Ο όρος επινοήθηκε σε ένα μανιφέστο του συγγραφέα Άρτουρ Γκούρσκι, που δημοσιεύθηκε το 1898 στην εφημερίδα της Κρακοβίας Życie (Ζωή) και σύντομα υιοθετήθηκε σε όλη την διαμελισμένη Πολωνία κατ΄ αναλογία με παρόμοιους όρους όπως η Νέα Γερμανία, το Νέο Βέλγιο, η Νέα Σκανδιναβία, κ.λπ..[3]
Λογοτεχνία
Η πολωνική λογοτεχνία της περιόδου βασίστηκε σε δύο κύριες έννοιες. Η πρώτη ήταν μια τυπικά μοντερνιστική απογοήτευση με την μπουρζουαζία, τον τρόπο ζωής και τον πολιτισμό της. Οι καλλιτέχνες που ακολούθησαν αυτήν την έννοια πίστευαν επίσης στην παρακμή, στο τέλος κάθε πολιτισμού, σε σύγκρουση μεταξύ ανθρώπων και του πολιτισμού τους, και στην έννοια της τέχνης ως την υψηλότερη αξία (η τέχνη για την τέχνη). Οι συγγραφείς που ακολούθησαν αυτήν την ιδέα περιελάμβαναν τους Καζίμιες Πσέρβα-Τετμάγιερ, Στανίσουαφ Πσιμπισέφσκι, Βάτσουαφ Ρόλιτς-Λίντερ και Γιαν Κασπρόβιτς.
Μια μεταγενέστερη ιδέα ήταν η συνέχεια του ρομαντισμού, και ως εκ τούτου συχνά ονομάζεται νεορομαντισμός.[4] Η ομάδα συγγραφέων που ακολούθησε αυτήν την ιδέα ήταν λιγότερο οργανωμένη και οι ίδιοι οι συγγραφείς κάλυψαν μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων στα γραπτά τους: από την αίσθηση της αποστολής ενός Πολωνού στην πεζογραφία του Στέφαν Ζερόμσκι, μέσω της κοινωνικής ανισότητας που περιγράφεται από τους Βουαντίσουαφ Ρέιμοντ και Γκαμπριέλα Ζαπόλσκα, στην κριτική της πολωνικής κοινωνίας και της ιστορίας της Πολωνίας από τον Στανίσουαφ Βισπιάνσκι.
Κατά την περίοδο της Νέας Πολωνίας δεν υπήρχαν υπερβολικές τάσεις στην πολωνική τέχνη. Οι ζωγράφοι και οι γλύπτες προσπάθησαν να συνεχίσουν τις ρομαντικές παραδόσεις με νέους τρόπους έκφρασης που διαδόθηκαν στο εξωτερικό. Η πιο επιδραστική τάση ήταν το αρ νουβό, αν και οι Πολωνοί καλλιτέχνες άρχισαν να αναζητούν επίσης κάποια μορφή εθνικού στιλ (συμπεριλαμβανομένου του styl zakopiański ή στυλ Ζακοπάνε). Τόσο η γλυπτική όσο και η ζωγραφική επηρεάστηκαν επίσης πολύ από όλες τις μορφές συμβολισμού.[6]
Διακεκριμένοι ζωγράφοι και γλύπτες της Νέας Πολωνίας περιλαμβάνουν τους:[7]