Ήταν γιος του Δαβίδ ΣΤ΄ Ναρίν βασιλιά της Γεωργίας και της συζύγου του Tάμαρ Αμανελίσντζε,[1] ή μίας πριγκίπισσας των Παλαιολόγων.[2] Ο Κωνσταντίνος Α΄ διαδέχθηκε στον θρόνο του Ιμερέτι τον πατέρα του, όταν εκείνος απεβίωσε το 1293. Σε αντίθεση με τους ομολόγους του στην ανατολική Γεωργία, ο Κωνσταντίνος Α΄ παρέμεινε ανεξάρτητος από την ηγεμονία των Ιλχανιδών, αλλά αντιμετώπισε σοβαρές εσωτερικές αναταραχές, καθώς ο μικρότερος αδελφός του Μιχαήλ αντιτάχθηκε στη διαδοχή από τον Κωνσταντίνο Α΄ και κατέλαβε τον έλεγχο των περιοχών Ράτσα, Λεχκχούμι και Αργκβέτι. Μάταια οι ευγενείς του Ιμερέτι προσπάθησαν να συμφιλιώσουν τα αδέλφια οι εσωτερικές συγκρούσεις συνέχισαν να αναστατώνουν τη χώρα.[1][3]
Οι μεγάλοι ευγενείς εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση για να διεκδικήσουν την αυτονομία τους. Ο Γκιόργκι Α΄ Νταντιάνι, δούκας της Mινγκρέλια, υπέταξε μεγάλο μέρος του δουκάτου του Tσχούμι και επέκτεινε τις κτήσεις του μέχρι την Ανακοπία. Οι Σερβασίντζε περιχαρακώθηκαν στην Αμπχαζία, οι Γκουριέλι στη Γκουρία και οι Βαρντανίντζε στο Σβανέτι, δείχνοντας μικρή υποτέλεια στη βασιλική εξουσία.[3] Ο Κωνσταντίνος Α΄ απεβίωσε μέσα σε αυτές τις αναταραχές το 1327 χωρίς να έχει παιδιά, και ο αδελφός του Μιχαήλ τον διαδέχθηκε ως βασιλιάς.[1][3]
Πολιτισμός
Ο Κωνσταντίνος Α΄ είναι γνωστό ότι αποκατέστησε τη Μονή του Σταυρού στην Ιερουσαλήμ στη Γεωργιανή ιδιοκτησία το 1305. Επίσης ανακαίνισε και ξαναζωγράφισε το μοναστήρι. Οι συνεισφορές του τονίζονται σε ένα έγγραφο, που καθιερώνει την εορτή της Αγάπης, κατά τη βασιλεία του, στις 21 Μαΐου, ημέρα εορτής του Αγίου Κωνσταντίνου (Κωνσταντίνου Α΄ του Μεγάλου). Ο Κωνσταντίνος Α΄ μπορεί να είναι ένα άγνωστο βασιλικό πρόσωπο, που απεικονίζεται σε μια νωπογραφία στο Ιενάσι στο Άνω Σβανέτι. Οι δεσμοί του με εκείνη την περιοχή είναι επίσης γνωστοί από ένα καταστατικό, που εξέδωσε ο Κωνσταντίνος Α΄ στο γένος των Σβαν Γκοσκοτελιάνι.[4]
↑Kenia, Marine (2002). «სამეფო პორტრეტი იენაშის იანის ეკლესიის მოხატულობაში [A royal portrait in murals of the Iani Church of Ienashi]» (στα Georgian, English). Sakartvelos Sidzveleni2: 94–106.