Το Εβραϊκό Νεκροταφείο Θεσσαλονίκης ήταν ευρείας έκτασης κοιμητήριο, το οποίο φιλοξενούσε μεταξύ 300.000 έως 500.000 τάφους και το οποίο βρισκόταν στα ανατολικά της παλαιάς πόλης της Θεσσαλονίκης και το οποίο κατεστράφη κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από τους Ναζί.
Τοποθεσία
Το Εβραϊκό Νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης βρισκόταν έξω από τα ανατολικά τείχη της πόλης και το 1930 η έκτασή του ήταν 357.796 τ.μ. Τα όριά του τότε ήταν τα εξής: βόρεια η οδός Παύλου Μελά και ο συνοικισμός Παύλου Μελά (στις Σαράντα Εκκλησιές [1]), βορειοανατολικά ο συνοικισμός των Σαράντα Εκκλησιών, νοτιοδυτικά στρατιωτικά νεκροταφεία και η οδός Νοσοκομείων (σημερινή οδός Γρηγορίου Λαμπράκη), νότια δρόμος προς τη Τριανδρία, δυτικά ο συνοικισμός της Αγίας Φωτεινής και το γήπεδο του ΠΑΟΚ και βορειοδυτικά το κτίριο της Παλιάς Φιλοσοφικής Σχολής και το γήπεδο του Ηρακλή.[2](Τα γήπεδα των δύο ομάδων βρίσκονταν τότε στο χώρο όπου βρίσκεται σήμερα η Πανεπιστημιούπολη).[3][4][5]Δίπλα στο γήπεδο του Ηρακλή βρισκόταν το κοιμητήριο των Ντονμέδων.[6]
Η ίδρυση του κοιμητηρίου φαίνεται να πραγματοποιήθηκε από Ρωμανιώτες Εβραίους εν μέρει επί των καταλοίπων παλαιότερης χρονολογίας βυζαντινού κοιμητηρίου[7].
Δεν ήταν παρά μόνον μετά την μαζική άφιξη ΣεφαρδιτώνΕβραίων[8][9], με σημείο εκκίνησης το 1492[8][9], έπειτα από τον εκδιωγμό των Εβραίων από την Ισπανία[8][9] που το συγκεκριμένο κοιμητήριο άρχισε να επεκτείνεται σε σημαντικό βαθμό, εκτεινόμενο στο μέσον γαιών, οι οποίες, εκείνη την περίοδο, ήσαν ερημικές και γνωστές ως ακαλλιέργητων. Η συγκεκριμένη επέκταση πραγματοποιήθηκε, επίσης, επί της τοποθεσίας άλλου παλαιότερου βυζαντινού κοιμητηρίου, όπως καταδεικνύεται μέσω της ύπαρξης επιτύμβιων στηλών χαραγμένων, στην μία πλευρά τους, με εβραϊκούς χαρακτήρες και, στην άλλη πλευρά τους, με ελληνικούς ή λατινικούς χαρακτήρες[7]. Επί περισσότερο από 400 χρόνια, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης έθαβαν τους νεκρούς τους εντός του συγκεκριμένου κοιμητηρίου, γεγονός το οποίο κατέστησε το τελευταίο ως το μεγαλύτερο εβραϊκό κοιμητήριο μεταξύ των Σεφαρδιτών, καθώς και, γενικότερα, των Εβραίων ανά την Ευρώπη[10]. Το 1911, κάλυπτε έκταση της τάξεως των 324.000 m², ενώ, παράλληλα, εκτιμάται πως αριθμούσε περισσότερους από 300.000 τάφους[7]. Οι τελευταίοι ήσαν χωροθετημένοι άναρχα, ενώ, σε ορισμένα σημεία, η συγκέντρωσή τους ήταν σε τέτοιο βαθμό πυκνή ώστε ήταν αδύνατο για κάποιον να μεταβεί στον τάφο που επιθυμούσε να επισκεφθεί, δίχως να υποχρεωθεί, προηγουμένως, να πατήσει επάνω σε άλλες επιτύμβιες στήλες[7].
