Η αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία (Κοπτικά: Ϫⲓⲛϣⲉⲙϣⲓ ⲛ̀ⲣⲉⲙⲛ̀ⲭⲏⲙⲓ) ήταν ένα σύνθετο σύστημα πολυθεϊστικών πεποιθήσεων και τελετουργικών που αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της αρχαίας αιγυπτιακής κοινωνίας. Ήταν επικεντρωμένη στην αλληλεπίδραση των Αιγυπτίων με πολλές θεότητες (1500 περίπου) οι οποίες πιστευόταν ότι ήταν παρούσες στον κόσμο και έλεγχαν τις δυνάμεις της φύσης. Τελετουργίες όπως οι προσευχές και οι προσφορές ήταν προσπάθειες για να κερδίσουν την εύνοια τους. Οι επίσημες θρησκευτικές πρακτικές ήταν επικεντρωμένες στον φαραώ, τον ηγεμόνα της Αιγύπτου, ο οποίος πιστευόταν ότι κατείχε θεϊκή δύναμη λόγω της θέσης του. Οι Φαραώ ενεργούσαν ως διαμεσολαβητές μεταξύ του λαού τους και των θεών, όντας υποχρεωμένοι να υπηρετούν τους θεούς μέσω τελετουργιών και προσφορών, ώστε αυτοί να διατηρούν το Ma'at, την τάξη του σύμπαντος. Το κράτος αφιέρωνε τεράστιους πόρους για τα αιγυπτιακά τελετουργικά και την κατασκευή ναών.
Τα άτομα μπορούσαν να αλληλεπιδράσουν με τους θεούς για προσωπικούς σκοπούς, με την επίκλησή τους μέσω προσευχών ή εξαναγκάζοντας τους με μαγεία. Οι πρακτικές αυτές ήταν ξεχωριστές αλλά στενά συνδεδεμένες με τα επίσημα τελετουργικά και τους θεσμούς. Η λαϊκή θρησκευτική παράδοση επικράτησε τελικά κατά τη διάρκεια της αιγυπτιακής ιστορίας καθώς η πεποίθηση της θεϊκής υπόστασης του Φαραώ σταδιακά έφθινε. Μία άλλη σημαντική πτυχή της αρχαίας αιγυπτιακής θρησκείας ήταν η πίστη στη μεταθανάτια ζωή, και οι ταφικές πρακτικές. Οι Αιγύπτιοι κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για να εξασφαλίσουν την επιβίωση των ψυχών τους μετά τον θάνατο, με τη δημιουργία τάφων, ταφικών αγαθών και προσφορών για τη διατήρηση των σωμάτων και των πνευμάτων των νεκρών.
Η θρησκεία είχε τις ρίζες της στην Αιγυπτιακή προϊστορία και κράτησε για πάνω από 3.000 χρόνια. Επιμέρους θρησκευτικές πεποιθήσεις άλλαζαν με τον καιρό, καθώς η σημασία συγκεκριμένων θεών αύξαινε ή έφθινε και οι μεταξύ τους σχέσεις μεταβάλλονταν. Κατά καιρούς, κάποιοι θεοί καθίσταντο πιο σημαντικοί από άλλους, όπως ο θεός ήλιος Ρα, ο θεός της δημιουργίας Άμων, και η μητέρα θεά Ίσις. Για μία σύντομη περίοδο, στη θεολογία που προώθησε ο φαραώ Ακενατόν, ένας μόνο θεός, ο Ατέν, αντικατέστησε το παραδοσιακό πάνθεον. Η αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία και μυθολογία άφησε πίσω πολλά γραπτά και μνημεία, μαζί με σημαντικές επιρροές σε αρχαίους και σύγχρονους πολιτισμούς.
Ιστορία
Προδυναστική και Πρώιμες Δυναστικές περίοδοι
Οι αρχές της αιγυπτιακής θρησκείας εκτείνονται στην προϊστορία, αν και τα στοιχεία για αυτές τις αρχές προέρχονται μόνο από αποσπασματικά και αμφιλεγόμενα αρχαιολογικά ευρήματα. Προσεγμένες ταφές από την Προδυναστική Περίοδο υποδηλώνουν ότι οι άνθρωποι εκείνης της περιόδου πίστευαν σε κάποιου είδους μεταθανάτιας ζωής. Επίσης τον ίδιο καιρό, τα ζώα θάβονταν τελετουργικά, μια πρακτική που μπορεί να αντανακλά την ανάπτυξη ζωομορφικών θεοτήτων όπως αυτών που απαντάμε στην εξέλιξη της θρησκείας κατόπιν[1]. Τα στοιχεία είναι λιγότερο καθαρά για θεούς με ανθρώπινη μορφή, και αυτού του είδους οι θεότητες μπορεί να εμφανίστηκαν πολύ πιο αργά από ότι εκείνες με μορφή ζώων. Κάθε περιοχή της Αιγύπτου είχε τη θεότητα προστάτη της, αλλά είναι πιθανό καθώς αυτές οι περιοχές κατακτούσαν ή απορροφούσαν η μία την άλλη, ο θεός της ηττημένης περιοχής ή ενσωματωνόταν στη μυθολογία άλλου θεού ή υποσκελιζόταν εντελώς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα πολύπλοκο πάνθεον στο οποίο κάποιες θεότητες παρέμειναν σημαντικές μόνο τοπικά ενώ άλλες απέκτησαν πιο καθολική σημασία[2][3].
Η Πρώιμη Δυναστική Περίοδος άρχισε με την ενοποίηση της Αιγύπτου περίπου το 3000 π.Χ. Το γεγονός αυτό μεταμόρφωσε την αιγυπτιακή θρησκεία, καθώς κάποιες θεότητες απέκτησαν εθνική σημασία και η λατρεία του θεϊκού Φαραώ έγινε το επίκεντρο της θρησκευτικής δραστηριότητας[4]. Ο Ώρος ταυτίστηκε με τον βασιλιά, και το κέντρο λατρείας του στην Άνω Αίγυπτο στην πόλη Νεκχέν ήταν από τα πιο σημαντικά θρησκευτικά μέρη της περιόδου. Άλλο ένα σημαντικό κέντρο ήταν η Άβυδος, όπου οι πρώτοι ηγεμόνες έχτισαν μεγάλα ταφικά συγκροτήματα[5].
Παλαιό και Μέσο Βασίλειο
Κατά τη διάρκεια του Παλαιού Βασιλείου, το ιερατείο των μεγάλων θεοτήτων προσπάθησε να οργανώσει το πολύπλοκο εθνικό πάνθεον σε ομάδες ανάλογα με τη μυθολογία που τις συνέδεε και με ένα λατρευτικό κέντρο, όπως η Εννεάδα της Ηλιουπόλεως η οποία συνέδεσε σε μια ομάδα σημαντικές θεότητες όπως ο Ατούμ, ο Ρα, ο Όσιρις και ο Σεθ με ένα κοινό μύθο δημιουργίας[6]. Στο μεταξύ, πυραμίδες, συνοδευόμενες από μεγάλους ταφικούς ναούς, αντικατέστησαν τους μασταμπάδες ως τάφοι των φαραώ. Σε αντίθεση με το μεγάλο μέγεθος των πυραμίδων, οι ναοί για τους θεούς παρέμειναν σχετικά μικροί, υποδηλώνοντας ότι σε αυτή την περίοδο η επίσημη θρησκεία τόνιζε τη λατρεία του θείου βασιλιά περισσότερο από την άμεση λατρεία των θεοτήτων. Τα ταφικά τελετουργικά και η αρχιτεκτονική αυτής της περιόδου επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τους πιο περίτεχνους ναούς και καθόρισε τα μετέπειτα λατρευτικά τελετουργικά των θεών[7].
Νωρίς στο Παλαιό Βασίλειο ο Ρα απέκτησε μεγαλύτερη επιρροή, και το κέντρο λατρείας του στην Ηλιούπολη έγινε η πιο σημαντική θρησκευτική τοποθεσία στη χώρα[8]. Μέχρι την Πέμπτη Δυναστεία, ο Ρα ήταν ο πιο σημαντικός θεός της Αιγύπτου ενώ είχε ήδη αναπτυχθεί στενός δεσμός μεταξύ της λατρείας του, του βασιλικού θεσμού και των πεποιθήσεων για τη μεταθανάτια ζωή, δεσμό που θα διατηρούνταν σε όλη την αιγυπτιακή ιστορία[9]. Περίπου τον ίδιο καιρό, ο Όσιρις καθιερώθηκε και αυτός ως σημαντική θεότητα της μεταθανάτιας ζωής. Τα Κείμενα των Πυραμίδων, που πρωτοεμφανίζονται σε αυτήν την περίοδο, αντανακλούν τη σπουδαιότητα των μεταθανάτιων πεποιθήσεων που συνδέονταν με τον ήλιο και τον Όσιρι, αν και περιέχουν υπολείμματα παλαιότερων παραδόσεων[10]. Τα κείμενα αυτά είναι εξαιρετικά σημαντική πηγή για την κατανόηση της πρώιμης αιγυπτιακής θεολογίας[11].
Κατά τον 22ο αιώνα π.Χ. το Παλαιό Βασίλειο κατέρρευσε στην αναρχία της Πρώτης Μεταβατικής Περιόδου, με σημαντικές συνέπειες για την αιγυπτιακή θρησκεία. Οι αξιωματούχοι του Παλαιού Βασιλείου είχαν ήδη αρχίσει να υιοθετούν ταφικά τελετουργικά που προορίζονταν μόνο για τα άτομα της βασιλικής οικογένειας[12], αλλά τώρα οι χαλαρότερες διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των κοινωνικών τάξεων σήμαινε ότι αυτές οι πρακτικές και οι πεποιθήσεις που τις συνόδευαν πέρασαν σταδιακά σε όλους τους Αιγυπτίους[13]. Η αντίληψη της μεταθανάτιας ζωής με βάση τη μυθολογία για τον Όσιρι είχε πολύ μεγάλη απήχηση στον κοινό λαό, και έτσι ο Όσιρις έγινε ένας από τους πιο σημαντικούς θεούς[14].
Τελικά ηγεμόνες από τις Θήβες ένωσαν ξανά την Αίγυπτο κατά το Μέσο Βασίλειο (περ.. 2055–1650 π.Χ.). Οι φαραώ αυτοί από τις Θήβες αρχικά επέβαλαν τον προστάτη θεό της περιοχής τους Μονθού σε εθνικό επίπεδο, αλλά κατά τη διάρκεια του Μέσου Βασιλείου, η λατρεία του επισκιάστηκε από την ανοδική δημοτικότητα του Άμμωνα[15]. Σε αυτό το νέο αιγυπτιακό κράτος, οι προσωπικές εκδηλώσεις λατρείας απέκτησαν μεγαλύτερη σημασία και εκφράζονταν πιο ελεύθερα και γραπτά, μια τάση που συνεχίστηκε και στο Νέο Βασίλειο[16].
