Ο Όσκαρ Ρομέρο γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1917 στην περιοχή Σιουδάρ Μπάριος (Ciudad Barrios) του Ελ Σαλαβαδόρ και είχε πέντε αδελφούς και δύο αδελφές. Ο πατέρας του ήταν διευθυντής του τοπικού τηλεγραφείου και ο Ρομέρο φοίτησε στο τοπικό δημόσιο σχολείο μέχρι την ηλικία των δώδεκα ετών. Ο πατέρας του τον εκπαίδευε ώστε να γίνει ξυλουργός, αλλά αυτός στα δεκατρία του αισθάνθηκε την κλίση να γίνει ιερέας.[11] Άρχισε τις σπουδές του στο θεολογικό σεμινάριο στην πόλη Σαν Μιγκέλ και στη συνέχεια στην πρωτεύουσα Σαν Σαλβαδόρ. Το 1937 μετέβη στη Ρώμη για σπουδές και το 1941 απέκτησε το πτυχίο Θεολογίας.[12] Ωστόσο, λόγω του νεαρού της ηλικίας του, δεν μπορούσε ακόμη να χειροτονηθεί.
Τα χρόνια της ιεροσύνης
Το 1942 χειροτονήθηκε στη Ρώμη ιερέας της Καθολικής Εκκλησίας και παρέμεινε εκεί μέχρι το 1944. Την χρονιά εκείνη επέστρεψε στο Ελ Σαλβαδόρ και τα επόμενα χρόνια υπηρέτησε ως εφημέριος σε ενορίες της πατρίδας του και παράλληλα ασκούσε και διοικητικά καθήκοντα. Δημιούργησε πέντε ραδιοφωνικούς σταθμούς για να φτάνει το κήρυγμα και στους αγρότες. Το 1970 έγινε βοηθός Επίσκοπος στην Αρχιεπισκοπή του Σαν Σαλβαδόρ και το 1974 Επίσκοπος του Σαντιάγκο ντε Μαρία, επισκοπή που περιελάμβανε και τη γενέτειρά του.[12] Στην επισκοπή του ο Ρομέρο ήρθε αντιμέτωπος με τη φτώχεια και την καταπίεση των αγροτών από το στρατιωτικό καθεστώς το οποίο με βασανισμούς και δολοφονίες επιδίωκε να καταπνίξει κάθε φωνή διαμαρτυρίας. Όταν το 1975 η εθνοφρουρά σκότωσε πέντε άνδρες στο χωριό Τρες Κάλες, ο Ρομέρο διαμαρτυρήθηκε στον επικεφαλής της χούντας και κινητοποιήθηκε για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ενίσχυση των φτωχών της επισκοπής του.[12]
Ωστόσο, όταν το 1977 επιλέχθηκε για αρχιεπίσκοπος του Ελ Σαλβαδόρ θεωρήθηκε ότι θα ήταν ένας συντηρητικός αρχιερέας, ο οποίος δεν θα υποστήριζε τη Θεολογία της Απελευθέρωσης και θα διέκοπτε την υποστήριξη των κληρικών προς τα κοινωνικά αιτήματα των φτωχών της χώρας. Κληρικοί, οπαδοί της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, είχαν δημιουργήσει στις αγροτικές περιοχές τις "εκκλησιαστικές κοινότητες βάσης" οι οποίες θεωρούνταν χώροι ανάπτυξης κινημάτων που διεκδικούσαν περισσότερα δικαιώματα για τους φτωχούς.[13]
Τρεις εβδομάδες μετά την τοποθέτησή του ως επικεφαλής της Καθολικής Εκκλησίας του Ελ Σαβαδόρ θεωρείται ότι η δολοφονία του φίλου του ιερέα Ρουτίλο Γκράντε μαζί με δύο ακόμη κληρικούς τον συντάραξε και τον έκανε να λάβει αποφασιστικά θέση ενάντια στην καταπίεση και στη βαρβαρότητα του καθεστώτος.[14] Ζητούσε επίμονα τη διαλεύκανση της υπόθεσης και στα κηρύγματά του έκανε λόγο συνεχώς για την ανάγκη απελευθέρωσης των καταπιεσμένων και των κατατρεγμένων, ενώ συνεχείς ήταν και οι διαμαρτυρίες του για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.[12] Ο Ρομέρο έλαβε αποφασιστικά το μέρος των φτωχών χωρικών και προσπάθησε να βοηθήσει τα θύματα των βιαιοπραγιών και τις οικογένειές τους.