Εξέλιξη της χρήσης του κοιμητηρίου
Το κοιμητήριο αποτέλεσε ιδιαιτέρως σημαντική πηγή πληροφοριών σχετικά με το παρελθόν της κοινότητας, ενώ αριθμός ιστορικών προχώρησε σε σχετική μελέτη του. Οι παλαιότεροι, ως προς την χρονολόγησή τους, τάφοι οι οποίοι ανευρέθηκαν ήσαν εκείνοι Ασκεναζιτών προερχόμενων από την περίοδο προ της μεγάλης σεφαρδιτικής μετανάστευσης του 1492[11]. Οι πρώτοι Σεφαρδίτες οι οποίοι αφίχθησαν στην περιοχή, τοποθέτησαν τους τάφους των νεκρών τους επί των υψωμάτων, δίχως, ωστόσο, να υπάρξει, εντός του κοιμητηρίου, κατάλληλη χωροθέτηση ή σχεδιασμός. Σταδιακά, το κοιμητήριο άρχισε να επεκτείνεται προς τα παράλια, όπου και έφθασε κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, ενώ ο ελεύθερος χώρος μεταξύ των τάφων άρχισε να γίνεται όλο και περισσότερο περιορισμένος[11]. Εκείνη την περίοδο, νέοι τάφοι άρχισαν να τοποθετούνται επί των παλαιότερων[11]. Σταδιακά, επίσης, το μέγεθος των επιτύμβιων στηλών άρχισε να αυξάνεται. Πράγματι, ενώ στις αρχές του 16ου αιώνα το μέγεθός τους δεν ξεπερνούσε το μέγεθος ενός ανθρώπινου σώματος, ωστόσο, σταδιακά, οι Εβραίοι ξεκίνησαν να κατασκευάζουν όλο και πιο επιβλητικές επιτύμβιες στήλες. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ξεκίνησαν να κάνουν την εμφάνισή τους μεγαλοπρεπείς τάφοι, η οποίοι αποτελούσαν παραγγελία εύπορων Εβραίων, συνήθως καταγόμενων από το Λιβόρνο[12][13], ενώ φιλοτεχνούνταν στην Ιταλία και διακοσμούνταν καλλιτεχνικά βάσει των αρχών του ευρωπαϊκού αισθητισμού[11].
Επιγραφική
Οι επιγραφές, παραδοσιακά στην εβραϊκή γλώσσα στα παλαιά εβραϊκά κοιμητήρια, στη Θεσσαλονίκη, ορισμένες φορές, συνοδεύονταν από μεταγραφές σε άλλη γλώσσα[14]. Το γεγονός αυτό αφορούσε, κυρίως, τους τάφους των πολυάριθμων Μαράνων οι οποίοι κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα. Αριθμός εξ'αυτών είχε απολέσει την γνώση της εβραϊκής γλώσσας, με αποτέλεσμα την δημιουργία, για λογαριασμό τους, επιτύμβιων στηλών στα καστιγιανικά[11]. Ορισμένοι Εβραίοι ιταλικής καταγωγής, οι οποίοι κατέφθασαν κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, προχώρησαν, επίσης, στη δημιουργία δίγλωσσων επιγραφών[14], στα ιταλικά και τα εβραϊκά[14], επί των τάφων. Ανευρέθηκαν, επίσης, επιτύμβιες στήλες με επιγραφές στα γίντις, γλώσσα των Ασκεναζιτών, καθώς και, σπανιότερα, στα γερμανικά. Με σημείο εκκίνησης τον 19ο αιώνα, περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας η ευρωπαϊκή και, ιδιαιτέρως, γαλλική επιρροή άρχισε να γίνεται αισθητή[15], το κοιμητήριο ξεκίνησε να περιλαμβάνει και επιγραφές στα γαλλικά[16], καθώς και, σε μικρότερο βαθμό, στα ισπανοεβραϊκά[11][14]. Έπειτα από την Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912, πλέον, επιγραφές στα ελληνικά άρχισαν, επίσης, να υφίστανται[16].
