Ο Μάουνο Κόιβιστο γεννήθηκε στο Τούρκου και ήταν ο δεύτερος γιος του Γιούχο Κόιβιστο, ξυλουργού σε ναυπηγείο, και της Χύμνι Σόφια Έσκολα, η οποία πέθανε όταν ο Μάουνο ήταν 10 ετών. Αφού τελείωσε το δημοτικό σχολείο, ο Μάουνο έκανε διάφορες δουλειές και όταν ξέσπασε ο Σοβιετοφινλανδικός πόλεμος του 1939 εντάχθηκε σε μία μονάδα πυροσβέσεως. Κατά τον επακολουθήσαντα Β΄ Σοβιετοφινλανδικό πόλεμο (1941-1944), ο Κόιβιστο υπηρέτησε στη μονάδα πεζικού του Λάουρι Τέρνι, που δρούσε ως αναγνωριστικό απόσπασμα πίσω από τις γραμμές του εχθρού, αποτελούμενο από επιλεγμένους εθελοντές.[30] Κατά τον πόλεμο αυτό ο Κόιβιστο παρασημοφορήθηκε και προάχθηκε σε δεκανέα.
Μετά τον πόλεμο, άσκησε το επάγγελμα του ξυλουργού και έγινε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Φινλανδίας. Αναγνωρίζονται επίσης επιρροές του από τον αναρχισμό και τον αναρχοσυνδικαλισμό.[31] Το 1948 βρήκε δουλειά στο λιμάνι του Τούρκου και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους διορίσθηκε διευθυντής του Εργατικού Γραφείου του Λιμένα, μία θέση που διατήρησε ως το 1951. Το 1949 ελεγχόμενα από τους κομμουνιστές εργατικά συνδικάτα προσπάθησαν να ανατρέψουν τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση μειοψηφίας του Κάρλ-Άουγκουστ Φάγκερχολμ, οπότε η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία της Φινλάνδικής Συνομοσπονδίας Εργατικών Ενώσεων (SAK) ανεκήρυξε το λιμάνι του Χάνκο «ανοικτό τόπο», παροτρύνοντας τους λιμενεργάτες που υπεστήριζαν τη νομιμότητα να πάνε εκεί. Ο Κόιβιστο πήγε στο Χάνκο για να αναλάβει το γραφείο του λιμένα και να προσλάβει απεργοσπάστες εργάτες (η κυβέρνηση είχε κηρύξει την απεργία παράνομη). Τότε οι κομμουνιστικές εφημερίδες ανέδειξαν τον Κόιβιστο ως τον νο. 1 εχθρό τους στον αγώνα για τον έλεγχο των εργατικών συνδικάτων.
Τραπεζίτης και πολιτικός
Εκτός της πολιτικής του δραστηριότητας, ο Κόιβιστο συνέχισε την εκπαίδευσή του, περνώντας τις εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο το 1949. Το 1951 διορίσθηκε δάσκαλος σε δημοτικό σχολείο και το επόμενο έτος νυμφεύθηκε την Τέλερβο Κάνκαανραντα (Taimi Tellervo Kankaanranta, γενν. 1929). Απέκτησαν μία θυγατέρα, την Άσι, το 1957. Ο Κόιβιστο απεφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Τούρκου με μάστερ το 1953 και σχεδίαζε να γίνει κοινωνιολόγος. Τρία χρόνια αργότερα, σε ηλικία 33 ετών, ολοκλήρωσε τη διδακτορική διατριβή του με θέμα τις κοινωνικές σχέσεις στις αποβάθρες του Τούρκου. Υπηρέτησε επίσης ως σύμβουλος απασχολήσεως του Δήμου του Τούρκου και ως μέλος του δημοτικού συμβουλίου.