Νέο Βασίλειο
Το Μέσο Βασίλειο κατέρρευσε στη Δεύτερη Μεταβατική Περίοδο (περ. 1650–1550 π.Χ.), αλλά η χώρα ενώθηκε και πάλι από τους ηγεμόνες των Θηβών, που έγιναν οι πρώτοι φαραώ του Νέου Βασιλείου. Υπό το νέο καθεστώς, ο Άμμων αναδείχθηκε σε υπέρτατο θεό και η λατρεία του καθιερώθηκε ως επίσημη του κράτους. Συγχωνεύτηκε με τον Ρα, τον από καιρό εδραιωμένο θεό προστάτη του βασιλικού θεσμού, και το Συγκρότημα του Άμμωνα-Ρα στο Καρνάκ των Θηβών έγινε το σημαντικότερο θρησκευτικό κέντρο του βασιλείου. Η άνοδος του Άμμωνα οφειλόταν εν μέρει στη σπουδαιότητα της πόλεως των Θηβών, αλλά και στην ανάδυση μιας ολοένα και πιο συγκροτημένης ιερατικής τάξης. Οι θεολογικές τους τοποθετήσεις παρήγαγαν λεπτομερείς περιγραφές της οικουμενικής δύναμης του Άμμωνα[17][18].
Η αυξανόμενη επαφή με λαούς εκτός Αιγύπτου αυτή την περίοδο οδήγησε στην υιοθέτηση πολλών θεοτήτων της Εγγύς Ανατολής στο αιγυπτιακό πάνθεον. Την ίδια περίοδο, η υποταγμένη Νουβία απορρόφησε αιγυπτιακές θρησκευτικές πεποιθήσεις, και συγκεκριμένα, υιοθέτησε τη λατρεία του Άμμωνα[19].
Η θρησκευτική τάξη του Νέου Βασιλείου διακόπηκε όταν ανήλθε στον θρόνο ο Ακενατόν, και αντικατέστησε τη λατρεία του Άμμωνα με αυτήν του Ατόν ως επίσημη κρατική λατρεία. Στο τέλος εξάλειψε την επίσημη λατρεία των περισσοτέρων από τους άλλους θεούς, και μετέφερε την πρωτεύουσα της Αιγύπτου στη νεόδμητη πόλη της Αμάρνα, ενώ το κομμάτι αυτό της αιγυπτιακής ιστορίας είναι γνωστό ως η Περίοδος της Αμάρνα. Ο Ακενατόν κάνοντας κάτι τέτοιο προσπάθησε να οικειοποιηθεί ένα χωρίς προηγούμενο στάτους: μόνο αυτός μπορούσε να λατρεύει τον Ατόν, και η λατρεία του λαού θα στρεφόταν στον ίδιο. Στο σύστημα του Ατενισμού όμως τόσο οι μεταθανάτιες πεποιθήσεις όσο και η προτεινόμενη μυθολογία στερούνταν της συνεκτικής συγκρότησης που είχε επιτευχθεί σε βάθος χρόνου για την παλαιά θρησκεία, και ο Ατόν έμοιαζε απόμακρος και απρόσωπος, με αποτέλεσμα το νέο σύστημα να μην έχει απήχηση στους κοινούς Αιγυπτίους[20]. Έτσι, πολλοί Αιγύπτιοι πιθανόν να συνέχιζαν να λατρεύουν τους παραδοσιακούς θεούς ιδιωτικά. Η παύση όμως της επίσημης λατρείας των υπόλοιπων θεοτήτων διατάραξε σοβαρά την αιγυπτιακή κοινωνία[21]. Οι διάδοχοι του Ακενατόν αποκατέστησαν το παραδοσιακό θρησκευτικό σύστημα, και τελικά διέλυσαν όλα τα μνημεία του Ατενισμού[22].
Πριν την Περίοδο της Αμάρνα, στη λαϊκή θρησκεία είχε αναπτυχθεί η τάση για μια πιο προσωπική σχέση μεταξύ των πιστού και θεού. Οι αλλαγές του Ακενατόν είχαν αναστρέψει αυτή την τάση, αλλά μόλις αποκαταστάθηκε η παραδοσιακή θρησκεία, η παλιά τάση αναζωπυρώθηκε. Ο λαός άρχισε να πιστεύει ότι οι θεοί εμπλέκονταν πολύ περισσότερο στην καθημερινή τους ζωή. Βλέπανε όλο και περισσότερο τον Άμμωνα, τον υπέρτατο θεό, ως τον τελικό κριτή του ανθρώπινου πεπρωμένου, πραγματικό ηγεμόνα της Αιγύπτου. Ο Φαραώ αντίστοιχα αντιμετωπιζόταν περισσότερο ως άνθρωπος και λιγότερο με τη θεϊκή του ιδιότητα. Η σημασία των χρησμών ως μέσου λήψης αποφάσεων μεγάλωσε, όπως και ο πλούτος και η επιρροή των διερμηνέων των χρησμών, του ιερατείου. Οι τάσεις αυτές υπονόμευσαν την παραδοσιακή δομή της κοινωνίας, και συνέβαλαν στην κατάλυση του Νέου Βασιλείου[23][24].
Θεολογία
Οι πεποιθήσεις και τα τελετουργικά που σήμερα αποκαλούμε αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία ήταν αναπόσπαστο κομμάτι κάθε πτυχής του Αιγυπτιακού πολιτισμού. Η αρχαία αιγυπτιακή γλώσσα δεν είχε ένα μόνο όρο που να ανταποκρίνεται στη σημερινή Ευρωπαϊκή έννοια της θρησκείας. Η αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία δεν ήταν ένας ενιαίος ανελαστικός θεσμός, αλλά αποτελούνταν από πολλά και διαφορετικά πλαίσια πεποιθήσεων και πρακτικών, που συνδέονταν από την κοινή επικέντρωσή τους στην αλληλεπίδραση μεταξύ του κόσμου των ανθρώπων και των κόσμο των θεών. Τα χαρακτηριστικά των θεών ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με την κατανόηση των Αιγυπτίων των ιδιοτήτων του κόσμου μέσα στον οποίο ζούσαν[25].
Οι Αιγύπτιοι πίστευαν ότι τα φαινόμενα της φύσης ήταν στην υπόστασή τους θείες δυνάμεις[26]. Οι θεοποιημένες αυτές δυνάμεις περιελάμβαναν στοιχεία της φύσης, χαρακτηριστικά ζώων ή αφηρημένες δυνάμεις. Οι Αιγύπτιοι πίστευαν σε ένα πάνθεον θεών, οι οποίοι είχαν ανάμιξη σε όλες τις πτυχές της φύσης και της ανθρώπινης κοινωνίας. Οι θρησκευτικές τους πρακτικές ήταν προσπάθειες διατηρήσουν και να εξευμενίσουν αυτά τα φαινόμενα και να τα στρέψουν προς όφελος των ανθρώπων[27]. Αυτό το πολυθεϊστικό σύστημα ήταν πολύ σύνθετο, καθώς κάποιες θεότητες πιστευόταν ότι υπήρχαν σε πολλές διαφορετικές εκφάνσεις, και κάποιες είχαν και πολλαπλούς μυθολογικούς ρόλους. Αντίστοιχα, πολλές φυσικές δυνάμεις όπως για παράδειγμα ο ήλιος, σχετίζονταν με πολλαπλές θεότητες. Το πολυποίκιλο πάνθεον είχε από θεούς ζωτικής σημασίας στο σύμπαν, μέχρι ελάσσονες θεότητες ή και δαίμονες με περιορισμένη τοπική σημασία[28]. Μπορούσε να περιλαμβάνει και θεούς που υιοθετήθηκαν από ξένους πολιτισμούς, ενώ κάποιες φορές και ανθρώπους: οι νεκροί φαραώ πιστευόταν ότι ήταν θείοι, και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και ξεχωριστοί απλοί άνθρωποι, όπως ο Ιμχοτέπ επίσης θεοποιούνταν[29].
Οι απεικονίσεις των θεών στην αρχαία αιγυπτιακή τέχνη δεν είχαν σκοπό να είναι πιστές αναπαραστάσεις για το πώς μπορεί να έμοιαζαν οι θεοί αν ήταν ορατοί, καθώς η πραγματική φύση των θεών πιστευόταν ότι μυστηριώδης. Αντίθετα, οι απεικονίσεις αυτές έδιναν αναγνωρίσιμες μορφές στις αφηρημένες θεότητες με τη χρήση συμβολικής εικονογραφίας προκειμένου να υποδηλωθεί ο ρόλος του κάθε θεού στη φύση[30]. Για παράδειγμα, ο θεός της ταφής Άνουβις αναπαριστάνονταν ως τσακάλι, ένα ζώο του οποίου οι πτωματοφαγικές συνήθειες απειλούν την ακεραιότητα του σώματος, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί αυτή η απειλή και χα χρησιμοποιηθεί για προστασία. Το μαύρο του δέρμα συμβόλιζε το χρώμα του μουμιοποιημένου σώματος και του γόνιμου μαύρου εδάφους που οι Αιγύπτιοι είδαν ως σύμβολο της ανάστασης. Η εικονογραφία δεν ήταν σταθερή, και πολλοί θεοί μπορεί να αναπαριστανόταν με παραπάνω από μία μορφές[31].
Πολλοί θεοί σχετίζονταν με συγκεκριμένες περιοχές της Αιγύπτου όπου η λατρεία τους ήταν πιο σημαντική. Όμως, αυτές η σχέσεις άλλαζαν με τους καιρούς, και δεν σήμαινε ότι ένας θεός που είχε σχέση με ένα μέρος ξεκίνησε και από εκεί. Για παράδειγμα, ο θεός Μοντού ήταν αρχικά ο προστάτης θεός των Θηβών. Κατά τη διάρκεια του Μέσου Βασιλείου όμως, τη θέση του πήρε ο Άμων, που είχε ξεκινήσει αλλού. Η δημοτικότητα σε επίπεδο χώρας και η σημασία μεμονωμένων θεών άλλαζε με τέτοιο τρόπο[32].
Σχέσεις μεταξύ των θεών
Οι Αιγύπτιοι θεοί είχαν πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ τους, που εν μέρει αντανακλούσαν τις αλληλεπιδράσεις των δυνάμεων που αντιπροσώπευαν. Οι Αιγύπτιοι συχνά ομαδοποιούσαν τους θεούς μαζί για να αντιπροσωπεύουν αυτές τις σχέσεις. Κάποιες ομάδες θεοτήτων ήταν μεσαίες και σχετίζονταν με βάση της παρόμοιες λειτουργίες τους. αυτές συνήθως αποτελούνταν από ελάσσονες θεότητες με μικρή ατομική ταυτότητα. Άλλοι συνδυασμοί συσχέτιζαν ανεξάρτητες θεότητες με βάση το συμβολικό νόημα των αριθμών στην αιγυπτιακή μυθολογία. Για παράδειγμα, τα ζευγάρια θεοτήτων συνήθως αντιπροσωπεύουν τη διπλή φύση αντιθέτων φαινομένων. Ένας από τους πιο συχνούς συνδυασμός ήταν επίσης η οικογενειακή τριάδα, πατέρας, μητέρα και παιδί, οι οποίοι λατρεύονταν μαζί. Κάποιες ομάδες είχαν ευρεία σημασία. Μια τέτοια, η Εννεάδα, συνένωσε εννιά θεότητες σε ένα θεολογικό σύστημα που είχε εμπλοκή σε θέματα δημιουργίας, θεσμού της βασιλείας, και της μεταθανάτιας[33].
