Σπούδασε στο Σχολαρχείο της Βοστίτσας, το οποίο διηύθυνε ο Ευστάθιος Παλαμάς, πρόγονος του μετέπειτα ξακουστού ποιητήΚωστή Παλαμά. Ο Ανδρέας έζησε για ένα διάστημα στην Κωνσταντινούπολη και επανήλθε στην Πελοπόννησο το 1816. Συνήψε φιλία με τον νέο Μόρα-Βαλεσή Σακήρ Αχμέτ και το 1818 αναγορεύτηκε επίσημα σε προεστό με έγγραφο των εκπροσώπων του καζά Βοστίτσας, επικυρωμένο από τον επίσκοπο Κερνίτσης, Προκόπιο.[1]
Προεπαναστατικά μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Πελοπίδα, και εργάστηκε για την προπαρασκευή της Επανάστασης.
Στην Επανάσταση
Μετείχε ενεργά στην Επανάσταση, όπως και οι αδελφοί του Αναστάσιος και Λουκάς. Στις 23 Μαρτίου κήρυξε την επανάσταση στο Αίγιο, εκδίωξε τους Τούρκους χωρίς μάχη και ύψωσε την πρώτη ελληνική επαναστατική σημαία. Στη διάρκεια της επανάστασης διοικούσε δικό του στρατιωτικό σώμα, με το οποίο πήρε μέρος στην πολιορκία της Πάτρας και του Μεσολογγίου.
Κατά τον Καλλίνικο Καστόρχη, ο Ανδρέας Λόντος σε συνεννόηση με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό εκφώνησε την 25 Μαρτίου του 1821 προς συμπατριώτες του τον ίδιο λόγο που εκφώνησε και ο Γερμανός στην Αγία Λαύρα Καλαβρύτων. Μετά από αυτό επικεφαλής ενόπλων συμμετείχε στην πολιορκία της Πάτρας και του Ρίου.[2]
Στην Απελευθέρωση
Μετά την Απελευθέρωση ο Λόντος παραγκωνίστηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια, γι' αυτό και πρωτοστάτησε στα αντικαποδιστριακά κινήματα. Το 1833 μετακόμισε στο Ναύπλιο, προκειμένου να συναντήσει τον βασιλιάΌθωνα κατά την άφιξή του. Το 1835 ο Όθων τον διορίζει συνταγματάρχη και στη συνέχεια στρατιωτικό επιθεωρητή. Κατά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου ο Λόντος έλαβε ενεργά μέρος, όντας αρχηγός του Αγγλικού κόμματος. Μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου διορίστηκε αντιπρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης, ενώ στη συνέχεια χρημάτισε ΥπουργόςΣτρατιωτικών & Εσωτερικών στην επαναστατική κυβέρνηση. Με την άνοδο όμως του Ιωάννη Κωλέττη, ο Λόντος εκδιώχθηκε και έχασε όλα του τα αξιώματα.
Τα οικονομικά προβλήματα και το τέλος
Τα οικονομικά του προβλήματα αλλά και η μεγάλη πίκρα του για την πολιτική του αποτυχία τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Έθεσε τέλος στη ζωή του στις 24 Σεπτεμβρίου1845 στο σπίτι του στην Αθήνα. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Αίγιο και συγκεκριμένα στο σπίτι του αδερφού του Λουκά στις 15 Οκτωβρίου, αλλά δεν τάφηκε με εκκλησιαστικό τελετουργικό εξαιτίας της απαγόρευσης που είχε επιβληθεί από την Κυβέρνηση Κωλέττη. Τελικά η κηδεία του πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβριο του 1847, αμέσως μετά το θάνατο του Κωλέττη.
↑Γιανναροπούλου Ιωάννα, Επιτάφιος εις Χριστόδουλον Μελετόπουλον, Πελοποννησιακά, τομ. Ζ' (1969-1970), σελ. 405, 406.
Σελ. 405: "και ο αοίδιμος μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός κρατών την σημαίαν του Σταυρού εις τας χείρας την 25 Μαρτίου του έτους 1821 εφώνησε εις τα παρακαλούντα αυτόν πνευματικά τέκνα, τα εσθίοντα άρτον οδύνης, "εγείρεσθε μετά το καθήσθαι οι εσθίοντες άρτου οδύνης". Και αμέσως ηγέρθησαν όλα αναλαβόντα μετ' ενθουσιασμού τον υπέρ πίστεως και πατρίδος αγώνα. Τον λόγον τούτον ειπών κατά συνεννόησιν και ο αοίδιμος Ανδρέας Λόντος την αυτήν ημερομηνίαν προς τους συνεπαρχιώτας αυτού, ήγειρεν αυτούς ...".
Σημ.: Η φράση "εγείρεσθε μετά το καθήσθαι ..." είναι από τους Ψαλμούς, ρκστ' (126).
Πηγές
Πελοποννήσιοι αγωνιστές του 1821, Νικηταρά απομνημονεύματα, Φωτάκου, εκδόσεις Βεργίνα, Αθήνα 1996.
Φωτάκου απομνημονεύματα, εκδόσεις Βεργίνα, 1996
Ιστορία της Ελληνικής επανάστασης, Σπυρίδωνος Τρικούπη, Εκδόσεις Νέα Σύνορα-Λιβάνη, Αθήνα 1993