Μέση άνω γερμανική γλώσσα (γερμανικά:Mittelhochdeutsche Sprache) είναι ο όρος για τη μεσαιωνική μορφή της γερμανικής γλώσσας και των διαλέκτων που ομιλούνταν στην περιοχή της κεντρικής και νότιας σημερινής Γερμανίας κατά τον Κλασσικό Μεσαίωνα. Χρονολογείται συμβατικά μεταξύ 1050 και 1350, εξελισσόμενη από την παλαιά άνω γερμανική στην πρώιμη νέα ανώτερη γερμανική γλώσσα και διακρίνεται από την παλαιά άνω γερμανική κυρίως από την αποδυνάμωση της τελικής και κεντρικής συλλαβής καθώς και διαφορετικές γραμματικές μορφές. [1]
Γενικά στοιχεία
Πολιτισμικά, η περίοδος διακρίνεται από τη μετάβαση από τα κυρίως θρησκευτικά γραπτά έργα και τα ηρωικά έπη της παλαιάς γερμανικής λογοτεχνίας, εποχή στην οποία η κυρίαρχη γλώσσα ήταν τα λατινικά και επικράτησε απόλυτα από το 900 έως το1050, στις ιπποτικές μυθιστορίες και τα τραγούδια που υμνούσαν τον αυλικό έρωτα της γερμανικής λογοτεχνίας του Μεσαίωνα που αναπτύχθηκε με επίκεντρο τις φεουδαρχικές αυλές των μεγάλων ευγενών και επέκτεινε σταδιακά το φάσμα χρήσης της γερμανικής ως λογοτεχνικής γλώσσας. Η άνοδος της δυναστείας των Χοενστάουφεν το 1138 με πρώτο βασιλιά τον Κορράδο Γ΄, κατέστησε τη νοτιοδυτική περιοχή κυρίαρχη τόσο από πολιτική όσο και από πολιτιστική άποψη και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση μιας υπερ-περιφερειακής ποιητικής και λογοτεχνικής γλώσσας στην αυλική λογοτεχνία από το 1150 έως το 1250 περίπου, βασισμένη στις διαλέκτους της Σουαβίας και της Φραγκονίας. Με την παρακμή των Χοενστάουφεν, αυτή η σχετικά ομοιόμορφη μορφή γλώσσας εξαφανίστηκε επίσης.[2]
Δημογραφικά, η περίοδος χαρακτηρίζεται από μια μαζική αύξηση του πληθυσμού, που τελείωσε από τη δημογραφική καταστροφή του Μαύρου Θανάτου (1348). Μαζί με την αύξηση του πληθυσμού ήρθε και μια σημαντική εξέλιξη, η εδαφική επέκταση προς τα ανατολικά πέρα από τη γραμμή Έλβα - Ζάαλε ( Όστζιντλουνγκ), με γερμανόφωνους αποίκους να αποικίζουν περιοχές που προηγουμένως ήταν υπό σλαβικό έλεγχο. [3]
Η μεσαιωνική άνω γερμανική γλώσσα δεν ήταν ενιαία γραπτή γλώσσα. Αντίθετα, υπήρχαν διαφορετικές μορφές γραφής, έντονες διαλεκτικές τοπικές και περιφερειακές διαφοροποιήσεις καθώς και συγγραφικές παραδόσεις στις διάφορες περιοχές της Άνω (κεντρικής και νότιας) Γερμανίας. Επίσης, στον Μεσαίωνα δεν υπήρχε ακόμη ενιαία ορθογραφία. Τον 19ο αιώνα δημιουργήθηκε μια ενοποιητική ορθογραφία, στην οποία έχουν γραφτεί από τότε πολλές νέες εκδόσεις των παλαιών κειμένων.[4]
Το τέλος της μέσης άνω γερμανικής εποχής είναι αμφιλεγόμενο επειδή οι ερευνητές του 19ου αιώνα χρησιμοποίησαν τον όρο για να περιγράψουν όλα τα κείμενα μέχρι την εποχή του Μαρτίνου Λούθηρου. Αυτή η ταξινόμηση ανάγεται κυρίως στους αδελφούς Γκριμ και βρίσκεται στην παλαιότερη εξειδικευμένη βιβλιογραφία. Σήμερα ο όρος χρησιμοποιείται για κείμενα που γράφτηκαν έως γύρω στο 1350 και στη συνέχεια η γλώσσα αναφέρεται ως Πρώιμη νέα άνω γερμανική.[5]