Η Κυβέρνηση Θεόδωρου Δηλιγιάννη 1902 (Νοέμβριος1902 - Απρίλιος1903) - γνωστή και ως η «σανιδική κυβέρνηση Δηλιγιάννη» - ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας μετά και εξαιτίας των ταραχών που έμειναν γνωστά ως «Σανιδικών».
Στις βουλευτικές εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1902, κανένα κόμμα δεν κατάφερε να αποκτήσει αυτοδυναμία. Σύμφωνα με τον ιστορικό Διγκαβέ, τα κόμματα των Δηλιγιάννη και Θεοτόκη κατέλαβαν από 102 έδρες το καθένα, ενώ τα κόμματα των Ράλλη και Ζαΐμη 11 και 19 έδρες αντίστοιχα.[1]
Ο Δηλιγιάννης γρήγορα ήρθε σε συνεννόηση με τον Δημήτριο Ράλλη, και έτσι αποκτώντας την κοινοβουλευτική πλειοψηφία ζήτησε και την διακυβέρνηση. Ο Γεώργιος όμως, κωλυσιεργούσε, με θέλοντας να αναθέσει την εντολή στον Δηλιγιάννη, και προσπάθησε να δημιουργήσει μια κυβέρνηση υπηρεσιακή, μέχρι να ελεγχθούν και να οριστικοποιηθούν τα αποτελέσματα των εκλογών. Οι οπαδοί του Δηλιγιάννη όμως, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να διαδηλώνουν και μάλιστα έφτασαν να συγκρουστούν και με τις αστυνομικές δυνάμεις, και έτσι ο Γεώργιος όρκισε τελικά τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη, πρωθυπουργό, στις 24 Νοεμβρίου1902.
Η πλειοψηφία της κυβέρνησης Δηλιγιάννη δεν κατακυρώθηκε οριστικά, παρά στην ψηφοφορία για τον Πρόεδρο της νέας Βουλής, που έγινε στις 5 Φεβρουαρίου του 1903. Εκεί, εκλέχτηκε ο Δημήτριος Ράλλης (όπως είχε συμφωνηθεί με τον Δηλιγιάννη), με 128 ψήφους σε σύνολο 234 εδρών και η κυβέρνηση έλαβε την ψήφο εμπιστοσύνης τρεις μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της.
Αρχές Ιουνίου του 1903, ομάδα βουλευτών με προεξάρχοντα τον βουλευτή Νικόλαο Μπουφίδη κατέθεσε πρόταση μομφής εναντίον της κυβέρνησης. Στην ψηφοφορία που ακολούθησε η κυβέρνηση Δηλιγιάννη καταψηφίστηκε, (114 κατά και 95 υπέρ) και την επόμενη ημέρα, 14 Ιουνίου, ο Δηλιγιάννης παραιτήθηκε.