Συνορεύει με τη Σάλτα και το Σαντιάγο δελ Εστέρο στα δυτικά, τη Φορμόσα στα βόρεια, το Κοριέντες στα ανατολικά και τη Σάντα Φε στα νότια.[5] Έχει επίσης διεθνή σύνορα με το διαμέρισμα Νιεεμπουκού της Παραγουάης. Με έκταση 99.633 τετραγωνικά χιλιόμετρα και πληθυσμό 1.142.963 κατοίκους το 2022[6], είναι η δωδέκατη πιο εκτεταμένη και η ενδέκατη πιο πυκνοκατοικημένη από τις είκοσι τρεις επαρχίες της Αργεντινής.
Το 2010, το Τσάκο έγινε η δεύτερη επαρχία της Αργεντινής που υιοθέτησε περισσότερες από μία επίσημες γλώσσες. Οι γλώσσες αυτές είναι οι γλώσσες Κομ, Μοκοΐτ και Γουίτσι, οι οποίες ομιλούνται από τους λαούς Τόμπα, Μοκοβί και Γουίτσι αντίστοιχα.[7] Το Τσάκο ήταν ιστορικά μια από τις φτωχότερες περιοχές της Αργεντινής και σήμερα κατατάσσεται στην τελευταία θέση τόσο με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ όσο και με βάση τον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης.
Ετυμολογία
Η λέξη Τσάκο προέρχεται από το chaku, τη λέξη Κέτσουα που χρησιμοποιείται για να ονομάσει μια περιοχή κυνηγιού ή την τεχνική κυνηγιού που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας των Ίνκας.[8]
Η επαρχία Τσάκο έχει έκταση 99.633 τετραγωνικά χιλιόμετρα και είναι η δωδέκατη μεγαλύτερη επαρχία της Αργεντινής. Το υψηλότερο σημείο της επαρχίας είναι επίσης το δυτικότερο, κοντά στο δήμο Τάκο Πόσο, σε υψόμετρο 272 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.[9]
Στα νότια, τα σύνορα ακολουθούν τον 28ο νότιο παράλληλο, χωρίζοντας την περιοχή από την επαρχία Σάντα Φε, ενώ στα δυτικά συνορεύει με τη Σάλτα και το Σαντιάγο δελ Εστέρο.
Η επαρχία έχει υποτροπικό κλίμα.[10] Χωρίζεται σε δύο διαφορετικές κλιματικές ζώνες: μια πιο υγρή στα ανατολικά και ένα ξηρότερο υποτροπικό κλίμα στο κέντρο και στα δυτικά.[11] Τα ανατολικά τμήματα της επαρχίας έχουν ένα υγρό υποτροπικό κλίμα (Cfa σύμφωνα με την κλιματική ταξινόμηση Κέππεν) χωρίς ξηρή περίοδο.[12] Στα δυτικά, όπου οι βροχοπτώσεις είναι λιγότερες, έχει υποτροπικό κλίμα με ξηρό χειμώνα και ταξινομείται ως ημίξηρο κλίμα (BS σύμφωνα με την κλιματική ταξινόμηση Κέππεν) λόγω της δυνητικής εξατμισοδιαπνοής που υπερβαίνει τις βροχοπτώσεις.[12]
Υετός
Στις πιο υγρές (ανατολικές) περιοχές της επαρχίας, οι βροχοπτώσεις πέφτουν καθ' όλη τη διάρκεια του έτους χωρίς ξηρή περίοδο.[12] Οι περιοχές αυτές δέχονται περίπου 1.400 χιλιοστά βροχόπτωσης ετησίως.[12] Οι βροχοπτώσεις μειώνονται προς τα δυτικά και συγκεντρώνονται περισσότερο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.[10][12]
Θερμοκρασία
Οι μέσες ετήσιες θερμοκρασίες κυμαίνονται μεταξύ 21 και 23 °C, οι οποίες μειώνονται από βορρά προς νότο.[12] Τα καλοκαίρια είναι θερμά με θερμοκρασίες που μπορεί να φτάσουν τους 38 έως 41 °C στα ανατολικά τμήματα της επαρχίας.[12] Τα δυτικά τμήματα παρουσιάζουν περισσότερες διακυμάνσεις στις θερμοκρασίες λόγω των ηπειρωτικών επιδράσεων.[10] Οι ακραίες θερμοκρασίες το καλοκαίρι είναι πιο ακραίες με θερμοκρασίες που συχνά ξεπερνούν τους 40 °C.[12] Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι εισβολές ψυχρού, πολικού αέρα από το νότο μπορεί να οδηγήσουν σε παγετό και θερμοκρασίες που πέφτουν κάτω από το μηδέν.[12] Καθώς το καλοκαίρι βρίσκεται κάτω από μια περιοχή με υψηλή ηλιακή ακτινοβολία, έχει ως συνέπεια να σχηματίζεται ένα σύστημα χαμηλής πίεσης πάνω από την επαρχία κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.[12]
Υγρασία
Η υγρασία στην επαρχία είναι υψηλή λόγω του κλίματος, ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα της, το πιο υγρό τμήμα της επαρχίας.[12] Οι περισσότεροι άνεμοι που μεταφέρουν υγρό αέρα προέρχονται από τα βόρεια και τα ανατολικά.[12] Ο χειμώνας είναι η πιο υγρή εποχή (υψηλή υγρασία) μιας και χαρακτηρίζεται από συχνές ομίχλες.[12]
Ιστορία
