Ο Ναός Απόλλωνα Πυθίου Σωτήρα είναι ένα μνημείο της κλασικής περιόδου στην πόλη της Άρτας και αποτελεί τον μεγαλύτερο αρχαίο ναό που έχει ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα στην περιοχή της Ηπείρου.[1]
Τοποθεσία
Βρίσκεται στην οδό Bασιλέως Πύρρου, δίπλα στην Πλατεία Κιλκίς και σε μικρή απόσταση από το ναό της Αγίας Θεοδώρας, πολιούχου της Άρτας και του Μικρου Θεάτρου της Αμβρακίας. Το 1965 με υπουργική απόφαση ο ναός ανακηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο. [2]
Δομή
Ο ναός είναι Δωρικού ρυθμού με πρόναο και επιμήκη σηκό, χωρίς οπισθόδομο και από το μνημείο σώζεται μόνο η κρηπίδα και η ευθυντηρία. Είναι προσανατολισμένος από Ανατολάς προς Δυσμάς και έχει διαστάσεις 20,75 x 44 μ. Στο βάθος του σηκού βρίσκεται η θεμελίωση του βάθρου, πάνω στο οποίο υπήρχε το άγαλμα του Απόλλωνα.[3]
Ιστορία
Η Αμβρακία υπήρξε αποικία της Κορίνθου και ιδρύθηκε το 625 π.Χ. από το Γόργο, νόθο γιο του Κυψέλου, τυράννου της Κορίνθου, σε περιοχή που ανήκε στο θεσπρωτικό κλάδο των Δρυόπων. Το όνομα Αμβρακία δεν δόθηκε από τους Κορινθίους αλλά ήταν τοπικό και μάλλον οφείλεται στον Άμβρακα, γιο του Θεσπρωτού ή στην Αμβρακία, θυγατέρα του Μελανέα. Η πόλη κτίσθηκε στους βόρειους πρόποδες του λόφου Περάνθης, 16 χλμ. από τις εκβολές του Αράχθου, όπου βρισκόταν ο Άμβρακος, ο κλειστός λιμήν της Αμβρακίας.[4]
Η ιδιαίτερη ιστορική και καλλιτεχνική εξέλιξη της Αμβρακίας αντανακλάται και στις λατρευτικές πρακτικές των κατοίκων της όπου συνυπάρχουν λατρευτικές πρακτικές που σχετίζονται με τις ολύμπιες θεότητες, με ανατολικές θεότητες και με γενεαλογικούς ήρωες των Αιακιδών. Πολλές από τις λατρείες έχουν τη ρίζα τους στην επίδραση της Κορίνθου, η οποία διατηρούσε στενές σχέσεις με τις αποικίες της, ενώ άλλες είναι αποτέλεσμα της θρησκευτικής πολιτικής του βασιλέα Πύρρου. Συγκεκριμένα, η κορινθιακή λατρεία του Απόλλωνα που διαπιστώνεται στην Κόρινθο από τον 7ο αι. π.Χ., εμφανίζεται στις κορινθιακές αποικίες της Αμβρακίας, Απολλωνίας και στις Συρακούσες από την αρχαϊκή εποχή. Στην Αμβρακία, ο Απόλλωνας γνώρισε σημαντική λατρεία και λατρεύτηκε ως Αγυιεύς, θεός δηλαδή που προστατεύει το δρόμο (αγυιά) αλλά και τους αποίκους.[5]
Στο έργο «Μεταμορφώσεων Συναγωγή» του Αντωνίνου Λιβεράλις, μυθογράφου του 2ου ή 3ου μ.Χ. αιώνα, γίνεται αναφορά στον Αθανάδα, ιστορικό της Αμβρακίας, ο οποίος έζησε τον 4ο αι. π.Χ. και μας εξιστορεί τη διαμάχη του Απόλλωνα, του Ηρακλή και της Άρτεμις για την κατοχή της Αρχαίας Αμβρακίας. Οι θεοί κάλεσαν τον Κραγαλέα ως κριτή για να αποφασίσει σε ποιόν ανήκει η πόλη της Αμβρακίας.[6][7][8]
Ο Απόλλωνας υποστήριξε ότι η πόλη πήρε το όνομά της από την Αμβρακία, κόρη του Μελανέα, ο οποίος ήταν γιος του και πρόσθεσε ότι υπό τις οδηγίες του οι Κορίνθιοι ήλθαν να βοηθήσουν τους κατοίκους της Αμβρακίας στον πόλεμο με τους Ηπειρώτες. Ταυτόχρονα ξεσήκωσε το λαό της πόλης σε επανάσταση εναντίον του τυράννου Φάλαικου και έφερε ξανά την τάξη, την ισότητα και τη δικαιοσύνη και γι΄ αυτό οι Αμπρακιώτες τον τιμούσαν από τότε ως «Σωτήρα» με γιορτές και συμπόσια.