Οι σχέσεις μεταξύ των θεοτήτων μπορούν επίσης μπορούσαν να εκφραστούν μέσω της διαδικασίας του συγκρητισμού, κατά την οποία δύο ή περισσότερες διαφορετικοί θεοί συνδέονταν για να σχηματίσουν μια σύνθετη θεότητα. Η διαδικασία αυτή ήταν μια αναγνώριση ενός θεού «μέσα» σε έναν άλλο όταν ο δεύτερος θεός έπαιρνε ένα ρόλο που ανήκε στον πρώτο. Αυτοί οι δεσμοί μεταξύ των θεοτήτων ήταν ρευστοί, και δεν αντιπροσώπευαν μια μόνιμη ένωση δύο θεών σε έναν. Έτσι, κάποιοι θεοί μπορούσαν να αναπτύξουν σύνθετες συγκρητικές σχέσεις[34]. Κάποιες φορές, συνδυασμένες θεότητες με αυτή τη διαδικασία του συγκρητισμού, είχαν πολύ παρόμοια χαρακτηριστικά. Άλλες φορές, συνδέονταν θεότητες με πολύ διαφορετικές φύσεις, όπως όταν ο Άμμων, ο θεός της κρυμμένης δύναμης, σχετίστηκε με τον Ρα, τον θεό του ήλιου. Το αποτέλεσμα, ο θεός άμμων-Ρα, ένωνε έτσι τη δύναμη που βρισκόταν πίσω από όλα τα πράγματα με τη μεγαλύτερη και πιο ορατή δύναμη της φύσης[35].
Τάσεις ενοποίησης
Πολλοί θεοί μπορεί να έπαιρναν επίθετα τα οποία φαίνεται να υποδείκνυαν ότι ήταν μεγαλύτεροι από ήταν μεγαλύτεροι από κάθε άλλο θεό, υπονοώντας κάποιου είδους ενότητας μεταξύ των πολλών φυσικών δυνάμεων. Συγκεκριμένα, αυτό είναι αλήθεια για κάποιους θεούς που, σε διάφορες στιγμές στην ιστορία, απέκτησαν πολύ μεγάλη σημασία στην αιγυπτιακή θρησκεία. Σε αυτούς περιλαμβάνονται ο προστάτης του βασιλικού θεσμού Ώρος, και θεά μητέρα Ίσις[36]. Κατά τη διάρκεια του Νέου Βασιλείου (περ. 1550–1070 π.Χ.), τη θέση αυτή την κατείχε ο Άμμων. Η θεολογία αυτής της περιόδου περιγράφει με συγκεκριμένες λεπτομέρειες την παρουσία του Άμμωνα και την εξουσία του πάνω σε όλα, έτσι ώστε αυτός, πάνω από κάθε άλλη θεότητα, ενσάρκωνε την πανταχού παρούσα δύναμη του θείου[37].
Λόγω τέτοιων θεολογικών θέσεων, πολλοί Αιγυπτιολόγοι στο παρελθόν, όπως ο Siegfried Morenz, πίστευαν ότι κάτω από τις πολυθεϊστικές παραδόσεις της αιγυπτιακής θρησκείας υπήρχε η αυξανόμενη αντίληψη σε μια ενότητα του θείου, προχωρώντας στον μονοθεϊσμό. Περιπτώσεις στην αιγυπτιακή λογοτεχνία όπου το «θεός» αναφέρεται χωρίς αναφορά σε κάποια συγκεκριμένη θεότητα φαίνεται να δίνει περισσότερο βάρος σε αυτή την άποψη. Όμως, το 1971 ο αιγυπτιολόγος Erik Hornung τόνισε ότι τα χαρακτηριστικά ενός φαινομενικά ανώτατου όντος μπορούν να αποδοθούν σε πολλούς διαφορετικούς θεούς, ακόμα και σε περιόδους όπου άλλου θεοί είναι πιο σημαντικοί, και ότι αναφορές μη συγκεκριμένα σε «θεό» έχουν τη σημασία ότι αναφέρονται γενικά σε κάθε θεότητα. Έτσι επιχειρηματολόγησε ότι, αν και κάποια άτομα είχαν επιλέξει να διαλέξει ενοθεϊστικά να λατρεύουν ένα θεό, στην αιγυπτιακή θρησκεία σαν σύνολο υπήρχε η έννοια ενός θείου όντος πίσω από το πλήθος των θεοτήτων. Αλλά το ζήτημα δεν τελείωσε εκεί, καθώς οι Assman και Allen υποστήριξαν ότι οι Αιγύπτιοι είχαν αναγνωρίσει σε κάποιο βαθμό μία μόνη θεία δύναμη. Κατά την άποψη του Allen, η υποβόσκουσα ενότητα του θείου συνυπήρχε εξολοκλήρου μαζί με την πολυθεϊστική παράδοση. Είναι πιθανό ότι μόνο οι Αιγύπτιοι θεολόγοι αναγνώριζαν αυτή την ενότητα, αλλά επίσης πιθανό ότι και ο κοινός Αιγύπτιος αναγνώριζε τη μία θεία δύναμη σε έναν θεό σε συγκεκριμένες περιπτώσεις[38][39].
Κατά τη διάρκεια του Νέου Βασιλείου ο φαραώ Ακενατόν κατήργησε την επίσημη λατρεία άλλων θεών, και την αντικατέστησε με αυτήν του θεού του ηλιακού δίσκου Ατέν. Αυτό συχνά θεωρείται ως το πρώτο παράδειγμα πραγματικού μονοθεϊσμού στην ιστορία, αν και η λεπτομέρειες της θεολογίας του Ατενισμού δεν είναι καθαρές ακόμα και σήμερα, και η ιδέα ότι επρόκειτο για μονοθεϊσμό αμφισβητείται. Η απομάκρυνση όλων εκτός ενός θεού από τη λατρεία ήταν μεγάλη αλλαγή από την αιγυπτιακή παράδοση και κάποιοι είδαν τον Ακενατόν ως εκφραστή μονολατρείας παρά μονοθεϊσμού[40][41], καθώς δεν αρνιόταν ενεργά την ύπαρξη άλλων θεών, αλλά απλά δεν λάτρευε κανέναν άλλον εκτός από τον Ατέν. Οι διάδοχοι του Ακενατόν επανέφεραν την παραδοσιακή θρησκεία, και ο ίδιος ο Ακενατόν διαβλήθηκε ως αιρετικός[42][43].
Άλλες σημαντικές έννοιες
Κοσμολογία
Η αιγυπτιακή αντίληψη του σύμπαντος ήταν επικεντρωμένη στη Μάατ, μια λέξη που εμπερικλείει πολλές έννοιες, μεταξύ των οποίων «αλήθεια», «δικαιοσύνη» και «τάξη». Ήταν η σταθερή, αιώνια τάξη του σύμπαντος, και στο σύμπαν γενικά και στην ανθρώπινη κοινωνία. Υπήρχε από τη δημιουργία του κόσμου, και χωρίς αυτή ο κόσμος θα έχανε τη συνοχή του. Στις αιγυπτιακές πεποιθήσεις, η Μάατ είναι υπό συνεχή απειλή από δυνάμεις της καταστροφής, οπότε όλη η κοινωνία έπρεπε να προσπαθεί για τη διατήρησή της. Σε ανθρώπινο επίπεδο αυτό σήμαινε ότι όλα τα μέλη της κοινωνίας έπρεπε να συνυπάρξουν και να συνεργαστούν. Στο κοσμικό επίπεδο σήμαινε ότι όλες οι δυνάμεις της φύσης —οι θεοί— έπρεπε να συνεχίσουν να λειτουργούν σε ισορροπία[44]. Το δεύτερος αυτός στόχος ήταν κεντρικός στην αιγυπτιακή θρησκεία. Οι Αιγύπτιοι προσπαθούσαν να διατηρήσουν τη Μάατ στο σύμπαν με το να διατηρούν τους θεούς με προσφορές και πραγματοποίηση τελετουργικών που απομάκρυναν την αταξία και διαιώνιζαν τους κύκλους της φύσης[45][46].
Το πιο σημαντικό μέρος της αιγυπτιακής αντίληψης για το σύμπαν ήταν η έννοια του χρόνου, η οποία είχε κατά πολύ μεγάλο μέρος να κάνει με τη διατήρηση της Μάατ. Με το γραμμικό πέρασμα του χρόνου, επανεμφανιζόταν ένα κυκλικό μοτίβο, στο οποίο η Μάατ ανανεωνόταν από περιοδικά γεγονότα τα οποία απηχούσαν την αρχική δημιουργία. Μεταξύ αυτών ήταν η ετήσια πλημμύρα του Νείλου, και η μετάβαση από τον ένα βασιλιά στον άλλο, αλλά η πιο σημαντική ήταν το καθημερινό ταξίδι του θεού ήλου Ρα[47][48].
Σκεπτόμενοι το σχήμα του κόσμου, οι Αιγύπτιοι είδαν τη γη ως μια επίπεδη έκταση γης, που προσωποποιούσε ο θεός Γκεμπ, πάνω από όπου εκτίνονταν από τη θεά προσωποποίηση του ουρανού Νουτ. Τους δύο χώριζε ο Σου, ο θεός προσωποποίηση του αέρα. Κάτω από τη γη ήταν ένας παράλληλος Κάτω Κόσμος και ουρανός, και πέρα από αυτό η άπειρη έκταση του Νου, του χάους που υπήρχε πριν τη δημιουργία[49][50]. Οι Αιγύπτιοι επίσης πίστευαν στην ύπαρξη ενός μέρους που ονομαζόταν Ντουάτ, μια μυστηριώδης περιοχή που σχετιζόταν με τον θάνατο και την αναγέννηση, που μπορεί να βρισκόταν στον κάτω κόσμο ή στον ουρανό. Κάθε μέρα, ο Ρα ταξίδευε κάτω από τη γη στον ουρανό, και τη νύχτα περνούσε από το Ντουάτ για να αναγεννηθεί την αυγή[51].
Σύμφωνα με τις Αιγυπτιακές πεποιθήσεις, στον κόσμο κατοικούσαν τρία είδη όντων με συναισθήματα: οι θεοί, τα πνεύματα των νεκρών ανθρώπων, που έζησαν στο θείο βασίλειο και απέκτησαν πολλές από τις ικανότητες των θεών, και οι ζωντανοί άνθρωποι, μεταξύ των οποίων ο πιο σημαντικός ήταν ο φαραώ, ο οποίος γεφύρωνε το ανθρώπινο και το θείο βασίλειο[52].
