Το Βίντζεμε (λετονικά: Vidzeme, λιβονικά: Vidūmō)[1] είναι μία από τις τέσσερις ιστορικές και πολιτιστικές περιοχές της Λετονίας που αναγνωρίζονται στο Σύνταγμα της Λετονικής Δημοκρατίας. Κυριολεκτικά σημαίνει «η Μέση Γη» και βρίσκεται στη βορειοκεντρική Λετονία, βόρεια του ποταμού Νταουγκάβα. Μερικές φορές στα γερμανικά, είναι επίσης γνωστή ως Λίφλαντ (Livland), η γερμανική μορφή του λατινικού ονομάτος Λιβονία, αν και περιλαμβάνει μόνο ένα μικρό μέρος της Μεσαιωνικής Λιβονίας και περίπου το μισό (Λετονικό τμήμα) της Σουηδικής Λιβονίας. Το Κυβερνείο της Λιβονίας είναι επίσης μεγαλύτερο από το Βίντζεμε, δεδομένου ότι αντιστοιχεί περίπου στη Σουηδική Λιβόνια.
Ιστορία
Στην αρχαιότητα το έδαφος του Βίντζεμε κατοικήθηκε από Λατγάλιους και Λιβόνιους (κοντά στις ακτές του κόλπου της Ρίγας και κατά μήκος του κάτω ρου των ποταμών Νταουγκάβα και Γκάουγια). Μέχρι την γερμανική κατάκτηση τον 13ο αιώνα ο Νταουγκάβα, ο οποίος αποτελεί σήμερα το νοτιοανατολικό σύνορο του Βίντζεμε, ήταν το σύνορο μεταξύ των εδαφών των Λιβόνιων και των Λατγάλιων που βρίσκονταν στη δεξιά όχθη και των Σεμιγάλλιων και των Σελόνων που βρίσκονταν στην αριστερή όχθη του ποταμού.
Το 1629, μετά την λήξη των Πολωνο-Σουηδικών πολέμων με την Συνθήκη του Άλτμαρκ η Σουηδία απέκτησε το δυτικό τμήμα του Δουκάτου της Λιβονίας περίπου μέχρι τον ποταμό Αϊβιέκστε, ο οποίος ως τότε αποτελούσε το ανατολικό σύνορο του Βίντζεμε.
Κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Βόρειου Πολέμου, η σουηδική Λιβονία κατακτήθηκε από τη Ρωσική Αυτοκρατορία και παραχωρήθηκε στη Ρωσία με τη Συνθήκη του Νίισταντ το 1721. Στη θέση της Λιβονίας, οι Ρώσοι δημιούργησαν το Κυβερνείο της Ρίγας, αλλά το 1796 το Κυβερνείο της Ρίγας μετονομάστηκε σε Κυβερνείο της Λιβονίας (λετονικά: Κυβερνείο του Βίντζεμε). Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το Κυβερνείο της Λιβονίας χωρίστηκε μεταξύ των πρόσφατων ανεξάρτητων χωρών της Λετονίας και της Εσθονίας.