Ο Αρχίδαμος Γ΄ (περί το 401 π.Χ./400 π.Χ. - 338 π.Χ.), Βασιλεύς της Αρχαίας Σπάρτης από τη Δυναστεία Ευρυποντιδών (360 π.Χ. - 338 π.Χ.) ήταν γιος και διάδοχος του βασιλέως της Σπάρτης Αγησίλαου Β΄, εγγονός του Αρχιδάμου Β΄. Την εποχή που ήταν πρίγκιπας ερωμένος του ήταν ο Κλεώνυμος γιος του Σπαρτιάτη παραβάτη Σφοδρία που επιχείρησε να καταλάβει την Αρχαία Αθήνα. Με την παρέμβαση στον πατέρα του χαρίστηκε η ζωή στον Σφοδρία που είχαν καταδικάσει οι Έφοροι σε θάνατο, αυτό προκάλεσε νέο πόλεμο ανάμεσα στην Αθήνα και την Αρχαία Σπάρτη.[1] Αργότερα σαν διάδοχος του θρόνου ήταν διοικητής του Σπαρτιάτικου στρατού, μετά την ταπεινωτική ήττα από τους Θηβαίους στη Μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.) εισέβαλε στην Πελοπόννησο και κυρίευσε τις Καρυαί. Αμέσως μετά νίκησε τους Αργείτες, τους Αρκάδες και τους Μεσσήνιους στην περίφημη άδακρυς μάχη στην οποία οι Σπαρτιάτες δεν είχαν ούτε έναν νεκρό, έχασε ωστόσο από τους Αρκάδες στην Κρώμνα (364 π.Χ.).[2]
Λίγο πριν ανέβει στον θρόνο (362 π.Χ.) έδειξε μεγάλες στρατιωτικές ικανότητες όταν ο Επαμεινώνδας πολιορκούσε τη Σπάρτη. Όταν ανέβηκε στον θρόνο υποστήριξε τους Φωκείς στον Γ΄ ιερό πόλεμο απέναντι στους Θηβαίους (355 π.Χ. - 346 π.Χ.). Την ίδια εποχή βρέθηκαν σε εμφύλια σύγκρουση η Κνωσός και η Λυττός, μετέβη στην Κρήτη για να υποστηρίξει την Λυττό. Αργότερα (343 π.Χ.) η Σπαρτιάτικη αποικία στη ΣικελίαΤάραντας δέχθηκε επίθεση, τον πολιορκούσαν οι Λουκανοί και τη Μεσσάπιοι, μετέβη στην Ιταλία για να υποστηρίξει την αποικία της Σπάρτης. Στη μάχη που ακολούθησε ηττήθηκε και σκοτώθηκε από τα Ιταλικά φύλλα ανήμερα της Μάχης της Χαιρωνείας στις 7 Μεταγειτνιώνος του 338 π.Χ.. Το σώμα του όμως δεν ετάφη γιατί οι νικητές αρνήθηκαν να το παραδώσουν. Οι Σπαρτιάτες όμως ανήγειραν ανδριάντα του στην αρχαία Ολυμπία. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Άγις Γ΄, γιοι του ήταν επίσης ο Ευδαμίδας Α΄ και ο Αγησίλαος.[3]
Παραπομπές
↑Percy, William Armstrong (1998). Pederasty and Pedagogy in Archaic Greece. University of Illinois Press. σ. 88
↑Tod, Marcus Niebuhr (1911). "Archidamus s.v. 3.". In Chisholm, Hugh (ed.). Encyclopædia Britannica. Τόμ. 2 (11th ed.). Cambridge University Press. σ. 367