Μεταξύ των Αιγυπτιολόγων υπάρχει μακρά διαμάχη για το αν ο Φαραώ θεωρούνταν θεός. Είναι πολύ πιθανό ότι οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν τη βασιλική εξουσία καθεαυτή ως θεία δύναμη. Έτσι, αν και οι Αιγύπτιοι αναγνώριζαν ότι ο Φαραώ ήταν άνθρωπος και είχε τις ανθρώπινες αδυναμίες, ταυτόχρονα τον έβλεπαν ως θεό, γιατί η θεία δύναμη του θεσμού της βασιλείας ήταν ενσαρκωμένη σε αυτόν. Ενεργούσε έτσι ως μεσολαβητής μεταξύ του λαού της Αιγύπτου και των θεών[53]. Είχε κύριο ρόλο στη διατήρηση της Μάατ, διατηρώντας και τη δικαιοσύνη και την αρμονία στην ανθρώπινη κοινωνία, και διατηρώντας τους θεούς με ναούς και προσφορές. Για αυτούς τους λόγους, επέβλεπε κάθε θρησκευτική δραστηριότητα[54]. Όμως, η πραγματική επιρροή και κύρος του Φαραώ μπορούσε να διαφέρει από αυτή που απεικονίζονταν σε επίσημα έγγραφα και αναπαραστάσεις, και αρχίζοντας από τα τέλη του Νέου Βασιλείου και μετά η θρησκευτική του σημασία είχε μειωθεί δραστικά[55][56].
Ο φαραώ επίσης συσχετιζόταν με πολλές συγκεκριμένες θεότητες. Αναγνωριζόταν άμεσα με τον Ώρο, που αντιπροσώπευε τον ίδιο το θεσμό της βασιλείας, και θεωρούνταν ως γιος του Ρα, που κυβερνούσε και ρύθμιζε τη φύση, όπως ο φαραώ κυβερνούσε και ρύθμιζε την κοινωνία. Μέχρι την εποχή του Νέου Βασιλείου είχε επίσης σχετιστεί και με τον Άμμωνα, την υπέρτατη δύναμη του σύμπαντος[57]. Με τον θάνατό του, ο φαραώ αποθεωνόταν πλήρως. Σε αυτή τη φάση, ταυτιζόταν άμεσα με τον Όσιρι, τον θεό του θανάτου και της αναγέννησης και πατέρα του Ώρου[58]. Πολλοί ταφικοί ναοί ήταν αφιερωμένοι στη λατρεία των νεκρών φαραώ ως θεών[46].
Μεταθανάτια ζωή
Οι Αιγύπτιοι είχαν λεπτομερώς ανεπτυγμένες πεποιθήσεις για τον θάνατο και τη μεταθανάτια ζωή. Πίστευαν ότι οι άνθρωποι έχουν το κα, ή δύναμη ζωής, το οποίο έφευγε από το σώμα τη στιγμή του θανάτου. Κατά τη διάρκεια της ζωής, το κα συντηρούνταν από φαγητό και την πόση, και έτσι πιστευόταν ότι για να επιβιώσει μετά τον θάνατο, το κα έπρεπε να συνεχίσει να λαμβάνει προσφορές τροφής, την πνευματική ουσία της οποίας μπορούσε ακόμα να καταναλώνει. Κάθε άτομο επίσης είχε ένα μπα, το σύνολο των πνευματικών χαρακτηριστικών μοναδικό σε κάθε άτομο[59]. Αντίθετα από το κα, το μπα παρέμενε συνδεδεμένο με το σώμα μετά τον θάνατο. Τα αιγυπτιακά ταφικά τελετουργικά είχαν σκοπό να απελευθερώσουν το μπα από το σώμα, έτσι ώστε να μπορεί να κινείται ελεύθερα και να ενωθεί ξανά με το κα για να συνεχίζει να ζει ως ακ. Όμως, ήταν επίσης σημαντικό να διατηρηθεί το σώμα του νεκρού, καθώς οι Αιγύπτιοι πίστευαν ότι το μπα επέστρεφε στο σώμα κάθε βράδυ για να λάβει νέα ζωή, πριν αναδειχθεί το πρωί ως ακχ[60].
Τα πρώτα χρόνια ο νεκρός φαραώ πιστευόταν ότι ανερχόταν στον ουρανό και κατοικούσε στα αστέρια[61]. Κατά τη διάρκεια του Παλαιού Βασιλείου (περ. 2686–2181 π.Χ.) όμως, άρχισε να σχετίζεται περισσότερο με την καθημερινή αναγέννηση του θεού ήλιου Ρα και με τον ηγεμόνα του κάτω κόσμου Όσιρι, καθώς αυτές οι δύο θεότητες γίνονταν όλο και περισσότερο σημαντικές[62].
Κρίση
Στο πλήρως ανεπτυγμένο στάδιο των πεποιθήσεων για τη μεταθανάτια ζωή στο Νέο Βασίλειο, η ψυχή έπρεπε να αποφύγει μια σειρά από υπερφυσικούς κινδύνους στο Ντουάτ, πριν να περάσει από την τελική κρίση γνωστή ως το "Ζύγισμα της Καρδίας", που γίνεται από τον Όσιρι και τους Κριτές της Μάατ. Σε αυτή την κρίση, οι θεοί συγκρίνουν τις πράξεις του νεκρού όσο ζούσε (που συμβολίζονται με την καρδιά) τη Μάατ, για να καθορίσουν αν συμπεριφέρθηκε σύμφωνα με αυτήν. Αν ο νεκρός κρινόταν ως άξιος, το κα και το μπα του ενώνονταν σε ένα ακχ[63]. Συνυπήρχαν πολλές πεποιθήσεις για το τον προορισμό του ακχ. Λέγονταν συχνά ότι οι νεκροί κατοικούν στο βασίλειο του Όσιρι, ένα πλούσιο και ευχάριστο μέρος στον Κάτω Κόσμο[64]. Η ηλιακή αντίληψη της μεταθανάτιας ζωής, κατά την οποία η ψυχή του νεκρού ταξίδευε με τον Ρα στο καθημερινό του ταξίδι, κυρίως ήταν συνδεδεμένη με τον φαραώ, αλλά μπορούσε να επεκταθεί και για άλλους ανθρώπους. Κατά τη διάρκεια της περιόδου του Μέσου και του Νέου Βασιλείου, η ιδέα ότι το ακχ μπορούσε να ταξιδέψει στον κόσμο των ζωντανών, και σε ένα βαθμό να μπορεί με μαγικό τρόπο να επηρεάζει τα γεγονότα εκεί, γνώρισε όλο και περισσότερο διάδοση[65].
Ναοί υπήρχαν από την αρχή της αιγυπτιακής ιστορίας, και στην ακμή του πολιτισμού της αρχαίας Αιγύπτου υπήρχαν στις περισσότερες από τις πόλεις της. Περιελάμβαναν και ταφικούς ναούς που υπηρετούσαν τα πνεύματα των νεκρών φαραώ και ναούς αφιερωμένους στους προστάτες θεούς της πόλης, αν και η διάκριση δεν ήταν καθαρή γιατί η ιδιότητα της θεότητας και η ιδιότητα του φαραώ ήταν στενά συνδεδεμένες[46]. Οι ναοί δεν είχαν κυρίως σκοπό τη λατρεία από το γενικό πληθυσμό, και αυτός είχε ένα δικό του σύνθετο πλαίσιο θρησκευτικών πρακτικών. Αντίθετα, οι ναοί, τους οποίους διαχειριζόταν το κράτος, είχαν θέση ως οίκοι των θεών, στους οποίους οι φυσικές αναπαραστάσεις αυτών των θεών, οι οποίες θεωρούνταν ως οι διαμεσολαβητές τους, δέχονταν φροντίδα και προσφορές. Η υπηρέτηση αυτή πιστευόταν ότι ήταν απαραίτητη για τη διατήρηση των θεών, έτσι ώστε εκείνοι με τη σειρά τους να μπορέσουν να διατηρήσουν το ίδιο το σύμπαν[66]. Έτσι, οι ναοί είχαν κεντρική θέση στην Αιγυπτιακή κοινωνία, και για τη συντήρηση τους αφιερωνόταν τεράστιος αριθμός πόρων, περιλαμβανομένων δωρεές από τους φαραώ και πόρων από τις μεγάλες εκτάσεις που είχαν στην ιδιοκτησία τους οι ναοί. Οι Φαραώ συχνά επέκτειναν τους ναούς ως μέρος της υποχρέωσης τους να τιμήσουν τους θεούς, με αποτέλεσμα πολλοί να ναοί να φτάσουν μεγαλώνοντας τεράστια έκταση και μέγεθος[67]. Όμως, δεν είχαν όλοι οι θεοί ναό αφιερωμένο σε αυτούς, καθώς πολλοί θεοί που είχαν σημαντική θέση στην επίσημη θεολογία είχαν πολύ λίγη λατρεία, και πολλοί καθημερινοί γνωστοί θεοί είχαν ευρεία λατρεία από τον λαό παρά τελετουργική λατρεία στον ναό[68].
Οι πιο παλιοί γνωστοί αιγυπτιακοί ναοί ήταν μικρές, μη μόνιμες κατασκευές, αλλά κατά το Παλαιό και Μέσο Βασίλειο ο σχεδιασμός τους έγινε πιο περίτεχνος, και η κατασκευή τους άρχισε να γίνεται όλο και περισσότερο με πέτρα. Στο Νέο Βασίλειο, αναδείχθηκε ένα βασικό σχέδιο ναού, το οποίο είχε εξελιχθεί από κοινά στοιχεία των ναών του Παλαιού και του Μέσου Βασιλείου. Με κάποιες παραλλαγές, το σχέδιο αυτό χρησιμοποιήθηκε για τους περισσότερους ναούς που χτίστηκαν από εκείνο το σημείο και μετά, και οι περισσότεροι που σώζονται σήμερα ακολουθούν εκείνο το σχέδιο. Σε αυτό το σχέδιο, ο ναός χτιζόταν κατά μήκος ενός τελετουργικού διαδρόμου που περνούσε από μια σειρά από αυλές και διαδρόμους προς το ιερό, στο οποίο βρίσκονταν το άγαλμα του θεού του ναού. Η πρόσβαση στο ιερό ήταν περιορισμένη στον φαραώ και στους αρχιερείς. Το ταξίδι από την είσοδο του ναού μέχρι το ιερό θεωρούνταν ως το ταξίδι από τον ανθρώπινο κόσμο στο θείο βασίλειο, κάτι που τονιζόταν από πολύπλοκους μυθολογικούς συμβολισμούς που υπήρχαν στην αρχιτεκτονική του ναού[69]. Πέρα από τον ίδιο τον ναό υπήρχε το εξωτερικό τοίχος. Στον χώρο μεταξύ τους υπήρχαν πολλά βοηθητικά κτήρια, μεταξύ των οποίων εργαστήρια και αποθήκες που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του ναού, και η βιβλιοθήκη όπου φυλάσσονταν τα ιερά κείμενα και τα αρχεία, και που χρησίμευε επίσης ως κέντρο γνώσης για μια πλειάδα[70].
