Ο Αγαθάγγελος Κωνσταντινίδης - Μάγνης (κατά κόσμον Στυλιανός Κωνσταντινίδης, 27 Δεκεμβρίου1864 – 16 Αυγούστου1935) ήταν εκκλησιαστική μορφή των αρχών του 20ού αιώνα, που διετέλεσε Μητροπολίτης πολλών επαρχιών[2].
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας (εξ'ού και το προσωνύμιο Μάγνης) και φοίτησε στη Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία αποφοίτησε το 1886. Χειροτονήθηκε διάκονος από τον Εφέσου Αγαθάγγελο, συμπατριώτη και προστάτη του, του οποίου έγινε και αρχιδιάκονος. Εργάστηκε ως καθηγητής σε σχολαρχείο και ιεροκήρυκας. Από το 1892 ως το 1896 σπούδασε νομικά στο Βερολίνο και το Παρίσι[3][4] και έζησε και 4 μήνες στο Λονδίνο για να μάθει αγγλικά. Με την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη (Οκτώβριος 1896) δίδαξε νομικά στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης.
Το 1901 εξελέγη Μητροπολίτης Γρεβενών. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ανέπτυξε έντονη εθνική δράση συνεργαζόμενος με το ελληνικό προξενείο[3]. Η γενικότερη στάση του προκάλεσε την αντίδραση των οθωμανικών αρχών που πέτυχαν την ανάκλησή του στην Κωνσταντινούπολη δύο φορές, με αποτέλεσμα το 1910 το Πατριαρχείο να αναγκαστεί να τον μεταθέσει στη Μητρόπολη Δράμας[3]. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, από τις 21 Ιουλίου 1916 έως το 1919, αναγκάστηκε να μείνει στη Θεσσαλονίκη, καθώς η Δράμα βρισκόταν στα χέρια των Βουλγάρων. Κατά τον Εθνικό Διχασμό υποστήριξε τη βασιλική παράταξη. Ανέπτυξε εκτεταμένη δράση κατά της βουλγαρικής κατοχής. Επέστρεψε στη Δράμα τον Ιούνιο του 1919, μετά από έγκριση της Ελληνικής Κυβέρνησης και άδεια της Ιεράς Συνόδου. Το 1920, ζήτησε και έλαβε την έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τη μεταφορά των οστών του Πατριάρχη Νεοφύτου Η΄ στη Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης.
Το 1922 εξελέγη Μητροπολίτης Νεοκαισαρείας και το 1924 Μητροπολίτης της νεοϊδρυθείσας Μητρόπολης Πριγκηποννήσων. Στην πατριαρχική εκλογή της 1ης Ιουλίου 1925, οι τουρκικές αρχές αντέδρασαν σε τυχόν υποψηφιότητά του, λόγω της θητείας του σε Μητροπόλεις της ελληνικής επικράτειας[5]. Το 1927 εξελέγη Μητροπολίτης Χαλκηδόνας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1932, οπότε και παραιτήθηκε για λόγους υγείας. Το ίδιο έτος η Πατριαρχική Σύνοδος του απένειμε τον τίτλο του Μητροπολίτη Εφέσου[4][3].