Λατρεία
Κατά τις αρχές του 16ου αιώνα, δεν υφίστατο άλλη μορφή λατρείας εντός του κοιμητηρίου πέραν των εβραϊκών ταφικών τελετουργικών, ωστόσο, σταδιακά, πιθανώς υπό την μουσουλμανική επιρροή[11] και ενώ ο μυστικισμός έβρισκε όλο και περισσότερους πιστούς μεταξύ του τμήματος του πληθυσμού ο οποίος προερχόταν από την λαϊκή τάξη, άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους ιδιαίτερες μορφές λατρείας, οι οποίες είχαν ως επίκεντρό τους το κοιμητήριο. Οι γυναίκες μετέβαιναν εκεί δύο φορές τον χρόνο ως προσκύνημα, την Άνοιξη κατά τη διάρκεια της περιόδου του Πεσάχ, καθώς και κατά το τέλος του Καλοκαιριού. Αντιθέτως, οι άνδρες μετέβαιναν εκεί μία φορά, κατά τη διάρκεια του μηνός του Ελούλ, προ του Ρος Χασανά[11][17]. Εκείνη την περίοδο, το κοιμητήριο πλημμύριζε από προσκυνητές οι οποίοι ενοικίαζαν τις υπηρεσίες ειδικών ψαλτών[17], των χονατζήδων[17], οι οποίοι διέθεταν ιδιαίτερη γνώση της γεωγραφίας του κοιμητηρίου και βοηθούσαν τους προσκυνητές να βρουν τους τάφους των συγγενών τους ή εκείνους σημαντικών ραββίνων, όπως του Σαμουήλ ντι Μεντίνα[17], του Σουκάτ Νταβίντ[17], του Καχάνα[14], του Σαούλ Μόλχο[14], του Σαμουέλ Γκαόν[14], ή του Λεβή Γκατένιο[14], στους οποίους απέτιαν φόρο τιμής[11], ενώ, παράλληλα, έψελναν ύμνους κατά τη διάρκεια των μνημοσύνων τα οποία τελούνταν εντός του κοιμητηρίου[17]. Οι τάφοι ορισμένων εκ των συγκεκριμένων ραββίνων ήσαν γνωστοί λόγω των μαγικών ιδιοτήτων τους, ενώ αριθμός ατόμων μετέβαινε εκεί προκειμένου να αναζητήσει παρηγοριά απέναντι στις δυστυχίες της καθημερινής ζωής. Θεραπεύτριες πάσης φύσεως προσέφεραν, εκεί, τις υπηρεσίες τους, επικαλούμενες μαγικές φόρμουλες, επικλήσεις και ξόρκια, σε απόσταση κοντινή των φερόμενων ως διακατεχόμενων από θεραπευτικές ιδιότητες τάφων[11].
Κατακερματισμός
Κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ύπαρξής του, το κοιμητήριο δεν γνώρισε παρά μόνον ολίγες φθορές εκ μέρους των μη εβραϊκών πληθυσμών. Ορισμένες φορές, βοσκοί μετέβαιναν στη συγκεκριμένη τοποθεσία προκειμένου να βοσκήσουν τα κοπάδια τους, ενώ, ταυτόχρονα, αποτελούσε τοποθεσία συνευρέσεων ερωτευμένων ζευγαριών σε αναζήτηση ησυχίας[11][18].
Αριθμός επιτύμβιων στηλών χρησιμοποιήθηκε από τους Οθωμανούς κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ 1821-29, προς ενίσχυση των τειχών της πόλης, ως συνέπεια της εξέγερσης των Ελλήνων στην Πελοπόννησο, καθώς και προς αποφυγή, σε τοπικό επίπεδο, επιδρομών[19].
