα νομισματοκοπείου Εκβατάνων.
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση67 π.Χ.
Θάνατος38 π.Χ.
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμονάρχης
Οικογένεια
ΓονείςΟρόντης Β’ της Παρθίας και Λαοδίκη της Παρθίας
ΑδέλφιαΦραάτης Δ’ της Παρθίας
ΟικογένειαΔυναστεία των Αρσακιδών της Παρθίας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Πακώρος Α΄, Pacorus I, επίσης γράφεται Pakoros I, Παρθικά: 𐭐𐭊𐭅𐭓, (απεβ. το 38 π.Χ.) ήταν Πάρθιος πρίγκιπας, ο οποίος ήταν γιος και κληρονόμος του Ορόντη Β΄ (βασ. 57–37 π.Χ. ). Ο νομισματολόγος Ντέιβιντ Σέλγουντ συμπέρανε ότι ο Πάκωρος Α΄ κυβέρνησε το 39 π.Χ. Δεν είναι βέβαιο, αν ο Πάκωρος Α΄ κυβέρνησε μαζί με τον πατέρα του ή αν κυβερνούσε ανεξάρτητα. Η σύζυγός του ήταν μία ανώνυμη Αρμένια πριγκίπισσα των Αρταξιαδών, η οποία ήταν αδελφή τού βασιλιά της Αρμενίας Αρταβάσδη Β΄ (βασ. 55–34 π.Χ.).

Μετά τη νίκη των Πάρθων κατά των Ρωμαίων στη μάχη των Καρρών το 53 π.Χ., οι Πάρθοι προσπάθησαν να καταλάβουν εδάφη, που κατείχαν οι Ρωμαίοι στη Δυτική Ασία, με τον Πακώρο Α΄ να ενεργεί ως ένας από τους κορυφαίους διοικητές. Αν και αρχικά είχαν επιτυχία, απωθήθηκαν από τους Ρωμαίους. Ο ίδιος ο Πακώρος Α΄ ηττήθηκε και σκοτώθηκε στη μάχη τού όρους Γινδάρου από τις δυνάμεις του Πόπλιου Βεντίδιου Βάσου. Το τέλος του πυροδότησε μία κρίση διαδοχής, κατά την οποία ο Ορόντης Β΄, βαθιά ταλαιπωρημένος από το τέλος τού αγαπημένου του γιου, παραχώρησε τον θρόνο στον άλλο γιο του Φραάτη Δ΄ (βασ. 37–2 π.Χ. ) ως νέος κληρονόμος του.

Όνομα

Το όνομα Pacorus είναι η λατινική μορφή του ελληνικού Πακώρος, το ίδιο μία παραλλαγή τού μεσο-ιρανικού Pakur, που προέρχεται από το παλαιο-ιρανικό bag-puhr («γιος θεού»). [1] [2] Η αρμενική και η γεωργιανή μεταγραφή είναι Bakur (αντίστοιχα, Μπակուր, ბაკური). [1]

Βιογραφία

Χάρτης των Παρθο-ρωμαϊκών συνόρων, π. 55 π.Χ.

Ο Πακώρος Α΄ ήταν ο μεγαλύτερος γιος και κληρονόμος του Oρόντη Β΄ (βασ. 57–37 π.Χ.), ηγεμόνας της Παρθικής αυτοκρατορίας. [3] Η μητέρα του μπορεί να ήταν πριγκίπισσα από τις περιφέρειες της ανατολικής Παρθίας. [4] Λίγο πριν ακολουθήσει η μάχη των Καρρών (σημερινό Χαρράν, νοτιοανατολική Μ. Ασία) μεταξύ των Πάρθων και ενός ρωμαϊκού στρατού με διοικητή τον Mάρκο Λικίνιο Κράσσο της Α΄ Τριανδρίας, ο Oρόντης Β΄ εισέβαλε στην Αρμενία, κόβοντας την υποστήριξη του Κράσσου από τον σύμμαχό του, τον βασιλιά της της Αρμενίας Αρταβάσδη Β΄ των Αρταξιαδών(βασ. 55–34 π.Χ.). Ο Ορόντης Β΄ έπεισε τον Αρταβάσδη σε μία γαμήλια συμμαχία μεταξύ του Πακώρου Α΄ και της αδελφής τού Αρταβάσδη. [5]

Μετά την ήττα και τον θάνατο του Κράσσου στις Καρραιές, οι Πάρθοι προσπάθησαν να καταλάβουν εδάφη, που κατείχαν οι Ρωμαίοι στη Δυτική Ασία. [6] Ο Πακώρος Α΄ και ο διοικητής του Oσάκης επιτέθηκαν στη Συρία, φτάνοντας μέχρι την Αντιόχεια το 51 π.Χ., αλλά απωθήθηκαν από τον Γάιο Κάσσιο Λογγίνο, ο οποίος έστησε ενέδρα και σκότωσε τον Oσάκη. [7] Ο Ορόντης Β΄ τάχθηκε στο πλευρό του Πομπήιου στον εμφύλιο πόλεμο κατά του Ιουλίου Καίσαρα και έστειλε ακόμη και στρατεύματα, για να υποστηρίξουν τις δυνάμεις κατά τού Καίσαρα στη μάχη των Φιλίππων το 42 π.Χ.. [8] Ο Κόιντος Λαβιηνός, στρατηγός πιστός στον Κάσσιο και τον Βρούτο, τάχθηκε στο πλευρό της Παρθίας ενάντια στη Β΄ Τριανδρία το 40 π.Χ. Τον επόμενο χρόνο εισέβαλε στη Συρία στο πλευρό τού Πακώρου Α΄. [9] Ο Μάρκος Αντώνιος, ένας της τριανδρίας, δεν μπόρεσε να ηγηθεί της ρωμαϊκής άμυνας κατά της Παρθίας λόγω της αναχώρησής του στην Ιταλία, όπου συγκέντρωσε τις δυνάμεις του για να αντιμετωπίσει τον αντίπαλό του Οκταβιανό και τελικά διεξήγαγε διαπραγματεύσεις μαζί του στο Βρινδήσιον. [10]