Το 1957 ο Κόιβιστο άρχισε να εργάζεται για λογαριασμό της Τράπεζας Αποταμιεύσεων των Εργατών του Ελσίνκι και έφθασε μέχρι τον βαθμό του Γενικού Διευθυντή το 1959. Το 1968 διορίσθηκε πρόεδρος του Δ.Σ. της Τράπεζας της Φινλανδίας, μία θέση που κράτησε μέχρι το 1982.[32] Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 έγινε μάρτυρας των εσωτερικών σχισμάτων εντός του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, και κατέβαλε προσπάθειες να βελτιώσει τις σχέσεις του κόμματος με τους κομμουνιστές και με τον τότε Πρόεδρο Ούρχο Κέκονεν.
Το 1966 η νίκη των σοσιαλδημοκρατών στις εκλογές είχε ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό κυβερνήσεως συνεργασίας υπό τον Ράφαελ Πάασιο, με τον Κόιβιστο να διορίζεται υπουργός Οικονομικών. Ωστόσο, μέχρι τις αρχές του 1968, πολλά στελέχη του κόμματος είχαν απογοητευθεί με τον τρόπο ασκήσεως της ηγεσίας από τον Πάασιο και ο Κόιβιστο άρχισε να προβάλλει ως ο βασικός υποψήφιος για να τον διαδεχθεί στην πρωθυπουργία, κάτι που συνέβη στις 22 Μαρτίου 1968. Ο Κόιβιστο υπηρέτησε ως πρωθυπουργός μέχρι τις βουλευτικές εκλογές του 1970, στις οποίες τα άλλα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού υπέστησαν βαριές απώλειες, προκαλώντας την παραίτησή του.
Κατά τη δεκαετία του 1970 ο Πρόεδρος Κέκονεν άρχισε να βλέπει τον Κόιβιστο ως πιθανό μελλοντικό αντίπαλο και έριξε το βάρος του υπέρ του στελέχους του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Κάλεβι Σόρσα. Το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας ο Κόιβιστο επικεντρώθηκε στην εργασία του ως πρόεδρος της Τράπεζας της Φινλανδίας, μέχρι που οι εκλογές του 1979 επέφεραν την επιστροφή του στον πρωθυπουργικό θώκο. Τότε πλέον υπήρχε αυξανόμενη δυσαρέσκεια με τον γηραιό Πρόεδρο Κέκονεν, του οποίου τα προβλήματα υγείας δεν μπορούσαν να αποκρυβούν πλέον, παρά τις προσπάθειες. Ως πρωθυπουργός και επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της χώρας, με υψηλά ποσοστά δημοφιλίας στις δημοσκοπήσεις, ο Κόιβιστο άρχισε να θεωρείται πιθανός μελλοντικός υποψήφιος και για την προεδρία.
Στις αρχές του 1981 ο Κέκονεν άρχισε να παρέχει φανερή στήριξη σε όσους ήθελαν να απαλλαγούν από τον Κόιβιστο και την άνοιξη του 1981 μέλη του Κεντρώου Κόμματος, που συμμετείχε στον κυβερνητικό συνασπισμό, επιχείρησαν με παρασκηνιακές κινήσεις να ρίξουν την κυβέρνηση με τον μηχανισμό της κοινοβουλευτικής προτάσεως μομφής, οπότε ο Κόιβιστο δεν θα μπορούσε να είναι υποψήφιος για Πρόεδρος. Την κρίσιμη στιγμή ωστόσο ο Κόιβιστο κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη της Δημοκρατικής Ενώσεως του Φινλανδικού Λαού.
Αργότερα το ίδιο έτος, καθώς ο Κέκονεν δεν ήταν σε θέση πλέον να ασκήσει τα καθήκοντά του για λόγους υγείας, ο Κόιβιστο έγινε αναπληρωτής Πρόεδρος και μπορούσε να αρχίσει προεκλογική εκστρατεία για τη θέση του Προέδρου.
