Η Κυβέρνηση Αλέξανδρου Παπάγου 1952 (Νοέμβριος1952 – Οκτώβριος1955) σχηματίστηκε μετά την νίκη του κόμματος του Ελληνικού Συναγερμού στις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου 1952. Εξαιτίας της αλλαγής του εκλογικού συστήματος, ο Ελληνικός Συναγερμός κατάφερε να αποκτήσει μεγάλη πλειοψηφία στην Βουλή και έτσι να κυβερνήσει ανεμπόδιστα για σχεδόν τέσσερα χρόνια, διάστημα πρωτόγνωρο για την μέχρι τότε πολιτική ζωή της χώρας.
Έχοντας ως προτεραιότητα την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας, και με κύριο μοχλό, τον Υπουργό Συντονισμού, Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη, επεδίωξε την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας ενισχύοντας τον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων, και ρυθμίζοντας τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς. Σε αυτήν την κατεύθυνση, αρχές του 1953 η κυβέρνηση ανακοίνωσε την συγχώνευση της ιδιωτικής «Τράπεζας Αθηνών» με την «Εθνική Τράπεζα», δημιουργώντας τον μεγαλύτερο πιστωτικό οργανισμό στην Ελλάδα, που θα προωθούσε την ανάπτυξη της χώρας σύμφωνα με τα σχέδια της κυβέρνησης. Την άνοιξη του 1953, έγινε περίφημη υποτίμηση της δραχμής κατά 50% καθώς και η πλήρης απελευθέρωση των εισαγωγών.
Την υποτίμηση της δραχμής ανήγγειλε ο Μαρκεζίνης μέσω ραδιοφωνικού μηνύματος προς τον Ελληνικό λαό: «Αναγγέλω προς τον ελληνικόν λαόν βαρύσημαντον απόφασιν της κυβερνήσεως. Από της ώρας ταύτης, 9ης εσπερινής της 9ης Απριλίου η επίσημος σχέσις της τιμής της δραχμής με την τιμήν του δολλαρίου καθορίζεται εις 30.000 δραχμές εν δολλάριον. Αντιστοίχως δε προς την σχέσιν αυτήν καθορίζονται και αι τιμαί όλων των άλλων ξένων νομισμάτων. Η απόφασις αυτή λαμβάνεται με την ομόφωνον γνώμην της Νομισματικής Επιτροπής καθώς και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.»[2]
Η κίνηση αυτή, όπως υπέδειξε ο Υπουργός Συντονισμού σε ομιλία του στην Βουλή τον Νοέμβριο του 1953 είχε αποδειχτεί άκρως ευεργετική για το ισοζύγιο των εξωτερικών πληρωμών, την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής, τις εξαγωγές, τα συναλλαγματικά έσοδα από τους άδηλους πόρους, και την αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων προς τις τράπεζες. [3] Τους ισχυρισμούς του Μαρκεζίνη επιβεβαίωσαν και τα οικονομικά στοιχεία που έδωσε η Τράπεζα της Ελλάδας για το 1953: αύξηση του ΑΕΠ κατά 14,5% , αύξηση στην βιομηχανική παραγωγή κατά 12,6%, αύξηση των άδηλων πόρων από 74,4 εκ. δολλάρια το 1952, σε 107, 8 εκ, δολλάρια το 1953, αύξηση των εξαγωγών, μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου.[4]
Πολλοί ιστορικοί επιμένουν ωστόσο στην άποψη ότι τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης δεν βοήθησαν τις μεγάλες μάζες του πληθυσμού, αλλά μόνο τους επιχειρηματίες. Ενδεικτική αυτή της οπτικής είναι η γνώμη του καθηγητή Άγγελου Αγγελόπουλου που έγραψε ότι «...οι μισθοί ιδία των δημοσίων υπαλλήλων και μιας μεγάλης κατηγορίας των ιδιωτικών είναι πλέον ανεπαρκείς και δεν εξασφαλίζουν την στοιχειώδη διαβίωσιν, ενώ η μεγάλη μάζα του λαού στερείται των στοιχειωδών μέσων από απόψεως διατροφής, ιματισμού και κατοικίας». Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στις αρχές του 1954 το υπουργείο Πρόνοιας, 2.420.535 άτομα είχαν πιστοποιητικό απορίας. Από αυτούς, οι 1.793.545 χαρακτηρίζονταν άποροι α` κατηγορίας, δηλ. είχαν εισόδημα ως 120 δραχμές το μήνα (120.000 της εποχής εκείνης).Εξάλλου, σε 500.000 υπολογιζόταν τότε ο αριθμός των φυματικών ασφαλισμένων του ΙΚΑ. Οι έμμεσοι φόροι, που έπλητταν τους μισθωτούς, έφτασαν το 82% του συνόλου της φορολογίας.»[5]
