Το Ειδικό Δικαστήριο αρμόδιο για υποθέσεις ποινικής ευθύνης Υπουργών (παλαιότερα γνωστό ως Υπουργοδικείο, πολλές φορές αναφέρεται και απλά ως "Ειδικό Δικαστήριο") είναι ένα ειδικό δικαστήριο. Η συγκρότηση και η αρμοδιότητά του ρυθμίζονται στο άρθρο 86 παρ. 4 του Συντάγματος. Το δικαστήριο αυτό έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να εκδικάζει ποινικά αδικήματα που τελέστηκαν από μέλη της Κυβέρνησης και Υφυπουργούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Επίσης σε αυτό το δικαστήριο παραπέμπεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας για τα εγκλήματα της εσχάτης προδοσίας και της παραβίασης, με πρόθεση, του Συντάγματος.[1] Το δικαστήριο αυτό δεν πρέπει να συγχέεται με το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
Σύνθεση
Παλαιότερα συγκροτούνταν από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ως πρόεδρο και από δώδεκα (12) τακτικούς και έξι (6) αναπληρωματικούς δικαστές μεταξύ όλων των αρεοπαγιτών και προέδρων εφετών που είχαν προαχθεί πριν από την κατηγορία, οι οποίοι κληρώνονταν από τον Πρόεδρο της Βουλής σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής.
Εξαίρεση αποτελούσαν το πρώτο Σύνταγμα του 1844 και τα Συντάγματα του 1925 και 1927, τα οποία προέβλεπαν την εκδίκαση των εγκλημάτων των Υπουργών όχι από ειδικό δικαστήριο αλλά από τη Γερουσία.
Μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, το "Ειδικό Δικαστήριο" συγκροτείται από έξι μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και επτά μέλη του Αρείου Πάγου που κληρώνονται από τον Πρόεδρο της Βουλής. Πρόεδρος ορίζεται ο ανώτερος σε βαθμό και μεταξύ ισόβαθμων ο αρχαιότερος από τα μέλη του Αρείου Πάγου. Η αλλαγή στη σύνθεση του δικαστηρίου με τη συμπερίληψη μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας και την ταυτόχρονη αφαίρεση των Προέδρων Εφετών από την κληρωτίδα αιτιολογήθηκε με τη φύση των αδικημάτων που θα κληθεί το δικαστήριο να δικάσει[2]. Τα αδικήματα των Υπουργών τελούνται κατά την άσκηση της εκτελεστικής λειτουργίας. Οι διοικητικοί δικαστές (μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας) έχουν μεγαλύτερη πείρα στον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας, αφού αυτή είναι η αποστολή τους. Η συμμετοχή τους στη σύνθεση θα καταστήσει το δικαστήριο αρτιότερο για να κρίνει τέτοιες πράξεις. Η πλειοψηφία των μελών και ο πρόεδρος εξακολουθούν να προέρχονται πάντως από τον Άρειο Πάγο, λόγω της εξοικείωσης των Αρεοπαγιτών με ποινικές υποθέσεις.
Πριν τη συνταγματική αναθεώρηση η Βουλή όριζε και τρεις Βουλευτές με τους αναπληρωτές τους ως κατηγόρους στο Ειδικό Δικαστήριο. Μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος καθήκοντα εισαγγελέα στο Ειδικό Δικαστήριο ασκεί μέλος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου που κληρώνεται μαζί με τον αναπληρωτή του. Η μεταρρύθμιση είχε σκοπό την πλήρη απεμπλοκή της Βουλής από τη δίκη και την αποφυγή εκμετάλλευσής της για πολιτικούς λόγους. Η ανάθεση της εκπροσώπησης του νόμου σε Εισαγγελέα εγγυάται την αμεροληψία και την ευθυκρισία της κατηγορούσας αρχής.
Όπως σε όλα τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας, έτσι και σε αυτό οι δικαστές φορούν τήβεννο (σε αντίθεση με τους δικαστές των υπολοίπων δικαστηρίων).
Παραπομπή και προδικασία
Αρμόδια για την άσκηση ποινικής δίωξης τόσο στους Υπουργούς όσο και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι αποκλειστικά και μόνο η Βουλή με απόφαση που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (με τουλάχιστον 151 ψήφους). Έτσι η Βουλή παραμένει και μετά τη συνταγματική αναθεώρηση η μόνη αρμόδια να απαγγείλει κατηγορία κατά Υπουργού (ή πρώην Υπουργού) για αδίκημα που διέπραξε κατά την τέλεση των καθηκόντων του. Την απόφασή της αυτήν μπορεί να την ανακαλέσει οποτεδήποτε σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Μετά την άσκηση της δίωξης στο πλαίσιο του Ειδικού Δικαστηρίου λειτουργεί μετά τη συνταγματική αναθεώρηση Δικαστικό Συμβούλιο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από δύο μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και τρία μέλη του Αρείου Πάγου και το οποίο εποπτεύει την ποινική προδικασία της συγκεκριμένης υπόθεσης. Τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου είναι άλλα από τα μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου. Με απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου ορίζεται ένα από τα μέλη του που ανήκει στον Άρειο Πάγο ως ανακριτής. Η προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος. Με αυτόν τον τρόπο η υπόθεση φθάνει ώριμη προς εκδίκαση στο ακροατήριο.
Για να παραπεμφθεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απαιτείται πλειοψηφία 2/3 του όλου αριθμού των Βουλευτών (200 ψήφοι).
Λεπτομέρειες για τη διαδικασία ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου ρυθμίζονται στο νόμο περί ευθύνης υπουργών.
Παραπομπές