Ο Ουίλλιαμ Μάρτιν Ληκ (Αγγλικά: William Martin Leake), ο οποίος στα Ελληνικά αποδίδεται συχνά ως Γουλιέλμος Μαρτίνος Ληκ, (1777-1860) ήταν Βρετανός στρατιωτικός, διπλωμάτης, τοπογράφος, αρχαιόφιλος, περιηγητής και συγγραφέας.[5]
Βιογραφία
Γεννήθηκε στο κέντρο του Λονδίνου, στο Μέιφερ, στις 14 Ιανουαρίου1777. Η οικογένειά του διακρινόταν για τα ανδραγαθήματά της και την πολυμάθειά της, παραδόσεις που θα συνδύαζε εντυπωσιακά ο Ουίλλιαμ Ληκ στη μετέπειτα καριέρα του. Το 1794 ορκίστηκε ανθυπολοχαγός του πυροβολικού του βρετανικού στρατού. Το 1815 αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Το 1838 νυμφεύτηκε την Ελίζαμπεθ Ρέι, χήρα του φίλου του Ουίλλιαμ Μάρσντεν. Πέθανε στο Μπράιτον της Αγγλίας, στις 6 Ιανουαρίου του 1860.
Ο σημαντικότερος βιογράφος του, Ουίλλιαμ Μάρσντεν, σημειώνει αποφθεγματικά: Είναι πράγματι δύσκολο να βρεις ανθρώπους σαν τον Συνταγματάρχη Ληκ, που ενώ είχε δει τόσο πολλά, κάνει τόσο πολλά και διαβάσει τόσο πολλά, ήταν απρόθυμος να επιτρέψει να γίνουν τα γεγονότα του βίου του αντικείμενο γενικότερης συζήτησης.[5]
Στρατιωτική και διπλωματική καριέρα
Στα δεκαπέντε του χρόνια, ο Ουίλλιαμ Ληκ μπήκε στη Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία της Αγγλίας, όπου –πέραν της στρατιωτικής εκπαίδευσης– διδάχθηκε την εκτίμηση εδάφους, την τοπογραφία και τα μαθηματικά, που θα απέβαιναν ανεκτίμητα στη μελλοντική του έρευνα, για τη χωρογραφία και τη χαρτογραφική καταγραφή περιοχών που μελέτησε. Ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές του σπουδές και την 1 Ιανουαρίου 1794 ορκίστηκε ανθυπολοχαγός του πυροβολικού.[6]
Έζησε τέσσερα χρόνια στις Δυτικές Ινδίες και το καλοκαίρι του 1798 επέστρεψε στο κέντρο εκπαίδευσης του πυροβολικού, στο Γούλιτς του Λονδίνου, μέχρι τον Οκτώβριο, οπότε εκλήθη να συμμετάσχει σε αγγλική στρατιωτική αποστολή στην Τουρκία, γεγονός που άλλαξε την πορεία της καριέρας του. Τον Ιανουάριο του 1800 η αποστολή διατάχθηκε να βοηθήσει τον τουρκικό στρατό στην Αίγυπτο, την οποία είχε καταλάβει ο στρατός του Ναπολέοντα από τον Ιούλιο του 1798. Ο Ληκ και η ομάδα του διέσχισαν τη Μικρά Ασία μέχρι την Κιλικία και από εκεί πέρασαν στην Κύπρο, όπου έμαθαν ότι είχε υπογραφεί συνθήκη μεταξύ του μεγάλου βεζίρη της Αιγύπτου και των Γάλλων και έτσι η αποστολή επανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ληκ δεν επέστρεψε αμέσως, αλλά επισκέφθηκε αρχαίες θέσεις στη Λυκία και τη Μυσία, κρατώντας λεπτομερές ημερολόγιο, το οποίο και δημοσίευσε το 1824.[7]
Τον Ιούνιο του 1800 επέστρεψε για λίγο στην Πόλη, μέχρις ότου νέες εχθροπραξίες ξέσπασαν στην Αίγυπτο και διατάχθηκε ξανά να βοηθήσει τον τουρκικό στρατό εκεί. Ως λοχαγός, πλέον, ο Ληκ έφτασε στην Αίγυπτο τον Μάρτιο του 1801 και παρά τη συνθηκολόγηση των Γάλλων παρέμεινε μέχρι τον Μάρτιο του 1802. Αποστολή του ήταν να χωρομετρήσουν την περιοχή, από τους καταρράκτες του Νείλου μέχρι τη θάλασσα, μαζί με τον Ουίλλιαμ Χάμιλτον (1777-1859), τον γραμματέα τού λόρδου Έλγιν που τότε ήταν πρεσβευτής της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη. Ο Χάμιλτον και ο Ληκ ταξίδεψαν αρκετά στην Αίγυπτο και τη Συρία, όταν τον Ιούνιο του 1802, από την Αλεξανδρέττα της Κιλικίας, επιβιβάστηκαν στη θαλαμηγό «Μέντωρ» του λόρδου Έλγιν και ήρθαν με τον συνταγματάρχη Τζον Σκουάιρ (1780–1812) στην Ελλάδα, όπου περιηγήθηκαν την Αττική, Βοιωτία, Φωκίδα, Αργολίδα και Κορινθία. Τον Σεπτέμβριο του 1802 ταξίδευε μαζί με τον Χάμιλτον προς την Αγγλία στο πλοίο «Μέντωρ», το οποίο μετέφερε μέρος των μαρμάρων που είχε αποσπάσει ο Έλγιν από τον Παρθενώνα. Το πλοίο βυθίστηκε έξω από τα Κύθηρα, οι δύο φίλοι σώθηκαν, όχι όμως και οι πολύτιμες σημειώσεις του Ληκ για την τοπογραφία της Αιγύπτου. Επέστρεψε στο Λονδίνο τον Ιανουάριο του 1803.