Η περιοχή κατοικούνταν αρχικά από διάφορους κυνηγούς-συλλέκτες που μιλούσαν γλώσσες της οικογένειας Ματάκο-Γουαϊκρού. Στην περιοχή επιβιώνουν ιθαγενείς φυλές, συμπεριλαμβανομένων των Τόμπα και Γουίτσι, οι οποίες έχουν σημαντικές κοινότητες στην επαρχία αυτή καθώς και στην επαρχία Φορμόσα.[13]
Ο πρώτος ευρωπαϊκός οικισμός ιδρύθηκε από τον Ισπανόκονκισταδόρ Αλόνσο ντε Βέρα ι Αραγκόν, το 1585, και ονομαζόταν Κονσεπσιόν ντε Νουέστρα Σενιόρα. Εγκαταλείφθηκε το 1632. Κατά τη διάρκεια της ύπαρξής της, ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της περιοχής, αλλά οι επιθέσεις των τοπικών Ινδιάνων ανάγκασαν τους κατοίκους να φύγουν.[14] Τον 17ο αιώνα ιδρύθηκε στην περιοχή της σημερινής πόλης Ρεσιστένσια η ιησουιτική ιεραποστολή Σαν Φερνάντο ντελ Ρίο Νέγκρο, αλλά εγκαταλείφθηκε δεκαπέντε χρόνια αργότερα.[15]
Η περιοχή του Γκραν Τσάκο παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητη και ακατοίκητη από Ευρωπαίους ή Αργεντινούς μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, μετά από πολυάριθμες συγκρούσεις μεταξύ Αργεντινής και Παραγουάης κατά τη διάρκεια του πολέμου της Τριπλής Συμμαχίας. Το Σαν Φερνάνδο επανιδρύθηκε ως στρατιωτικό φυλάκιο και μετονομάστηκε σε Ρεσιστένσια το 1876.[13]
Η Εθνική Επικράτεια του Γκραν Τσάκο (Territorio Nacional del Gran Chaco) ιδρύθηκε το 1872. Η περιοχή αυτή, η οποία περιελάμβανε τη σημερινή επαρχία Φορμόσα και εδάφη που βρίσκονται σήμερα εντός της Παραγουάης, αντικαταστάθηκε από την Εθνική Επικράτεια του Τσάκο (Territorio Nacional del Chaco) κατά τη διοικητική διαίρεσή της, το 1884.[16]
20ός αιώνας
Μεταξύ του τέλους του δέκατου ένατου και των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα, η επαρχία δέχτηκε μια ποικιλία μεταναστών, μεταξύ των οποίων Γερμανοί του Βόλγα και Μεννονίτες από τη Ρωσία, τη Γερμανία και τον Καναδά. Αυτοί, μαζί με άλλους μετανάστες, μετέτρεψαν το Τσάκο σε μια παραγωγική γεωργική περιοχή γνωστή για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων και βοείου κρέατος.[13]
Πολιτική δομή
Το 1951 η περιοχή έγινε επαρχία και το όνομά της άλλαξε σε Επαρχία Πρεσιντέντε Περόν. Η επαρχία μετονομάστηκε εκ νέου το 1955, όταν ανατράπηκε η κυβέρνηση του προέδρου Χουάν Περόν, επιστρέφοντας στην ιστορική ονομασία Τσάκο.[17]
Οικονομία
Η γεωργική ανάπτυξη στο Τσάκο συνδέεται κυρίως με την εμπορική καλλιέργεια του ξύλου κεμπράτσο και του βαμβακιού. Το Τσάκο παράγει σήμερα το 60% της εθνικής παραγωγής βαμβακιού της Αργεντινής. Η γεωργική παραγωγή τροφίμων αντιπροσωπεύει το 17% της παραγωγής της Αργεντινής. Αυτό περιλαμβάνει καλλιέργειες όπως η σόγια, το σόργο και ο αραβόσιτος. Το ζαχαροκάλαμο καλλιεργείται επίσης στο νότο, καθώς και το ρύζι και ο καπνός σε μικρότερο βαθμό.[18]
Οι φυλές βοοειδών που αποτελούνται από διασταυρώσεις με ζεμπού θεωρούνται καλύτερα προσαρμοσμένες στις υψηλές θερμοκρασίες, την έλλειψη χόρτου και τις περιστασιακές πλημμύρες από ό,τι οι καθαρόαιμες φυλές που εκτρέφονται εντατικά.
Η βιομηχανία συνεισφέρει περίπου 10% στην επαρχιακή οικονομία και περιλαμβάνει τα υφάσματα που παράγονται από το τοπικό βαμβάκι, την παραγωγή πετρελαίου και άνθρακα, καθώς και τη ζάχαρη, το αλκοόλ και το χαρτί, τα οποία προέρχονται από το ζαχαροκάλαμο.[19]
Στο Τσάκο βρίσκεται το Εθνικό Πάρκο Τσάκο, αλλά ο τουρισμός δεν είναι μια καλά αναπτυγμένη βιομηχανία στην επαρχία. Το κύριο αεροδρόμιο της επαρχίας, το Διεθνές Αεροδρόμιο της Ρεσιστένσια, εξυπηρετεί περίπου 100.000 επιβάτες ετησίως.
Πολιτική οργάνωση
Η επαρχία χωρίζεται σε 25 νομούς (ισπανικά: departamentos).
↑«Provincia de Chaco»(PDF) (στα Ισπανικά). Administración Nacional de Laboratorios e Institutos de Salud. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο(PDF) στις 3 Νοεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 3 Μαρτίου 2023.