Η Άρτεμις από την πλευρά της, υπενθύμισε στον Κραγαλέα ότι την εποχή που ήταν τύραννος ο Φάλαικος και είχε πάει για κυνήγι, ήταν εκείνη που έστειλε μπροστά του ένα μικρό λιοντάρι. Ο Φάλαικος το πήρε στα χέρια του και τότε η μητέρα του μικρού λιονταριού όρμησε στον τύραννο και τον σκότωσε και έτσι απελευθερώθηκε η πόλη από την τυραννία. Οι Αμβρακιώτες για να τιμήσουν τη θεά, κατασκεύασαν χάλκινο άγαλμα και την λάτρευαν ως «Ηγεμόνη», δηλαδή θεά που οδηγούσε τους αποίκους στη νέα τους πατρίδα, ή ως «Αγροτέρα», δηλαδή θεά της άγριας φύσης.[9][10][11]
Τέλος ο Ηρακλής έκανε αναφορά στο γεγονός ότι αυτός ήταν ο γενάρχης όλων των Κορινθίων, οι οποίοι ίδρυσαν την Αμβρακία και υποστήριξε ότι όλη η Ήπειρος του ανήκει διότι νίκησε τους Κελτούς, τους Χάονες και τους Θεσπρωτούς. Ο Κραγαλέας αποφάσισε να δώσει την πόλη στον Ηρακλή και ο Απόλλωνας τότε θυμωμένος άγγιξε με το χέρι του τον άτυχο Κραγαλέα και τον μεταμόρφωσε σε πέτρα. Η μεταμόρφωση του Κραγαλέα σε πέτρα, πιθανόν να σχετίζεται με τον ιερό λίθο, σύμβολο του Απόλλωνα, το βαίτυλο. Οι Αμβρακιώτες αν και παραδέχονταν ότι η πόλη ανήκε δικαιωματικά στον Ηρακλή, τιμούσαν και θυσίαζαν και στον «Σωτήρα» Απόλλωνα.[12][13][14]
'Ομνύω τον Απόλλωνα Σωτήρα και τους άλλους θεούς πάντας και πάσας διαφυλάξει τα γεγραμμένα ύπο τας πόλιος αών Άμβρακιωταν και ύπο τας πόλιος τών Χαραδριτάν.
Απόσπασμα από στήλη του 2ου αι. π.Χ. που βρέθηκε στον περίβολο του ναού του Απόλλωνα, Αρχαιολογικό Μουσείο Άρτας.
Ο δημόσιος χώρος αποτελούσε το θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο της πόλεως στο οποίο δέσποζε ο ναός του Απόλλωνος Σωτήρος. Ο ναός χρονολογείται γύρω στο 500 π.Χ. αλλά στην ίδια θέση πρέπει να υπήρχαν και παλαιότερα ιερά του Απόλλωνα. Ο ναός βρισκόταν στο βορειοδυτικό τμήμα της Αμβρακίας και αποτελούσε το σημαντικότερο ιερό της Αμβρακίας, αφιερωμένο στη λατρεία του Απόλλωνα Πύθιου Σωτήρα, προστάτη της πόλης και αυτό επιβεβαιώνεται από στήλη του 2ου αι. π.Χ., η οποία βρέθηκε στο ναό και αναφέρει τη συνθήκη καθορισμού των γεωγραφικών ορίων ανάμεσα στις δύο γειτονικές πόλεις, την Αμβρακία και τη Χάραδρο και περιλαμβάνει όρκο στους θεούς για την πιστή τήρηση των κανόνων της συνθήκης και γίνεται επίκληση του «Σωτήρος».[15][16][17]
Στο ναό ανέθεταν οι Αμβρακιώτες τα δημόσια κείμενα και έγγραφά τους ενώ το σύμβολο του ναού και του Απόλλωνα, ο βαίτυλος, χαρακτήριζε τα νομίσματα και τις δημόσιες σφραγίδες της Αμβρακίας. Τα νομίσματα αυτά έφερναν στον εμπροσθότυπο, κεφαλή της Διώνης με καλύπτρα και στον οπισθότυπο, έναν διπλό δακτύλιο γύρω από το βαίτυλο.[18][19][20][21]