Θεωρητικά, η πραγματοποίηση των τελετουργικών του ναού ήταν καθήκον του φαραώ., καθώς ήταν ο επίσημος αντιπρόσωπος των θεών της Αιγύπτου. Στην πραγματικότητα όμως, τα τελετουργικά καθήκοντα εκτελούσαν οι ιερείς. Κατά τη διάρκεια του Παλαιού και Μέσου Βασιλείου, δεν υπήρχε ξεχωριστή τάξη ιερέων. Πολλοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι υπηρετούσαν υπό αυτή την ιδιότητα για κάποιους μήνες, πριν επιστρέψουν στα κοσμικά τους καθήκοντα. Στο Νέο Βασίλειο ήταν που αναδείχθηκε μια επαγγελματική τάξη ιερέων, αν και κάποιοι χαμηλόβαθμοι ιερείς είχαν ακόμα μερικοί απασχόληση ως τέτοιοι. Όλοι ακόμα απασχολούνταν από το κράτος, και ο φαραώ είχε την τελευταία λέξη για τον διορισμό τους[71]. Όμως, καθώς ο πλούτος των ναών αύξανε, η επιρροή των ιερέων τους αύξανε μαζί του, μέχρι που έφτασε να ανταγωνίζεται αυτή του φαραώ. Στον πολιτικό κατακερματισμό της Τρίτης Μεταβατικής Περιόδου (περ. 1070–664 π.Χ.), ο εκάστοτε αρχιερέας του Άμμωνα στο Καρνάκ ήταν ουσιαστικά ο ηγεμόνας της Άνω Αιγύπτου[72]. Το προσωπικό του ναού περιλάμβανε επίσης πολλά άλλα άτομα εκτός από τους ιερείς, όπως μουσικούς και τραγουδιστές για τις τελετές του ναού. Έξω από τον ναό υπήρχαν καλλιτέχνες και άλλοι εργάτες που βοηθούσαν στις ανάγκες του ναού, όπως και γεωργοί που δούλευαν στα κτήματα του ναού. Όλοι οι παραπάνω πληρώνονταν από τα εισοδήματα του ναού. Οι μεγάλοι ναοί συνεπώς ήταν πολύ σημαντικά κέντρα οικονομικής δραστηριότητας, απασχολώντας κάποιες φορές χιλιάδες ατόμων[73].
Επίσημα τελετουργικά και γιορτές
Οι κρατικές θρησκευτικές πρακτικές περιελάμβαναν και τελετουργικά του ναού για τη λατρεία της θεότητας, και τελετές που είχαν σχέση με το θεϊκό θεσμό της βασιλείας. Στις τελευταίες περιλαμβάνονταν η τελετές στέψεις και η Γιορτή Σεντ, ένα τελετουργικό ανανέωσης της δύναμης του φαραώ το οποίο πραγματοποιούνταν ανά τακτά διαστήματα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του[74]. Υπήρχαν πολλά τελετουργικά των ναών, τα οποία άλλα γίνονταν σε όλοι τη χώρα, άλλα σε μεμονωμένους ναούς, και άλλα στους ναούς ενός συγκεκριμένου θεού. Κάποια πραγματοποιούνταν καθημερινά, ενώ άλλα σε ετήσια βάση ή πιο σπάνια[75]. Το πιο κοινό τελετουργικό του ναού ήταν η τελετή της πρωινής προσφοράς, που πραγματοποιούνταν καθημερινά στους ναούς σε όλη την Αίγυπτο. Σε αυτή, ένας υψηλόβαθμος ιερέας, ή κατά περίπτωση ο ίδιος ο φαραώ, έπλεναν, επάλειφαν και έντυναν με περίτεχνα ρούχα το άγαλμα του ναού πριν να του προσφέρουν προσφορές. Κατόπιν, αφού ο θεός είχε καταναλώσει την πνευματική ουσία των προσφορών, αυτές αποσύρονταν για να μοιραστούν στους ιερείς[74].
Τα λιγότερο συχνά τελετουργικά του ναού, ή γιορτές, ήταν επίσης πολλά, με δεκάδες να λαμβάνουν χώρα κάθε χρόνο. Αυτές οι γιορτές συχνά περιελάμβαναν πράξεις πέρα από απλές προσφορές από προσφορές στους θεούς, όπως η αναπαράσταση συγκεκριμένων μύθων ή συμβολικές καταστροφές των δυνάμεων της καταστροφής[76]. Τα περισσότερα από αυτές τις εκδηλώσεις μάλλον εορτάζονταν μόνο από τους ιερείς και μόνο μέσα στον ναό[75]. Όμως, οι πιο σημαντικές γιορτές των ναών, όπως τη Γιορτή του Οπέτ που εορταζόταν στο Καρνάκ, συνήθως περιελάμβανε τη λιτανεία της εικόνας του θεού έξω από ιερό σε μια βάρκα, και η επίσκεψη σημαντικών σταθμών, όπως ο ναός της σχετικής θεότητας. Ο λαός μαζευόταν για να δει τη λιτανεία και κάποιες φορές λάμβανε μερίδιο από τις ασυνήθιστα μεγάλες προσφορές προς τους θεούς που δίνονταν με ευκαιρία της γιορτής[77].
Λατρεία ζώων
Σε πολλά ιερά μέρη, οι Αιγύπτιοι λάτρευαν συγκεκριμένα ζώα για τα οποία πίστευαν ότι ήταν οι ενσαρκώσεις συγκεκριμένων θεοτήτων. Τα ζώα αυτά επιλέγονταν με βάση συγκεκριμένων ιερών σημαδιών τα οποία πιστεύονταν ότι ήταν δηλωτικά για την καταλληλότητα για τον ρόλο. Κάποια από αυτά τα ζώα διατηρούσαν τη θέση τους για το υπόλοιπο της ζωής τους, όπως είναι η περίπτωση του Ταύρου Άπις που λατρευόταν στη Μέμφιδα ως προσωποποίηση του Πτα. Άλλα ζώα διαλέγονταν για πολύ λιγότερο χρόνο. Οι λατρείες αυτές έγιναν πιο δημοφιλείς κατά τις τελευταίες περιόδους, και πολλού ναοί άρχισαν να μεγαλώνουν ζώα εκείνων των ειδών από τα οποία μπορούσαν να διαλέξουν μια νέα προσωποποίηση της θεότητας[78]. Μια ξεχωριστή πρακτικά άρχισε να αναπτύσσεται κατά την Εικοστή έκτη Δυναστεία, όταν οι άνθρωπου άρχισαν να μουμιοποιούν κάθε ζώο ενός συγκεκριμένου είδους ως προσφορά προς τον θεό που αντιπροσώπευε. Εκατομμύρια μουμιοποιημένες γάτες, πουλιά και άλλα ζώα θάβονταν στους ναούς τιμώντας τις αιγυπτιακές θεότητες[79][80]. Οι πιστοί πλήρωναν τους ιερείς μιας συγκεκριμένης θεότητας για να αποκτήσουν και να μουμιοποιήσουν ένα ζώο που σχετιζόταν με αυτή τη θεότητα, και η μούμια τοποθετούνταν σε ένα νεκροταφείο κοντά στο κέντρο λατρείας του θεού.
Μαντεία
Οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν τα μαντεία για να ρωτήσουν τους θεούς για γνώση ή για καθοδήγηση. Τα αιγυπτιακά μαντεία είναι γνωστά κυρίως από το Νέο Βασίλειο και μετά, αν και μάλλον εμφανίστηκαν πολύ νωρίτερα. Άνθρωποι από όλες τις τάξεις, περιλαμβανομένου και του βασιλιά, έθεταν ερωτήματα στα μαντεία, και ειδικά στην ύστερη περίοδο του Νέου Βασιλείου οι απαντήσεις των τελευταίων μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να λύσουν νομικές διαφορές ή να παρέχουν πληροφορίες για βασιλικές αποφάσεις[81]. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος να συμβουλευόταν κάποιος το μαντείο ήταν να έθετε μια ερώτηση στην ιερή εικόνα του θεού όταν αυτή μεταφερόταν σε λιτανεία κατά τη διάρκεια γιορτής, και να ερμηνεύσει την απάντηση από τις κινήσεις της βάρκας. Άλλες μέθοδοι περιελάμβαναν την ερμηνεία της συμπεριφοράς των ιερών ζώων, με τράβηγμα κλήρων, ή με την αναζήτηση συμβουλής από αγάλματα, με τα οποία μιλούσε ένας ιερέας. Οι τρόποι αυτοί ερμηνείας της θέλησης των θεών έδωσε μεγάλη επιρροή στους ιερείς, οι οποίοι μετέφεραν και μετάφραζαν το μήνυμα του θεού[82].
Λαϊκή θρησκεία
Ενώ η κρατική επίσημη λατρεία είχε σκοπό τη διατήρηση της σταθερότητας του Αιγυπτιακού κόσμου, οι κοινοί άνθρωποι είχαν τις δικές τους θρησκευτικές πρακτικές που σχετίζονταν περισσότερο με την καθημερινή ζωή[83]. Αυτή η λαϊκή θρησκεία έχει αφήσει λιγότερα στοιχεία από τις επίσημες λατρείες, και καθώς τα στοιχεία αυτά που διασώθηκαν προέρχονται από το πλουσιότερο μέρος του αιγυπτιακού πληθυσμού, δεν είναι βέβαιο σε πιο σημείο αυτά τα στοιχεία αντικατοπτρίζουν τις πρακτικές του γενικού πληθυσμού[84].
Η λαϊκές θρησκευτικές πρακτικές περιελάμβαναν τελετές που σηματοδοτούσαν σημαντικά μεταβατικά σημεία της ζωής. Αυτά περιελάμβαναν τη γέννηση, λόγω του κινδύνου που είχε η γέννα, και η ονοματοδοσία, γιατί το όνομα είχε καίριο ρόλο στην ταυτότητα του ατόμου. Οι πιο σημαντικές από όλες αυτές τις τελετές ήταν εκείνες που είχαν σχέση με τον θάνατο (βλ. Ταφικές πρακτικές παρακάτω), γιατί εξασφάλιζαν την επιβίωση της ψυχής στη μεταθανάτια ζωή[85]. Άλλες θρησκευτικές πρακτικές είχαν σκοπό να διερευνήσει τη θέληση των θεών ή την αναζήτηση της γνώσης τους. Μέσα για τα παραπάνω ήταν η ερμηνεία των ονείρων, τα οποία μπορούσαν να θεωρηθούν ως μηνύματα από το θεϊκό βασίλειο, και από τη γνωμοδότηση των μαντείων. Οι άνθρωποι επίσης προσπαθούσαν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των θεών προς όφελός τους μέσω μαγικών τελετουργικών (βλ. παρακάτω Μαγεία)[86].