Κατά την εκστρατεία αυτή ο Κόιβιστο ερωτήθηκε επίμονα για δύο θέματα: τη φύση του σοσιαλισμού του και τις σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση. Σχετικά με το πρώτο, ανέφερε τον ρεβιζιονιστήΈντουαρντ Μπέρνσταϊν, που υπήρξε σοσιαλδημοκράτης υπέρ της ελεύθερης οικονομίας, λέγοντας: «Το σημαντικό πράγμα είναι η κίνηση, όχι ο σκοπός.» Σε ερώτηση δημοσιογράφου για τις σχέσεις με τη Μόσχα, ο Κόιβιστο αποκρίθηκε ότι δεν υπήρχε κάτι προς καύχηση. Αυτή η απάντηση αύξησε τη δημοτικότητά του. Ο Κόιβιστο δεν ήθελε να εκλεγεί με την υποστήριξη της Μόσχας.
Η συμμετοχή στις προεδρικές εκλογές έφθασε σχεδόν το 90%. Η σύζυγος και η κόρη του Κόιβιστο ήταν μέλη του κολεγίου των εκλεκτόρων. Ο Κόιβιστο απέσπασε τις 167 από τις 301 ψήφους του κολεγίου από τον πρώτο γύρο, ενώ ο δεύτερος, ο υποψήφιος του Κόμματος Εθνικού ΣυνασπισμούΧάρι Χόλκερι, έλαβε 58. Ως αποτέλεσμα, ο Κόιβιστο έγινε ο πρώτος σοσιαλδημοκράτης Πρόεδρος της Φινλανδίας στην ιστορία.
Η προεδρία του
Ως Πρόεδρος, ο Κόιβιστο κράτησε χαμηλό προφίλ και ήταν λιγότερο αυταρχικός από τον Κέκονεν, απέχοντας από τη χρήση κάποιων προεδρικών εξουσιών και εισάγοντας μία νέα εποχή κοινοβουλευτισμού στη χώρα. Από την άλλη, είχε μία κάποιες φορές δύσκολη σχέση με τους δημοσιογράφους, τους οποίους αποκαλούσε «λέμινγκ». Αρκετοί ρεπόρτερ είχαν πρόβλημα με τη συλλογιστική και φιλοσοφική φύση των δηλώσεων του Κόιβιστο, που συχνά δεν κατανοούνταν εύκολα, σε αντίθεση με τις κοφτές και «έξω από τα δόντια» δηλώσεις του Κέκονεν.
Ως επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, ο Κόιβιστο αρχικώς ακολούθησε τη γραμμή του Κέκονεν, μέχρι την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως. Συνέχισε επίσης την καθιερωμένη τακτική να επιστρέφονται στη χώρα τους όσοι Σοβιετικοί κατέφευγαν στη Φινλανδία.[33]
Ο Κόιβιστο δημιούργησε στενούς δεσμούς με τους Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, Τζωρτζ Μπους τον πρεσβύτερο και Ρόναλντ Ρήγκαν[34], διατηρώντας προσωπική αλληλογραφία με τους δύο πρώτους.[35] Οι σχέσεις του με τις άλλες χώρες της βόρειας Ευρώπης και τους ηγέτες τους ήταν επίσης πολύ στενές και σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Ο Κόιβιστο μιλούσε καλά τη σουηδική, την αγγλική και τη γερμανική γλώσσα, ενώ έμαθε και ρώσικα.[36]
Στις κρίσιμες στιγμές της καταρρεύσεως της Σοβιετικής Ενώσεως, όταν οι χώρες της Βαλτικής (ιδίως η Εσθονία με τους ιδιαίτερους ιστορικούς δεσμούς με τη Φινλανδία) ανεκήρυσσαν την ανεξαρτησία τους, ο Κόιβιστο μίλησε για την πολιτική της ουδετερότητας και απέφυγε τη δημόσια υποστήριξη της ανεξαρτησίας τους, επιτρέποντας ωστόσο τις σχετικές ενέργειες των υπηκόων τους στο εσωτερικό της Φινλανδίας. Ανεγνώρισε τη νέα εσθονική κυβέρνηση μόνο αφού πρώτα την είχαν αναγνωρίσει όλες οι σημαντικές χώρες.