Obverse and reverse sides of a coin of Quintus Labienus
Αργυρό δηνάριο του Κόιντου Λαβιηνού τού 40 π.Χ., 19 χλστ., 3,58 γραμ. Εμπρός όψη: κεφαλή, επιγρ. Q LABIENVS PARTHICVS IMP. Πίσω όψη: άλογο με χαλινάρια και σέλα από την οποία κρέμεται φαρέτρα. Συρία ή ανατ. Μ. Ασία.

Αφού η Συρία καταλήφθηκε από τον στρατό του Πακώρου Α΄, ο Λαβιηνός αποσχίστηκε από την κύρια δύναμη των Πάρθων για να εισβάλει στη Μ. Ασία, ενώ ο Πακώρος Α΄ και ο διοικητής του Bαρζαφάρνης εισέβαλαν στη Ρωμαϊκή Συρο-Παλαιστίνη. [9] Υπέταξαν όλους τους οικισμούς κατά μήκος των ακτών της Μεσογείου μέχρι την Πτολεμαΐδα (σημερινή Άκρα, Ισραήλ), με εξαίρεση την Τύρο. [11] Στην Ιουδαία, οι φιλορωμαϊκές εβραϊκές δυνάμεις τού αρχιερέα Υρκανού Β΄, του Φασαήλ και του Ηρώδη ηττήθηκαν από τους Πάρθους και τον Εβραίο σύμμαχό τους Αντίγονο Β΄ Ματαθία (βασ. 40–37 π.Χ.). Ο τελευταίος έγινε βασιλιάς της Ιουδαίας, ενώ ο Ηρώδης κατέφυγε στο οχυρό του στη Mασάντα. [9]

Παρά τις επιτυχίες αυτές, οι Πάρθοι σύντομα εκδιώχθηκαν από τη Συρο-Παλαιστίνη από μία ρωμαϊκή αντεπίθεση. Ο Πόπλιος Βεντίδιος Βάσος, ένας αξιωματικός υπό τον Μάρκο Αντώνιο, νίκησε και στη συνέχεια εκτέλεσε τον Λαβιηνό στη μάχη των Κιλικίων Πυλών (στη σύγχρονη επαρχία Μερσίνας) το 39 π.Χ. [12] Λίγο αργότερα, μία παρθική δύναμη στη Συρία με επικεφαλής τον στρατηγό Φαρναπάτη ηττήθηκε από τον Βεντίδιο στη μάχη τού Αμανού περάσματος. [12] Ως αποτέλεσμα, ο Πακώρος αποσύρθηκε προσωρινά από τη Συρία. Όταν επέστρεψε την άνοιξη τού 38 π.Χ., αντιμετώπισε τον Βεντίδιο στη μάχη του όρους Γκινδάρου, βορειοανατολικά της Αντιόχειας. Ο Πακώρος Α΄ σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της μάχης και οι δυνάμεις του υποχώρησαν πέρα από τον Ευφράτη. Το τέλος του πυροδότησε μία κρίση διαδοχής, κατά την οποία ο Ορόντης Β΄, βαθιά ταλαιπωρημένος από τον θάνατο τού αγαπημένου του γιου, παραχώρησε τον θρόνο στον άλλο γιο του Φραάτη Δ΄ (βασ. 37–2 π.Χ.) ως νέου κληρονόμου του. [13]

Ο νομισματολόγος Ντέιβιντ Σάλγουντ συμπέρανε ότι ο Πακώρος κυβέρνησε το π. 39 π.Χ. Είναι αβέβαιο εάν ο Πακώρος Α΄ κυβέρνησε μαζί με τον πατέρα του ή ανεξάρτητος. [3]

Στη λογοτεχνία

Ο μεσαιωνικός μουσουλμάνος συγγραφέας al-Tha'alibi (απεβ. το 1038) ανέφερε, ότι ο Πακώρος Α΄ (τον οποίο ανέφερε ως Afqūr Shah) ανέκτησε το Derafsh-e Kaviani και έκανε εκστρατείες στο ρωμαϊκό έδαφος, για να εκδικηθεί την κατάκτηση της Περσίας από τον Μεγάλο Αλέξανδρο. [14]

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. 1,0 1,1 Rapp 2014, σελ. 334.
  2. Marciak 2017, σελ. 224.
  3. 3,0 3,1 Ellerbrock 2021, σελ. 43.
  4. Olbrycht 2021.
  5. Bivar 1983; Garthwaite 2005; see also Brosius 2006 and Curtis 2007
  6. Kennedy 1996 asserts that permanent occupation was the obvious goal of the Parthians, especially after the cities of Roman Syria and even the Roman garrisons submitted to the Parthians and joined their cause.
  7. Kennedy 1996; Bivar 1983
  8. Bivar 1983; Strugnell 2006
  9. 9,0 9,1 9,2 Bivar 1983; Strugnell 2006; Kennedy 1996
  10. Syme 1939
  11. Bivar 1983
  12. 12,0 12,1 Bivar 1983; Strugnell 2006; Brosius 2006; Kennedy 1996
  13. Bivar 1983; Brosius 2006; Kennedy 1996; see also Strugnell 2006
  14. Yarshater 1983, σελ. 475.

Πηγές

Περαιτέρω ανάγνωση