Ατομικά οι Αιγύπτιοι επίσης προσεύχονταν για τους δώσουν οι θεοί αγαθά ιδιωτικά. Αποδείξεις για τέτοιου είδους προσευχών στους θεούς είναι σποραδικές πριν το Νέο Βασίλειο. Αυτό συμβαίνει πιθανόν λόγω στους πολιτισμικούς περιορισμούς της απεικόνισης των δραστηριοτήτων μη βασιλικών ατόμων, δηλαδή των καθημερινών ανθρώπων, η οποίοι περιορισμοί χαλάρωσαν κατά το Μέσο και Νέο Βασίλειο. Η προσωπική έκφραση ευλάβειας έγινε ακόμα πιο κυρίαρχη κατά την ύστερη περίοδο του Νέου Βασιλείου, όπου πιστευόταν ότι οι θεοί παρενέβαιναν άμεσα στις προσωπικές ζωές των ατόμων, τιμωρώντας αυτούς που έπραξαν παραπτώματα και σώζοντας τους ευσεβείς από την καταστροφή[87]. Οι επίσημοι ναοί ήταν σημαντικοί χώροι για ιδιωτική προσευχή και προσφορές, παρόλο που ο κεντρικές τους λειτουργίες απέκλειαν τον κοινό κόσμο. Οι Αιγύπτιοι συχνά προσέφεραν αγαθά προς προσφορά στον θεό του ναού καθώς και αντικείμενα αντικείμενα εγγραμμένα με προσευχές για να τοποθετηθούν στην αυλή του ναού. Συχνά προσεύχονται οι ίδιοι μπροστά στα αγάλματα των ναών ή σε ιερά έξω από αυτούς τοποθετημένα για αυτό τον λόγο[84]. Εκτός από τους ναούς ο γενικός πληθυσμός χρησιμοποιούσε ξεχωριστούς τοπικούς ναΐσκους, οι οποίοι ήταν πιο προσβάσιμοι από τους επίσημους ναούς. Αυτοί οι ναΐσκοι ήταν πάρα πολλού, και ίσως επανδρωμένοι από άτομα της κοινότητας[88]. Οι οικίες επίσης, συχνά είχαν μικρά ιερά για προσφορές στους θεούς ή θανόντες συγγενείς[89].
Οι θεότητες στις οποίες γινόταν επίκληση στις περιπτώσεις αυτές διέφεραν κάπως από εκείνες που βρίσκονταν στο επίκεντρο της επίσημης κρατικής λατρείας. Πολλές σημαντικές λαϊκές θεότητες, όπως η θεά της γονιμότηταςΤαουρέτ και ο θεός προστάτης του νοικοκυριού Μπες δεν είχαν δικούς τους ναούς. Από την άλλη, πολλοί θεοί, συμπεριλαμβανομένων και του Άμμωνα και Όσιρι, ήταν πολύ σημαντικοί και στη λαϊκή και στην επίσημη θρησκεία[90]. Κάποια άτομα μπορεί να ήταν ιδιαίτερα αφιερωμένα στη λατρεία ενός μόνο θεού. Συχνά προτιμούσαν θεότητες που σχετίζονται με την περιοχή τους, ή με τη θέση τους στη ζωή. Ο θεός Πτα για παράδειγμα, ήταν ιδιαίτερα σημαντικός στο κέντρο λατρείας του στη Μέμφιδα, αλλά ως προστάτης των τεχνιτών έχαιρε λατρείας πολλών από αυτό το επάγγελμα σε εθνικό επίπεδο[91].
Η λέξη μαγεία θα μπορούσε για να μεταφραστεί ο Αιγυπτιακός όρος χέκα, ο οποίος μπορεί να σημαίνει, όπως το θέτει ο James P. Allen, "η δυνατότητα να κάνει κανείς πράγματα να συμβούν με έμμεσους τρόπους"[92]. Η χέκα πιστευόταν ότι ήταν φυσικό φαινόμενο, η δύναμη που χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία του σύμπαντοςκαι την οποία χρησιμοποιούσαν οι θεοί για να πραγματοποιήσουν το θέλημά τους. Οι άνθρωποι μπορούσαν επίσης να τη χρησιμοποιήσουν, και οι μαγικές πρακτικές ήταν στενά αλληλένδετες με τη μαγεία. Βασικά, ακόμα και τα συνηθισμένα τελετουργικά που γίνονταν στους ναούς λογίζονταν ως μαγεία[93]. Τα άτομα επίσης συχνά διέρχονταν χρησιμοποιούσαν μαγικές τεχνικές για προσωπικούς στόχους. Αν και αυτοί μπορεί να ήταν επιζήμιοι για άλλα άτομα, κανενός είδους μαγεία δεν θεωρούνται επιζήμια καθεαυτή. Αντίθετα, η μαγεία θεωρούνταν καταρχάς ως τρόπος για τους ανθρώπους να προλάβουν ή να αντιμετωπίσουν αρνητικά γεγονότα[94].
Η μαγεία ήταν στενά συνδεδεμένη με το ιερατείο. Επειδή οι βιβλιοθήκες των ναών περιείχαν πολλά μαγικά κείμενα, η μεγάλη γνώση περί μαγείας σχετιζόταν με τους ιερείς οι οποίοι μελετούσαν αυτά τα κείμενα. Οι ιερείς αυτοί συνήθως εργάζονταν έξω από τους ναούς τους, προσφέροντας επ’ αμοιβή της μαγικές τους υπηρεσίες στον λαό. Άλλα επαγγέλματα επίσης χρησιμοποιούσαν τη μαγεία ως μέρος της δουλειάς τους, περιλαμβανομένων γιατρών, γητευτών σκορπιών, και κατασκευαστών μαγικών φυλακτών. Είναι επίσης πιθανό ότι οι κάτοικοι των χωριών χρησιμοποιούσαν μαγικά για δικούς τους σκοπούς, αλλά καθώς αυτή η γνώση μεταδιδόταν προφορικά, υπάρχουν περιορισμένα στοιχεία για αυτή[95].
Η γλώσσα ήταν στενά συνδεδεμένη με τη χέκα, σε τέτοιο σημείο που ο Θωθ, ο θεός της γραφής, λεγόταν κάποιες φορές ότι ήταν ο εφευρέτης της χέκα[96]. Έτσι, η μαγεία συχνά περιελάμβανε γραπτά ή προφορικά ξόρκια, αν και αυτά συνήθως συνοδεύονταν από τελετουργικές πράξεις. Συχνά αυτά τα τελετουργικά επικαλούνταν τη δύναμη μιας κατάλληλης θεότητας για να πραγματοποιήσει την επιθυμούμενη ενέργεια, χρησιμοποιώντας τη δύναμη της χέκα για την ολοκλήρωση αυτής της ενέργειας. Κάποιες φορές αυτό σήμαινε την απόδοση ενός ρόλου ενός χαρακτήρα της μυθολογίας σε αυτόν που ασκούσε το τελετουργικό ή που ήταν αντικείμενο αυτού του τελετουργικού, επηρεάζοντας έτσι τον θεό να ενεργήσει όπως είχε ενεργήσει και στον μύθο. Τα τελετουργικά επίσης μπορεί να περιελάμβαναν συμπαθητική μαγεία, με τη χρήση αντικειμένων που πιστεύονταν ότι είχαν μαγικά σημαντική ομοιότητα με το αντικείμενο του τελετουργικού. Οι Αιγύπτιοι επίσης χρησιμοποιούσαν συχνά αντικείμενα που πίστευαν ότι είχαν από μόνα τους χέκα, όπως μαγικά προστατευτικά φυλακτά που τα φορούσαν ευρέως οι Αιγύπτιοι[97].
Καθώς θεωρούνταν απαραίτητο για την επιβίωση της ψυχής, η διατήρηση του σώματος κατείχε κεντρικό ρόλο στις αιγυπτιακές ταφικές πρακτικές. Αρχικά οι Αιγύπτιοι θάβανε τους νεκρούς τους στην έρημο, όπου οι ξηρές συνθήκες μουμιοποιούσαν το σώμα με φυσικό τρόπο. Στην πρώιμη Δυναστική Περίοδο όμως άρχισαν να χρησιμοποιούν τάφους για μεγαλύτερη προστασία. Έτσι, οι Αιγύπτιοι ανέπτυξαν τις περίπλοκες τεχνικές ταρίχευσης, κατά τις οποίες το σώμα αποξεραινόταν και τυλιγόταν για να τοποθετηθεί στο φέρετρο[98]. Η ποιότητα της διαδικασίας ποίκιλε ανάλογα το κόστος, και όσοι δεν μπορούσαν να καλύψουν το όποιο κόστος, και πάλι θάβονταν σε τάφους στην έρημο[99].
Όταν ολοκληρωνόταν η διαδικασία της μουμιοποίησης, η μούμια μεταφερόταν στον τάφο με νεκρική πομπή στην οποία συμμετείχαν συγγενείς και φίλοι, μαζί με διάφορους ιερείς. Πριν την κηδεία, οι ιερείς αυτοί πραγματοποιούσαν αρκετά τελετουργικά, μεταξύ τον οποίων η Τελετή ανοίγματος του στόματος που είχε ως σκοπό την αποκατάσταση των αισθήσεων του νεκρού και τη δυνατότητα να λαμβάνει προσφορές. Κατόπιν η μούμια θαβόταν και ο τάφος σφραγιζόταν[100]. Κατόπιν, οι συγγενείς ή ιερείς που είχαν προσληφθεί για αυτό τον σκοπό, προσέφεραν φαγητό σε ταφικούς ναΐσκους ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Με τον καιρό, οι οικογένειες αναπόφευκτα παραμελούσαν τις προσφορές προς τους από πάρα πολύ καιρό αποθανόντες συγγενείς, έτσι η περισσότερες νεκρικές λατρείες διαρκούσαν μία ή δύο γενιές[101]. Όμως, όσο η λατρεία επιβίωνε, οι ζωντανοί κάποιες φορές γράφανε γράμματα ζητώντας από τους αποθανόντες συγγενείς τους για βοήθεια, με την πίστη ότι οι νεκροί μπορούσαν να επηρεάσουν τον κόσμο των ζωντανών, όπως μπορούσαν και η θεοί[102].
Οι πρώτοι αιγυπτιακοί τάφοι ήταν οι μασταμπάδες, παραλληλόγραμμα οικοδομήματα από τούβλο, όπου ενταφιάζονταν βασιλείς και ευγενείς. Κάθε ένας από αυτούς περιελάμβανε ένα νεκρικό θάλαμο κάτω από το έδαφος, και ένα ξεχωριστό ιερό πάνω στο έδαφος για τα ταφικά τελετουργικά. Κατά το Παλαιό Βασίλειο, ο μασταμπάς εξελίχθηκε στην πυραμίδα, η οποία συμβόλιζε το αρχέγονο λόφο του αιγυπτιακού μύθου. Οι Πυραμίδες ήταν για τα βασιλικά πρόσωπα, και συνοδεύονταν από μεγάλους ταφικούς ναούς. Οι φαραώ του Μέσου Βασιλείου συνέχισαν να χτίζουν πυραμίδες, και η δημοτικότητα του μασταμπά έφθινε. Όλο και πιο πολύ, κοινά μη βασιλικά άτομα με αρκετούς πόρους, άρχισαν να θάβονται σε τάφους σκαμμένους στον βράχο με ξεχωριστό ναΐσκο κοντά, μια πρακτική που καθιστούσε τον τάφο λιγότερο ευάλωτο στην τυμβωρυχία. Μέχρι τις αρχές του Νέου Βασιλείου, ακόμα και οι φαραώ θάβονταν σε τέτοιους τάφους, και συνέχισαν να είναι σε χρήση μέχρι την παρακμή της ίδιας της αιγυπτιακής θρησκείας[103].