Η ευρεία έκταση την οποία κάλυπτε το συγκεκριμένο κοιμητήριο, τελικώς, ξεκίνησε να αποτελεί το αντικείμενο ενδιαφέροντος κατά τη διάρκεια της περιόδου αστικής ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης, με σημείο εκκίνησης τα τέλη του 19ου αιώνα[20][21]. Μία πρώτη φάση αστικής επέκτασης έλαβε χώρα, κατά τη διάρκεια της περιόδου βασιλείας του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄, στα νοτιοανατολικά της παλαιάς πόλης[7][20][21], ενώ, παράλληλα, κατέστη σαφές πως το κοιμητήριο θα αποτελούσε πηγή προβλημάτων για τυχόν μελλοντική επέκταση της πόλης[18], καθώς η παρουσία του απέτρεπε την σύνδεση μεταξύ των νέων συνοικιών και της παλαιάς πόλης. Αιτήματα και πιέσεις σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα πραγματοποιήθηκαν προς την εβραϊκή κοινότητα, προκειμένου η τελευταία να αποδεχθεί τον κατακερματισμό του κοιμητηρίου, ώστε η συγκεκριμένη περιοχή να ενταχθεί στο νέο πολεοδομικό σχέδιο. Η άρνηση των Εβραίων ήταν βασισμένη επί θρησκευτικής φύσεως αιτιολογιών[22], καθώς οι τάφοι, στον Ιουδαϊσμό, έχουν ιδιαιτέρως ιερό χαρακτήρα[22][23], γεγονός το οποίο δεν ήταν δυνατό να γίνει κατανοητό, τόσο από τους Μουσουλμάνους, όσο και από τους Ελληνορθόδοξους. Πράγματι, οι πρώτοι έθαβαν, στις περισσότερες εκ των περιπτώσεων, τους νεκρούς τους σε κοντινή απόσταση των ζωντανών, πράγμα αδιανόητο για τους Εβραίους, καθώς οι τελευταίοι θεωρούν τα κοιμητήρια ως ακάθαρτα, ενώ οι Ελληνορθόδοξοι είχαν ως έθιμο την εκταφή των οστών των νεκρών τους, τρία χρόνια μετά τον θάνατό τους, και την τοποθέτησή τους εντός οστεοφυλακίων.
Τελικώς, ο Κυβερνήτης της Θεσσαλονίκης, Σαμπρί Πασάς, προχώρησε στην επίταξη μεγάλου τμήματος του κοιμητηρίου[20], επί του οποίου και σχεδίασε την Οδό Χαμιντιέ (μετέπειτα Οδός Βασιλίσσης Σοφίας και σημερινή Οδός Εθνικής Αμύνης[21]), εκ του ονόματος του σουλτάνου, ενώ, παράλληλα, προχώρησε στην ανέγερση σχολείου με την χρήση, ως δομικών υλικών, επιτύμβιων στηλών, το οποίο, στη συνέχεια, αποτέλεσε τον πυρήνα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου[7].
Έπειτα από το συγκεκριμένο περιστατικό, οι Εβραίοι προχώρησαν, το 1906, στην ίδρυση εταιρείας γνωστής ως Χέσσεδ βε Εμέθ[19][Σ 1], το οποίο, στην εβραϊκή γλώσσα, σημαίνει «Ευμένεια και Αλήθεια», προκειμένου να προχωρήσουν στη συγκέντρωση οικονομικής συνδρομής με ως απώτερο σκοπό την ανέγερση τοίχου κατά μήκους των ορίων του κοιμητηρίου[19], βασιζόμενοι στο γεγονός πως η οθωμανική νομοθεσία απαγόρευε την απαλλοτρίωση περιτοιχισμένων ιδιοκτησιών[7]. Πράγματι, παρόμοιος τοίχος ουδέποτε είχε προϋπάρξει, καθώς οι σταδιακές επεκτάσεις του κοιμητηρίου είχαν πραγματοποιηθεί επί ακαλλιέργητων γαιών. Η συγκεκριμένη ενέργεια δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα, καθώς το απαιτούμενο ποσό ήταν υπερβολικά υψηλό δεδομένης και της ιδιαιτέρως μεγάλης έκτασης του κοιμητηρίου[19], η εταιρεία οδηγήθηκε σε διάλυση το 1900[19], ενώ οι Εβραίοι, τελικώς, παραμέλησαν το συγκεκριμένο ζήτημα, καθώς ήσαν ανήσυχοι από την συνεχόμενη αύξηση των εντάσεων στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.