Τον Σεπτέμβριο του 1804 ανέλαβε τη διαπραγμάτευση με τους διοικητές των επαρχιών της ευρωπαϊκής Τουρκίας για την αμυντική θωράκιση των περιοχών τους έναντι της απειλής των Γάλλων. Έτσι, ο Ληκ θα βρεθεί ξανά στον ελλαδικό χώρο. Μετά από σύντομη επίσκεψη στη Μάλτα, την Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο, έφτασε στην Αυλώνα της Βορείου Ηπείρου τον Δεκέμβριο του 1804. Έδρα του για ένα και πλέον χρόνο θα γινόταν τα Γιάννενα, πρωτεύουσα του πασαλικιού του Αλή πασά, όπου ενεργούσε ως πρόξενος της χώρας του. Από τότε και μέχρι τον Φεβρουάριο του 1807 ταξίδευε συνεχώς μεταξύ Ηπείρου, Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Ρούμελης και Πελοποννήσου με σκοπό την καταγραφή χρήσιμων δεδομένων και την κατόπτευση του χώρου για στρατιωτικούς λόγους. Παράλληλα ο Ληκ προσδιόριζε αρχαιολογικούς χώρους με μία ζηλευτή ακρίβεια και, έχοντας στο ένα χέρι τον Παυσανία και τον Στράβωνα και στο άλλο τον εξάντα και τον θεοδόλιχο, συνέκρινε την αρχαία με τη νέα γεωγραφία.[8]
Όταν τον Φεβρουάριο του 1807 ξέσπασε πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Ληκ συνελήφθη και φυλακίστηκε στη Θεσσαλονίκη, αλλά τελικά κατάφερε μετά από μερικούς μήνες να δραπετεύσει στη φρεγάτα «Θέτις». Ο Άγγλος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη σερ Άρθουρ Πάτζετ (1771-1840) ανέθεσε τότε στον Ληκ να συναντηθεί με τον Αλή πασά και να προσπαθήσει να τον πείσει να αναλάβει ο δεύτερος πρωτοβουλία για τη συμφιλίωση της Αγγλίας με την Πύλη, ασκώντας όλη του την επιρροή. Η μυστική συνάντηση του λοχαγού με τον πασά έγινε κοντά στη Νικόπολη, τη νύχτα της 12ης Νοεμβρίου 1807.[9]
Το 1813 πήρε τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη και το 1815 αποστρατεύθηκε.
Συγγραφική και κοινωνική δραστηριότητα
Το 1810 επέστρεψε στην πατρίδα του και άρχισε να επεξεργάζεται το υλικό που έφερε από την Ελλάδα με σκοπό να το παρουσιάσει στο κοινό σε μια σειρά εκδόσεων από το 1814 μέχρι το 1859. Τις ταξιδιωτικές του περιηγήσεις στην Ελλάδα, από το 1804 μέχρι το Φεβρουάριο του 1810, περιγράφει στα δύο έργα του Ταξίδια στον Μοριά και Ταξίδια στη βόρεια Ελλάδα.[10] Το 1839 δώρισε στο Βρετανικό Μουσείο δέκα μαρμάρινα γλυπτά, που είχε φέρει από την Ελλάδα, ένα από τα οποία –μία προτομή του Αισχίνη, που βρέθηκε στη Μπίτολα[11] ήταν δώρο του Αλή πασά. Απεβίωσε τον Ιανουάριο του 1860, πλήρης ημερών, μετά από ξαφνική αρρώστια. Στο κοιμητήριο του Κένσαλ Γκρην του Λονδίνου τον συνόδευσε ο Έλληνας πρεσβευτής στην Αγγλία, Σπυρίδων Τρικούπης.[12]
Το 1814 έγινε μέλος της φιλελληνικής εταιρείας Ντιλετάντι, το 1815 εταίρος της Βασιλικής Λογοτεχνικής Εταιρείας, καθώς και μέλος της Βερολίνειας Ακαδημίας Επιστημών. Ήταν ο ιδρυτής της Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας της Βρετανίας. Ήταν δεινός αρχαιοσυλλέκτης και ιδιαίτερα συλλέκτης αρχαίων ελληνικών νομισμάτων. Το 1854, δημοσίευσε το έργο με τίτλο Numismata hellenica και το 1859 παράρτημα του έργου με τίτλο A supplement to numismata hellenica. Κατάρτισε σπουδαίες και πλούσιες συλλογές αρχαίων ελληνικών αντικειμένων τα οποία σήμερα κοσμούν το Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου καθώς και του Κέιμπριτζ της Αγγλίας. Σύμφωνα με τη διαθήκη του η εξαιρετική συλλογή αρχαίων νομισμάτων, σφραγιδόλιθων, αγγείων και η βιβλιοθήκη του πουλήθηκαν στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, έναντι 5.000 λιρών και απόκεινται σήμερα στο Μουσείο Φιτζουίλλιαμ του Κέιμπριτζ. Συνέγραψε και εξέδωσε πλέον των δέκα σπουδαίων έργων και πληθώρα (πάνω από 30) επιστημονικών άρθρων, κυρίως ελληνικού ενδιαφέροντος, επιτελώντας έτσι τεράστιο έργο για την ιστορία και αρχαιολογία της Ελλάδας.