Οι τάφοι μπορούσαν να περιέχουν με μεγάλη ποικιλία αντικειμένων, περιλαμβανομένων αγαλμάτων του νεκρού για να χρησιμεύσουν για υποκατάστατα του σώματος σε περίπτωση που αυτό υποστεί ζημιά[104]. Επειδή πιστευόταν ότι ο νεκρός θα χρειαζόταν να δουλέψει στη μετά θάνατον ζωή, όπως ακριβώς έκανε και κατά τη διάρκεια της ζωής του, οι ταφές συχνά περιείχαν και μικρά αγαλματίδια ανθρώπων τα οποία θα έκαναν εκείνα τη δουλειά στη θέση του νεκρού, τα ουσάμπτι[105]. Οι τάφοι των πλουσιοτέρων μπορούσαν να περιέχουν επίσης επίπλωση, ρουχισμό, και άλλα καθημερινά αντικείμενα για χρήση στη μεταθανάτια ζωή, μαζί με φυλακτά για μαγική προστασία εναντίον των κινδύνων του κόσμου των πνευμάτων[106]. Παραπέρα προστασία παρεχόταν από ταφικά κείμενα που περιείχε η ταφή. Ο τάφος επίσης είχε έργα τέχνης, όπως απεικονίσεις του νεκρού να τρώει φαί το οποίο πιστευόταν ότι του επέτρεπε να λάβει μαγικά τροφή για να συντηρηθεί ακόμα και μετά το σταμάτημα των ταφικών προσφορών[107].
Ενώ οι Αιγύπτιοι δεν είχαν ένα ενοποιημένο θρησκευτικό κείμενο, παρήγαγαν πολλά θρησκευτικά κείμενα διαφόρων ειδών. Όλα μαζί τα διαφορετικά κείμενα παρέχουν μια εκτεταμένη, αλλά και πάλι ελλιπή, κατανόηση των αιγυπτιακών θρησκευτικών πρακτικών και πεποιθήσεων[108].
Οι αιγυπτιακοί μύθοι ήταν μεταφορικές ιστορίες που είχαν σκοπό να φωτίσουν και να εξηγήσουν τις πράξεις και τον ρόλο των θεών στη φύση. Οι λεπτομέρειες των γεγονότων στα οποία αναφέρονται μπορούσαν να αλλάζουν για να μεταδώσουν διαφορετικές συμβολικές προοπτικές στα μυστηριώδη θεία γεγονότα τα οποία περιγράφουν, έτσι ώστε πολλοί μύθοι υπάρχουν με διαφορετικές και καμιά φορά αντικρουόμενες εκδοχές[110]. Οι μυθικές αφηγήσεις ήταν σπάνια γραμμένες ολόκληρες, και πιο συχνά τα κείμενα περιείχαν μόνο επεισόδια από ή αναφορές σε έναν εκτενέστερο μύθο[111]. Συνεπώς η γνώση της αιγυπτιακής μυθολογίας προέρχεται κυρίως από ύμνους που περιέχουν με λεπτομέρεια τους ρόλους συγκεκριμένων θεοτήτων, από τελετουργικά και μαγικά κείμενα που περιγράφουν τις πράξεις που σχετίζονται με τα μυθικά γεγονότα, και από ταφικά κείμενα που επίσης αναφέρουν τους ρόλους πολλών θεοτήτων στη μεταθανάτια ζωή. Κάποιες πληροφορίες επίσης παρέχονται από αναφορές από κοσμικά κείμενα[108]. Τέλος, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, όπως για παράδειγμα ο Πλούταρχος, κατέγραψαν κάποιους από τους σωζόμενους μύθους στην ύστερη εποχή της αιγυπτιακής ιστορίας[112].
Ανάμεσα στους σημαντικούς αιγυπτιακούς μύθους ήταν η μύθοι της δημιουργίας. Σύμφωνα με αυτές τις ιστορίες, ο κόσμος αναδύθηκε ως ένα ξερό μέρος από τον αρχέγονο ωκεανό του χάους. Καθώς ο ήλιος είναι απαραίτητος για τη ζωή στη γη, η πρώτη ανατολή του Ρα σηματοδότησε την αρχή τη ζωής. Διαφορετικές εκδοχές του μύθου περιγράφουν τη στιγμή της δημιουργίας με διαφορετικούς τρόπους: ως μεταμόρφωση του αρχέγονου θεού Ατούμ στα στοιχεία που απαρτίζουν τον κόσμο, ως τον δημιουργικό λόγο του θεού της νόησης Πτα, και ως ενέργεια της κρυμμένης δύναμης του Άμμωνα[113]. Ασχέτως με αυτές τις παραλλαγές, η πράξη της δημιουργίας αντιπροσώπευε την εγκαθίδρυση της μάατ και του μοτίβου για τους κύκλους του χρόνου που ακολούθησαν[46].
Ο πιο σημαντικός από όλους τους αιγυπτιακούς μύθους ήταν ο Μύθος του Όσιρι[114]. Λέει για τον θεϊκό ηγεμόνα Όσιρι, που δολοφονήθηκε από τον ζηλόφθονα αδελφό του Σεθ, ένα θεό που συχνά σχετίζεται με το χάος[115]. Η αδελφή και γυναίκα του Όσιρι Ίσις το ανέστησε έτσι ώστε να μπορεί να συλλάβει από εκείνον ένα διάδοχο, τον Ώρο. Ο Όσιρις μπήκε στον Κάτω Κόσμο και έγινε ο ηγεμόνας των νεκρών. Όταν μεγάλωσε, ο Ώρος πολέμησε και νίκησε τον Σεθ και έγινε βασιλιάς[116]. Η συσχέτιση του Σεθ με το χάος, και η ταύτιση του Όσιρι και του Ώρου ως τους νόμιμους ηγεμόνες, παρείχε τη λογική για τη διαδοχή των Φαραώ και απεικόνιζε τους Φαραώ ως τους τηρητές της τάξης. Ταυτόχρονα, ο θάνατος και η αναγέννηση του Όσιρι σχετίζονταν με τον αιγυπτιακό γεωργικό κύκλο σποράς και παραγωγής, κατά τον οποίο τα σπαρτά μεγάλωναν με την πλημμύρα του Νείλου η οποία έκανε γόνιμο το έδαφος, έφθιναν κατόπιν, και ο κύκλος επαναλαμβανόταν, προϊδεάζοντας τον θάνατο και την ανάσταση των ψυχών μετά τον θάνατο[117].
Ένα άλλο σημαντικό μυθικό μοτίβο ήταν το ταξίδι του Ρα στο Ντουάτ κάθε νύχτα. Στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού ο Ρα συναντά τον Όσιρι, ο οποίος ακόμα μια φορά ενεργούσε ως παράγοντας αναγέννησης, έτσι ώστε η ζωή ανανεωνόταν. Πολεμούσε επίσης κάθε βράδυ με τον Απέπ, ένα θεό με μορφή φιδιού που αντιπροσώπευε το χάος. Η ήττα του Απέπ και η συνάντηση με τον Όσιρι εξασφάλιζαν την ανατολή του ήλιου το επόμενο πρωί ένα γεγονός που αντιπροσώπευε την αναγέννηση και τη νίκη της τάξης εναντίον του χάους[118].
Τελετουργικά και μαγικά κείμενα
Οι διαδικασίες που απαιτούνταν για τα θρησκευτικά τελετουργικά συχνά ήταν γραμμένες σε παπύρους, οι οποίοι χρησίμευαν ως οδηγίες για την εκτέλεση αυτών των τελετουργικών. Τα κείμενα αυτά φυλάσσονταν κυρίως στις βιβλιοθήκες των ναών. Οι ίδιοι οι ναοί επίσης περιείχαν επιγραφές αυτών των κειμένων, συχνά συνοδευόμενες και από απεικονίσεις. Αντίθετα από τους τελετουργικούς πάπυρους, οι επιγραφές των ναών δεν προορίζονταν για οδηγίες, αλλά είχαν σκοπό να διαιωνίσουν συμβολικά τα τελετουργικά, ακόμα κι αν στην πραγματικότητα ο άνθρωποι σταματούσαν από το να τα τελούν[119]. Τα μαγικά κείμενα ομοίως, περιέγραφαν τελετουργικά παρόλο που αυτά ήταν μέρος ξορκιών που χρησιμοποιούνταν για συγκεκριμένους στόχους στην καθημερινή ζωή. Παρά τον κοσμικό και όχι τελετουργικά θρησκευτικό τους σκοπό, πολλά από αυτά τα κείμενα είχαν την πηγή τους από τις βιβλιοθήκες των ναών, από όπου αργότερα διαδόθηκαν μεταξύ του γενικού πληθυσμού[120].
Ύμνοι και προσευχές
Οι Αιγύπτιοι παρήγαγα πάρα πολλές προσευχές και ύμνους, που ήταν γραμμένοι με μορφή ποίησης. Οι ύμνοι και οι προσευχές ακολουθούν μεταξύ τους μια παρόμοια δομή διαφοροποιούνται κυρίως από τους σκοπούς που υπηρετούν. Οι ύμνοι ήταν γραμμένοι για να υμνούν συγκεκριμένες θεότητες[121]. Όπως τα τελετουργικά κείμενα, ήταν γραμμένοι σε παπύρους και στους τοίχους των ναών, και πιθανόν απαγγέλλονταν ως μέρος των τελετουργικών που περιγράφονταν στις επιγραφές των ναών[122]. Οι περισσότεροι είναι δομημένοι σύμφωνα με μια καθορισμένη λογοτεχνική μορφή, σχεδιασμένη να εξηγήσει τη φύση, τις πλευρές, και τις μυθολογικές λειτουργίες κάποιας θεότητας [121]. Έχουν την τάση να αναφέρονται πιο λεπτομερώς στη θεμελιώδη θεολογία από άλλα αιγυπτιακά θρησκευτικά γραπτά, και απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία στο Νέο Βασίλειο, μια περίοδο ιδιαίτερου ενεργού θεολογικού λόγου[123]. Οι προσευχές ακολουθούν το ίδιο γενικό μοτίβο όπως οι ύμνοι, αλλά απευθύνονται στον σχετικό θεό σε έναν πιο προσωπικό τρόπο, ζητώντας ευλογία, βοήθεια, ή συγχώρεση για παραπτώματα. Τέτοιες προσευχές είναι σπάνιες πριν το Νέο Βασίλειο, υποδηλώνοντας ότι σε παλιότερες περιόδους τέτοια προσωπική αλληλεπίδραση με μια θεότητα δεν πιστευόταν ότι ήταν δυνατή, ή τουλάχιστον ήταν λιγότερο πιθανό να εκφραστεί γραπτώς. Οι προσευχές είναι κυρίως γνωστές από επιγραφές σε αγάλματα και στήλες οι οποίες αφήνονταν σε ιερούς τόπους ως αναθηματικές προσφορές[87].