Αμέσως μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Έλληνες το 1913, οι Εβραίοι διαμαρτυρήθηκαν, δίχως αποτέλεσμα, για φθορές οι οποίες πραγματοποιούνταν στους τάφους από Έλληνες, οι οποίοι, πιθανώς, βρίσκονταν σε αναζήτηση αντικειμένων αξίας[7]. Με σημείο εκκίνησης το 1917[8][20], ημερομηνία εκδήλωσης της πυρκαγιάς η οποία κατέστρεψε μεγάλο τμήμα της παλαιάς πόλης[8][20], νέος πολεοδομικός σχεδιασμός δημιουργήθηκε, υπό την διεύθυνση του Γάλλου πολεοδόμου Ερνέστ Εμπράρ, ενώ, παράλληλα, άρχισε να εξετάζεται το ενδεχόμενο χρήσεως τμημάτων του κοιμητηρίου με απώτερο σκοπό την περαιτέρω επέκταση του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου[24][21], την δημιουργία ενός άλσους[21], καθώς και την καλύτερη δυνατή σύνδεση μεταξύ των νέων και των παλαιών συνοικιών της πόλης[7][21]. Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου, οι Έλληνες ξεκίνησαν να θεωρούν παράξενη έως ανεπίτρεπτη την παρουσία του συγκεκριμένου, μεγάλης εκτάσεως, εβραϊκού κοιμητηρίου εντός μίας πόλης, η οποία, εκείνη την περίοδο, βρισκόταν εν μέσω διαδικασίας εξελληνισμού της[25]. Τα μουσουλμανικά κοιμητήρια και οι τουρμπέδες είχαν, ήδη, τμηματικά καταστραφεί, ενώ το κοιμητήριο της κοινότητας των Ντονμέ, το οποίο γειτνίαζε εκείνο των Εβραίων, είχε κατασχεθεί[26][7].
Κατά τις απαρχές της δεκαετίες του 1930, κι ενώ οι φθορές εντός του εβραϊκού κοιμητηρίου γίνονταν όλο και σημαντικότερες, δημοσιεύθηκε σχετικός νόμος ο οποίος είχε ως απώτερο σκοπό την απαλλοτρίωση του κοιμητηρίου και την μεταφορά των λειψάνων εντός νέου κοιμητηρίου[27]. Το 1931[8][28], έλαβε χώρα το Πογκρόμ του Κάμπελ[8][28], το οποίο έλαβε την ονομασία του από το όνομα συνοικίας η οποία κατοικείτο, κυρίως, από Εβραίους και η οποία πυρπολήθηκε από Έλληνες[29][28], ενώ, παράλληλα, οι τελευταίοι προχώρησαν στη βεβήλωση περίπου εκατό εβραϊκών τάφων[7][30]. Εκείνη την περίοδο, αποφασίστηκε η προστασία του κοιμητηρίου, μέσω της σύστασης περιπόλων αποτελούμενων από Εβραίους και Χριστιανούς[30], οι οποίοι αμείβονταν από την εβραϊκή κοινότητα. Τελικώς, το 1937 αποφασίστηκε η περαιτέρω επέκταση του πανεπιστημίου[30] κατά 12 500 m²[31], η οποία οδήγησε στην καταστροφή ενός εκ των παλαιότερων τμημάτων του κοιμητηρίου[31], όπου ήσαν θαμμένοι ραββίνοι όπως, μεταξύ άλλων, οι Ιτσχάκ Μπαρκελώνη[31], Σάμουελ Γκαόν[31], Ιακώβ Ρομπέο[31] και Μωσέ Ρομπέο[31], ενώ οι Εβραίοι υποχρεώθηκαν στην εκταφή των λειψάνων των νεκρών, τα οποία μεταφέρθηκαν στο Κοιμητήριο Σενιόρ Ζακ[31].