Το Κυπριακό ήταν ένα άλλο μείζον θέμα που η κυβέρνηση κλήθηκε να χειριστεί. Η κυβέρνηση Παπάγου ήταν η πρώτη ελληνική κυβέρνηση που ζήτησε -χωρίς όμως επιτυχία - την διεθνοποίηση του ζητήματος, καλώντας τον ΟΗΕ να αναλάβει μεσολαβητικό ρόλο. Οι προσφυγές της Ελλάδας, το 1954 και το 1955 δεν στέφθηκαν με επιτυχία όμως καθώς κανένα σχεδόν μέλος του Οργανισμού δεν ήταν διατεθειμένο να συζητήσει για αλλαγή του καθεστώτος στην Κύπρο. [6]
Από τις αρχές του 1955 η υγεία του Πρωθυπουργού άρχισε να κλονίζεται εξαιτίας της αναζωπύρωσης παλαιάς φυματίωσης, και κάθε μήνας που περνούσε τον έφερνε όλο και πιο κοντά στο θάνατο. Το πρωί της 4ης Οκτωβρίου 1955 - της ημέρας που θα πέθαινε - όρισε αναπληρωτή Πρωθυπουργό και ουσιαστικά διάδοχό του, τον Στέφανο Στεφανόπουλο. Όμως, ο βασιλιάς Παύλος, είχε άλλη γνώμη, και παρεμβαίνοντας δυναμικά στην πολιτική σκηνή, δίνει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, στον Κωνσταντίνο Καραμανλή.[7]
Η παραίτηση του Υπουργού Συντονισμού, Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη λόγω διαφωνίας του με την πολιτική της κυβέρνησης, προκάλεσε τον πρώτο ανασχηματισμό της κυβέρνησης, καθώς απομακρύνθηκαν και κάποιοι υπουργοί - φίλοι του Μαρκεζίνη. Αν και οι πληροφορίες για τους λόγους της παραίτησης είναι αντικρουόμενες, καθώς η κάθε πλευρά την αιτιολογεί διαφορετικά, οι διπλωματικές και δημοσιογραφικές πηγές της εποχής, την εντοπίζουν στην διαφωνία του Μαρκεζίνη για την ανακίνηση του Κυπριακού ζητήματος, αλλά κυρίως στις βλέψεις του Υπουργού για άνοδο στην Αντιπροεδρία της Κυβέρνησης.[13]
↑Στις 4 Σεπτεμβρίου συστάθηκε θέση «Υπουργού βοηθού και αναπληρωτή του Υπουργού Συντονισμού», χρέος του οποίου ήταν η αρωγή στο έργο του Υπουργού και η αναπλήρωσή του σε περίπτωση ανάγκης. (ΦΕΚ Α242 /1953
↑Στις 4 Σεπτεμβρίου 1953 λόγω των καταστροφών από τους σεισμούς που έπληξαν τα Ιόνια νησιά, - κυρίως Ζάκυνθο και Κεφαλλονιά, ιδρύθηκε το «Υφυπουργείο Αποκαταστάσεως Σεισμοπλήκτων νήσων», με έδρα το Αργοστόλι προκειμένου να οργανώσει εκ του σύνεγγυς τα μέτρα της κυβέρνησης υπέρ των σεισμοπλήκτων. (ΦΕΚ Α242/ 1953
↑Αρχικά, είχε διοριστεί Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο Σπύρος Θεοτόκης, ο οποίος δεν αποδέχτηκε για λόγους υγείας, τον διορισμό του, και αντικαταστάθηκε από τον Καλλία.
↑Αρχικά είχε διοριστεί ο Πέτρος Λεβαντής ο οποίο όμως δεν αποδέχτηκε τον διορισμό του
↑Με τον Νόμο 3076/1954, τα υπουργεία «Συγκοινωνιών», «Δημοσίων Έργων» αλλά και το νεοσύστατο «Υφυπουργείο Αποκαταστάσεως Σεισμοπλήκτων νήσων» συγχωνεύτηκαν στο «Υπουργείο Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων»
↑Στις 13 Απριλίου 1955 και με τον νόμο «Περί διοικητικής αποκεντρώσεως», καταργήθηκε οριστικά ο θεσμός των Γενικών Διοικήσεων για να δώσει τη θέση του, στον θεσμό των Νομαρχιών. Σε αυτό το πλαίσιο, δημιουργήθηκε το «Υπουργείο Βορείου Ελλάδος», με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Αρμοδιότητα του Υπουργείου ήταν ο συντονισμός και η επίβλεψη εκτέλεσης της κυβερνητικής πολιτικής στην περιφέρειά του (Μακεδονία και Θράκη), καθώς και η εποπτεία των Νομαρχών. ΦΕΚ Α97 /1955 [1][νεκρός σύνδεσμος]