Μεταξύ των πιο σημαντικών και εκτενώς διατηρημένα αιγυπτιακά γραπτά είναι τα ταφικά κείμενα, τα οποία ήταν σχεδιασμένα για να εξασφαλίσουν τη μακάρια ζωή των ψυχών των νεκρών στη μεταθανάτια ζωή[124]. Τα παλιότερα αυτών των κειμένων είναι τα Κείμενα των Πυραμίδων. Είναι μια συλλογή από εκατοντάδες ξορκιών που βρίσκονται ως επιγραφές στους τοίχους βασιλικών πυραμίδων κατά τη διάρκεια του Παλαιού Βασιλείου, και είχαν ως σκοπό να παρέχουν μαγικά στους φαραώ τον τρόπο για να ενωθούν με τους θεούς στη μεταθανάτια ζωή[125]. Τα ξόρκια εμφανίζονται σε διαφορετικές διατάξεις και συνδυασμούς, και λίγα από αυτά εμφανίζονται σε όλες τις πυραμίδες[126].
Στο τέλος του Παλαιού Βασιλείου έκανε την εμφάνιση του ένα καινούργιο σώμα ταφικών ξορκιών στους τάφους, το οποίο περιελάμβανε υλικό και από τα Κείμενα των Πυραμίδων, και το οποίο ήταν γραμμένο κυρίως στα φέρετρα. Η συλλογή αυτή των γραπτών είναι γνωστή ως Κείμενα των Σαρκοφάγων, και δεν ήταν προορισμένα μόνο για τα βασιλικά άτομα, αλλά βρίσκονταν και στους τάφους μη βασιλικών αξιωματούχων[127]. Στο Νέο Βασίλειο έκαναν την εμφάνιση τους πολλά ταφικά κείμενα, από τα οποία τα πιο γνωστά είναι το Βιβλίο των Νεκρών. Αντίθετα από τα παλιότερα κείμενα, περιείχε εκτεταμένες απεικονίσεις[128]. Το Βιβλίο αντιγραφόταν σε πάπυρους και πωλούνταν στους κοινούς θνητούς για να το τοποθετήσουν μαζί τους στον τάφο τους[129].
Τα Κείμενα των Σαρκοφάγων περιλαμβάνουν μέρη με λεπτομερείς περιγραφές του Κάτω Κόσμου και οδηγίες για το πώς θα αποφευχθούν οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν εκεί. Στο Νέο Βασίλειο, το υλικό αυτό αποτέλεσε βάση για αρκετά "βιβλία του επέκεινα", μεταξύ των οποίων το Βιβλίο των Πυλών, το Βιβλίο των Σπηλαίων, και το Αμντουάτ[130]. Αντίθετα από τη χαλαρή συλλογή των ξορκιών, αυτά τα βιβλία είναι αναπαραστάσεις με δομή του περάσματος του Ρα από το Ντουάτ, και κατ’ αναλογία, το ταξίδι της ψυχής του νεκρού από το βασίλειο των νεκρών. Αρχικά προορίζονταν μόνο για τους τάφους των φαραώ, αλλά κατά την Τρίτη Μεταβατική Περίοδο άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρέως[131].
Κατά την πρώτη χιλιετία π.Χ. η Αίγυπτος ήταν σημαντικά πιο ασθενέστερη από προηγούμενες περιόδους και σε αρκετά χρονικά διαστήματα την εξουσία κατείχαν ξένοι, από τους οποίους προερχόταν και ο εκάστοτε φαραώ. Η σημασία του φαραώ συνέχισε να μειώνεται, και η έμφαση στη λαϊκή λατρεία συνέχιζε να αυξάνεται. Η λατρεία ζώων, μια χαρακτηριστική αιγυπτιακή μορφή λατρείας, έγινε αυξανόμενα δημοφιλείς αυτήν την περίοδο, ίσως ως αντίδραση στην αβεβαιότητα και τις ξένες επιδράσεις της εποχής[132]. Η Ίσις απέκτησε περισσότερη δημοτικότητα ως θεά της προστασίας, μαγείας, και προσωπικής σωτηρίας, και έγινε η πιο σημαντική θεότητα της Αιγύπτου[133].
Τον 4ο αιώνα π.Χ. η αίγυπτος έγινε ελληνιστικό βασίλειο υπό τη Δυναστεία των Πτολεμαίων (305–30 π.Χ.), οι ηγεμόνες της οποίας ανέλαβαν το τίτλο του φαραώ, διατηρώντας την παραδοσιακή θρησκεία και χτίζοντας ή ανακατασκευάζοντας πολλούς ναούς. Η ελληνική άρχουσα τάξη του βασιλείου ταύτισαν αιγυπτιακές θεότητες με δικές του[134]. Από αυτόν τον διαπολιτισμικό συγκρητισμό προέκυψε για παράδειγμα και ο Σέραπις, ένας θεός που συνδύαζε τον Όσιρι και τον Άπι με χαρακτηριστικά από ελληνικές θεότητες, και έγινε πολύ δημοφιλής μεταξύ του ελληνικού πληθυσμού. Όμως, κατά το μεγαλύτερο μέρος τα δύο συστήματα πεποιθήσεων έμειναν ξέχωρα το ένα από το άλλο, και οι αιγυπτιακές θεότητες παρέμειναν αιγυπτιακές[135].
Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις της Προλεμαϊκής περιόδου άλλαξαν λίγο όταν η Αίγυπτος έγινε επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 30 π.Χ., με τους βασιλείς των Πτολεμαίων να αντικαθίστανται με αυτοκράτορες που βρίσκονταν πολύ μακριά από την Αίγυπτο[134]. Η λατρεία της Ίσιδος είχε απήχηση ακόμα και Έλληνες και Ρωμαίους έξω από την Αίγυπτο, και διαδόθηκε με την εξελληνισμένη μορφή της σε όλη την αυτοκρατορία[136]. Στην ίδια την Αίγυπτο, καθώς η αυτοκρατορία εύθηνε, οι επίσημοι ναοί παρήκμασαν, και χωρίς την επιρροή τους που είχαν λόγω κεντρικής διοίκησης οι θρησκευτικές πρακτικές κατακερματίστηκαν και πήραν τοπικό χαρακτήρα. Στο μεταξύ, ο Χριστιανισμός διαδόθηκε σε όλη την Αίγυπτο, και κατά τον 3ο και 4ο αιώνα μετά Χριστόν, διατάγματα από χριστιανούς αυτοκράτορες και η εικονοκλασία από τους τοπικούς Χριστιανούς διάβρωσαν τις παραδοσιακές πεποιθήσεις. Παρόλο που η αιγυπτιακή θρησκεία παρέμεινε στον λαό για κάποιο καιρό, η αιγυπτιακή θρησκεία σιγά-σιγά χάθηκε[137].
Κληρονομιά
Η αιγυπτιακή θρησκεία παρήγαγε ναούς και τάφους τα οποία είναι τα μνημεία της αρχαίας Αιγύπτου που έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα, αλλά επηρέασαν και άλλους πολιτισμούς. Στους φαραωνικούς καιρούς πολλά από τα σύμβολα της αρχαίας Αιγύπτου, όπως η σφίγγα και ο φτερωτός ήλιος, απορροφήθηκαν από άλλους πολιτισμούς της Μεσογείου και στην Εγγύς Ανατολή, όπως και κάποιες από τις θεότητές της, όπως ο Μπες. Οι αρχή κάποιων από αυτών των συνδέσεων είναι δύσκολο να ακολουθηθεί. Η Ελληνική έννοια των Ηλύσιων Πεδίων ίσως έχει προέρθει από την αιγυπτιακή άποψη για τη μεταθανάτια ζωή[138]. Στην ύστερη αρχαιότητα, η Χριστιανική αντίληψη της κόλασης πολύ πιθανόν επηρεάστηκε από την εικονογραφία του Ντουάτ. Οι βιβλικές αναφορές του Ιησού και της Μαρίας μπορεί να έχουν επηρεαστεί από αυτές της Ίσιδος και του Όσιρι[139]. Οι Αιγυπτιακές θρησκευτικές πεποιθήσεις επηρέασαν ή ανέδειξαν επίσης πολλά πνευματικά συστήματα εσωτερισμού τα οποία ανέπτυξαν Έλληνες και Ρωμαίοι, οι οποίοι θεωρούσαν την Αίγυπτο πηγή μυστικιστικής σοφίας. Ο Ερμητισμός για παράδειγμα, προήρθε από την παράδοση της μυστικής μαγικής γνώσης που σχετιζόταν με τον Θωθ[140].
Σύγχρονη εποχή
Ίχνη των αρχαίων πιστεύω παρέμειναν στις αιγυπτιακές λαϊκές παραδόσεις στη σύγχρονη εποχή, αλλά η επιρροή τους στις σύγχρονες κοινωνίες αυξήθηκε πολύ με την Γαλλική εκστρατεία στην Αίγυπτο και τη Συρία το 1798 και την απεικόνιση των μνημείων και της εικονογραφίας της Αιγύπτου. Ως αποτέλεσμα, οι Δυτικοί άρχισαν να μελετούν τις αιγυπτιακές θρησκευτικές πεποιθήσεις από πρώτο χέρι, και αιγυπτιακά θρησκευτικά μοτίβα υιοθετήθηκαν στη Δυτική τέχνη[141][142]. Από τότε η αιγυπτιακή θρησκεία είχε σημαντική επιρροή στη λαϊκή κουλτούρα. Λόγω του συνεχιζόμενου ενδιαφέροντος στις αιγυπτιακές θρησκευτικές πεποιθήσεις, στα τέλη του 20ου αιώνα έχουν σχηματιστεί αρκετές νέες θρησκευτικές ομάδες, οι οποίες περιγράφονται με τον όρο-ομπρέλα Κεμετισμός, και οι οποίες βασίζονται σε διαφορετικές ανακατασκευές της αρχαίας αιγυπτιακής θρησκείας[143].
↑Strong, Steven· Strong, Evan (2008). Mary Magdalene's Dreaming: A Comparison of Aboriginal Wisdom and Gnostic Scripture. University Press of America. σελ. 5. ISBN978-0-76184280-4.
Bilolo, Mubabinge (2004), Les cosmo-théologies philosophiques d'Héliopolis et d'Hermopolis. Essai de thématisation et de systématisation, Academy of African Thought, 2, Munich-Paris, sec I.
Bilolo, Mubabinge (2003), Les cosmo-théologies philosophiques de l’Égypte Antique. Problématique, prémisses herméneutiques et problèmes majeurs, Academy of African Thought, 1, Munich-Paris, sec I.
Bilolo, Mubabinge (2003), Métaphysique Pharaonique IIIème millénaire av. J.-C., Academy of African Thought, 4, Munich-Paris: C.A. Diop-Center for Egyptological Studies-INADEP, sec I.
Bilolo, Mubabinge (2004), Le Créateur et la Création dans la pensée memphite et amarnienne. Approche synoptique du Document Philosophique de Memphis et du Grand Hymne Théologique d'Echnaton, Academy of African Thought, 2, Munich-Paris, sec I.
Pinch, Geraldine (2004), Egyptian Mythology: A Guide to the Gods, Goddesses, and Traditions of ancient Egypt, Oxford University Press, ISBN0-19-517024-5.
Schulz, R; Seidel, M (1998), Egypt: The World of the Pharaohs, Cologne: Könemann, ISBN3-89508-913-3.