Ο Κόιβιστο πραγματοποίησε δύο τολμηρές μονομερείς διπλωματικές κινήσεις που μετέβαλαν σημαντικά τις φινλανδικές θέσεις. Το 1990, μετά την επανένωση της Γερμανίας, απεκήρυξε μονομερώς τους όρους της Συνθήκης ειρήνης των Παρισίων, που περιόριζαν την ισχύ και τον εξοπλισμό των φινλανδικών ενόπλων δυνάμεων. Το σκεπτικό ήταν ότι, μετά την εκχώρηση στη Γερμανία όλων των δικαιωμάτων της ως κυρίαρχης χώρας, η Φινλανδία δεν μπορούσε να παραμένει δέσμια της παρωχημένης συνθήκης. Η ενέργεια αυτή δεν προκάλεσε επίσημες αντιδράσεις από τη Σοβιετική Ένωση ή τη Μεγάλη Βρετανία. Η άλλη σημαντική κίνηση ήταν η αποκήρυξη της Φινοσοβιετικής Συνθήκης του 1948, που έγινε το 1991, με τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Η συνθήκη, το στρατιωτικό σκέλος της οποίας είχε διαμορφώσει τη φινλανδική εξωτερική πολιτική επί δεκαετίες, αντικαταστάθηκε το επόμενο έτος με νέα συνθήκη χωρίς στρατιωτικές υποχρεώσεις για τη Φινλανδία.
Στην προεδρική εκλογή του 1988 ο Κόιβιστο επανεκλέχθηκε για μία ακόμη εξαετή θητεία, με 189 από τις 301 ψήφους στον δεύτερο γύρο. Μέτα την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως, υπεστήριξε ανανεωτικές ιδέες, όπως την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εκκινώντας τις σχετικές διαδικασίες το 1992. Οι τελικοί όροι της συμφωνίας εισδοχής οριστικοποιήθηκαν την ημέρα που ο Κόιβιστο έφυγε από την προεδρία. Ο διάδοχός του, Μάρτι Αχτισάαρι, ήταν επίσης υποστηρικτής της εντάξεως στην Ε.Ε.
Η δημοφιλία του Κόιβιστο μειώθηκε πολύ κατά την οικονομική ύφεση που επεκράτησε στη χώρα το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990.[37]
Μετά την προεδρία
Μετά τη λήξη της προεδρικής του θητείας το 1994 ο Κόιβιστο έγραψε τα απομνημονεύματά του, που εκδόθηκαν σε 4 τόμους, ενώ συνέχισε να σχολιάζει τα οικονομικά και τα πολιτικά θέματα, εγχώρια και διεθνή.
Το 2009 αρνήθηκε να ζητήσει συγγνώμη από την Εσθονία για το ότι δεν υποστήριξε την ανεξαρτησία της ως Πρόεδρος.[38]
Στις 3 Μαρτίου 2010 εισάχθηκε στο νοσοκομείο για καρδιακή αρρυθμία, αλλά βγήκε λίγες ημέρες αργότερα.
Θάνατος
Η υγεία του Μάουνο Κόιβιστο κλονίσθηκε τον Δεκέμβριο του 2016 εξαιτίας της νόσου Αλτσχάιμερ και η σύζυγός του άρχισε να τον φροντίζει στο σπίτι. Τον Ιανουάριο του 2017 ο Κόιβιστο έπεσε άσχημα στο σπίτι του και έσπασε το χέρι του, οπότε από τότε και μετά ζούσε σε ειδικό ίδρυμα φροντίδας.[39] Απεβίωσε στο Ελσίνκι στις 12 Μαΐου 2017, σε ηλικία 93 ετών.[40][41][42] Η κρατική κηδεία του έγινε στις 25 Μαΐου 2017.[43][44][45]