Τελική καταστροφή
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ολίγον καιρό μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς, στις 8 Απριλίου1941, Έλληνες αντισημίτες, μεταξύ των οποίων και μέλη του δημοτικού συμβουλίου της πόλης[32], αιτήθηκαν στις κατοχικές δυνάμεις την κατάσχεση του κοιμητηρίου[33]. Οι τελευταίες προχώρησαν στην εφαρμογή του συγκεκριμένου αιτήματος, καθώς, ήδη, είχαν προσχεδιάσει την εξόντωση της τοπικής εβραϊκής κοινότητας. Κατά τη διάρκεια της αμέσως επόμενης χρονιάς, οι Γερμανοί πρότειναν στην κοινότητα συμφωνία, μέσω της οποίας αιτούνταν από τους Εβραίους την καταβολή χρηματικού ποσού της τάξεως των 3,5 εκατομμυρίων δραχμών[34], ποσό αστρονομικό για τα δεδομένα της εποχής εκείνης[35][36], ως αντάλλαγμα για την απελευθέρωση 7.000 εργατών[35] οι οποίοι είχαν σταλεί σε καταναγκαστικά έργα οδοποιίας ανά την Μακεδονία[37][35], υπό ιδιαιτέρως αντίξοες συνθήκες[37][35]. Καθώς οι Εβραίοι δεν πέτυχαν να συγκεντρώσουν παρά μόνον 2,5 εκατομμύρια δραχμές[34], οι Ναζί έθεσαν ως όρο για την απελευθέρωση των κρατουμένων την απαλλοτρίωση του κοιμητηρίου[37][34], με απώτερο σκοπό να κερδίσουν την συμπαράσταση των Ελλήνων αντισημιτών[38], καθώς και να σταθεροποιήσουν το ελληνικό κράτος-μαριονέτα. Γνωστοποιήθηκε πως η απαλλοτρίωση θα αφορούσε δύο μεγάλης εκτάσεως τμήματα του κοιμητηρίου, ενώ οι τάφοι ηλικίας κάτω των τριάντα ετών θα παρέμεναν ανέγγιχτοι[31], ωστόσο οι Εβραίοι θα έπρεπε να μεριμνήσουν για την άμεση εκταφή των λειψάνων των νεκρών τους από τους υπόλοιπους τάφους[39].
Τελικώς, η συνολική έκταση του κοιμητηρίου καταστράφηκε[40], ενώ πεντακόσιοι Έλληνες εργάτες αμειβόμενοι από τον τοπικό δήμο προχώρησαν, στις 6 Δεκεμβρίου 1943, στην καταστροφή των τάφων[11][37][41][18]. Σύντομα, το κοιμητήριο μετετράπη σε ευρείας έκτασης λατομείο, όπου Έλληνες και Γερμανοί μετέβαιναν προκειμένου να παραλάβουν τις επιτύμβιες στήλες, οι οποίες, στη συνέχεια, χρησίμευαν ως δομικό υλικό[41][42][32][24][31]. Ορισμένες εξ'αυτών χρησιμοποιήθηκαν για την ανακατασκευή της Εκκλησίας Αγίου Δημητρίου[42], ενώ άλλες για την ανέγερση πισίνας για την ψυχαγωγία των Γερμανών αξιωματικών[20][34][32][24][31] ή για την ανέγερση αίθουσας χορού[11][43][24]. Ο Έλληνας αρχαιολόγος Ευστράτιος Πελεκίδης προχώρησε σε σύντομη καταγραφή των τάφων οι οποίοι έφεραν επιγραφές με ελληνικό ή λατινικό αλφάβητο, ωστόσο δεν ήταν σε θέση να διαβάσει το εβραϊκό αλφάβητο, με συνέπεια οι συγκεκριμένες επιγραφές να έχουν αφανισθεί ολοκληρωτικά.
Το σημερινό κοιμητήριο των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, το οποίο βρίσκεται σε διαφορετική τοποθεσία, εκτείνεται επί έκτασης της τάξεως των 17.000 m², ενώ, εντός αυτού, ορισμένες επιτύμβιες στήλες, προερχόμενες από το παλαιό νεκροταφείο, έχουν μεταφερθεί[44][40].
Σημειώσεις
↑Μεταξύ των υπόλοιπων αρμοδιοτήτων της συγκεκριμένης εταιρείας περιλαμβάνονταν, η φύτευση δένδρων εντός του κοιμητηρίου, η συντήρηση των τάφων, καθώς και η τοποθέτηση φυλάκων.
↑(Αγγλικά) «Cemetery of Thessaloniki». www.isjm.org. International Survey of Jewish Monuments. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Φεβρουαρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2019.
Πηγές
(Αγγλικά) Anastasakis, Panteleymon (2015). «The Path of Passive Resistance and Protest: The Response of the Church of Greece to Bulgarian Occupation Policies and the Holocaust (1941-1944)». The Church of Greece under Axis occupation. Νέα Υόρκη: Fordham University Press. ISBN978-0-8232-6199-4. OCLC900179086.
(Αγγλικά) Baer, Marc (2007). «Globalization, Cosmopolitanism, and the Dönme in Ottoman Salonica and Turkish Istanbul». jwh Journal of World History18 (2): 141–170. OCLC5183846755.
(Αγγλικά) Bowman, Steven (2009). The Agony of Greek Jews, 1940-1945. Πάλο Άλτο: Stanford University Press. ISBN978-0-8047-5584-9. OCLC536416298.
(Αγγλικά) Christensen, Peter (2013), «As if she were Jerusalem: Placemaking in Sephardic Salonica», Muqarnas Online30 (1), OCLC5839908240
(Γαλλικά) Filippini, Jean-Pierre (2000). «Les négociants juifs de Livourne et la mer au XVIIIe siècle». Revue française d'histoire d'outre-mer87 (326): 83–108. doi:10.3406/outre.2000.3770. ISSN0300-9513.
(Αγγλικά) Gromova, Alina· Heinert, Felix· Voigt, Sebastian (2015). Jewish and Non-Jewish Spaces in Urban Context. Βερολίνο: Neofelis Verlag. ISBN978-3-943414-44-8. OCLC932193758.
(Αγγλικά) Melammed, Renée (2013). An Ode to Salonika: The Ladino Verses of Bouena Sarfatty. Μπλούμινγκτον, Ιντιάνα: Indiana University Press. ISBN978-0-253-00681-3. OCLC839547044.
(Γαλλικά) Molho, Rena (2003). «Les Juifs en Grèce au XXe siècle». Matériaux pour l'histoire de notre temps71 (1): 39–48. doi:10.3406/mat.2003.919. ISSN0769-3206.
(Αγγλικά) Papamichos Chronakis, Paris (2014-11-13). «De-Judaizing a Class, Hellenizing a City: Jewish Merchants and the Future of Salonica in Greek Public Discourse, 1913–1914». Jewish History (Springer Science and Business Media LLC) 28 (3-4): 373–403. doi:10.1007/s10835-014-9217-y. ISSN0334-701X.
(Αγγλικά) Stein, Sarah Abrevaya· Cohen, Julia Phillips (2014). Sephardi Lives: A Documentary History, 1700-1950. Stanford Studies in Jewish History and Culture. Stanford University Press. OCLC943476108.