Στα εβδομαδιαία κηρύγματά του ερμήνευε τα χριστιανικά κείμενα υπό το πρίσμα της κατάστασης που επικρατούσε στο Ελ Σαλβαδόρ και εκτός από τα εκκλησιαστικά νέα, ανακοίνωνε κάθε φορά δημόσια και τις περιπτώσεις βίας και δολοφονιών που είχαν γίνει την εβδομάδα που πέρασε.[15] Ο ραδιοφωνικός σταθμός της Εκκλησίας αναμετέδιδε ζωντανά τις ομιλίες του, οποίες είχαν μεγάλη ανταπόκριση και για αυτό οι παρακρατικοί τον ανατίναξαν δέκα φορές μέσα σε τρία χρόνια.[13]
Η δολοφονία του Όσκαρ Ρομέρο
Το 1979 στο Ελ Σαλβαδόρ έγινε νέο στρατιωτικό πραξικόπημα και η ανασχηματισμένη χούντα που εγκαθιδρύθηκε εξαπέλυσε τα λεγόμενα "τάγματα θανάτου", τα οποία ήταν παραστρατιωτικές ομάδες οι οποίες βασάνιζαν, δολοφονούσαν και εξαφάνιζαν όσους θεωρούσαν πολιτικούς αντιπάλους και οι συγκρούσεις με τις ακροαριστερές ομάδες εξελίχθηκαν σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου στο Ελ Σαλαβδόρ οι κληρικοί έγιναν στόχος δολοφονικών επιθέσεων και συχνά στους τοίχους αναγραφόταν το σύνθημα "Γίνε πατριώτης-σκότωσε έναν παπά" καθώς οι ακροδεξιοί κατηγορούσαν τους ιερείς ότι ταυτίζονταν με τους φτωχούς και τα κοινωνικά αιτήματά τους.[16]
Τον Φεβρουάριο του 1980 ο Ρομέρο έστειλε ανοιχτή επιστολή στον Αμερικανό πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ ζητώντας του να σταματήσει την παροχή στρατιωτικής βοήθειας στο Ελ Σαλβαδόρ. Στις 9 Μαρτίου έγινε στόχος δολοφονικής απόπειρας καθώς βρέθηκε μία βαλίτσα με εκρηκτικά στην Αγία Τράπεζα του ναού που θα ιερουργούσε.[17] Την Κυριακή 23 Μαρτίου αφού έκανε έναν απολογισμό όλων των δολοφονιών που είχαν γίνει κατά τη διάρκεια της προηγούμενης εβδομάδας, έκλεισε το κήρυγμά του καλώντας τους στρατιώτες να υπακούσουν στο νόμο του Θεού και όχι στις διαταγές που τους ζητούν να σκοτώνουν τους αδελφούς τους.[18]
Το απόγευμα της 24ης Μαρτίου1980 τέλεσε τη Θεία Λειτουργία στο παρεκκλήσιο ενός νοσοκομείου και στο κήρυγμά του παρομοίαζε όσους υπηρετούν τους φτωχούς με τον σπόρο που πεθαίνει, αλλά αποφέρει μεγάλη σοδειά. Λίγο λεπτά αργότερα έπεσε νεκρός κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας από τις σφαίρες ενόπλου που εισέβαλε στο ναό. Η δολοφονία του δεν διαλευκάνθηκε ποτέ επαρκώς, αλλά αποδίδεται σε πληρωμένους δολοφόνους των παραστρατιωτικών ομάδων.[19][20]
Η κηδεία του έγινε στον καθεδρικό ναό του Σαν Σαλβαδόρ στις 30 Μαρτίου, όπου συγκεντρώθηκαν 50.000 άνθρωποι, αλλά εξελίχθηκε σε σφαγή καθώς άγνωστοι άρχισαν να πυροβολούν και να πετούν εκρηκτικά στο πλήθος με αποτέλεσμα 40 να σκοτωθούν και εκατοντάδες να τραυματιστούν. Η σορός του Ρομέρο ενταφιάστηκε στην κρύπτη κάτω από το ιερό του καθεδρικού ναού.[12]
Η δολοφονία του προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό.
Τον Μάιο του 2015 κατά την τελετή ανακήρυξης του Ρομέρο ως οσίου, που πραγματοποιήθηκε στο Σαν Σαλβαδόρ - πλατεία Σαλβαδόρ ντε Μούντο - ενώπιον δεκάδων χιλιάδων πιστών από ολόκληρο τον κόσμο, δύο νέοι με το πρόσωπο καλυμμένο κρατούσαν ένα πανό που έγραφε "ο δολοφόνος έχει όνομα: Ρομπέρτο ντ' Ομπουισόν" - ένας στρατιωτικός διοικητής και ηγέτης της δεξιάς που αναγνωρίσθηκε το 1993, δηλαδή ένα χρόνο μετά το θάνατό του, από μια Επιτροπή Αλήθειας του ΟΗΕ ως ο άνθρωπος που παρήγγειλε το φόνο.[21]
Ο δράστης της δολοφονίας ουδέποτε βρέθηκε.
Αγιοκατάταξη
Ο Ρομέρο θεωρήθηκε μάρτυρας και έγινε σύμβολο για πολλούς Χριστιανούς, ωστόσο η προσπάθεια να γίνει η αγιοκατάταξή του διήρκεσε αρκετά χρόνια καθώς υπήρχαν αντιδράσεις από συντηρητικούς κύκλους της Καθολικής Εκκλησίας, οι οποίοι υποστήριζαν ότι δολοφονήθηκε για πολιτικούς λόγους.
Ο Πάπας Φραγκίσκος, σε αντίθεση με τους προκατόχους του που ήταν διστακτικοί στο να τον ανακηρύξουν άγιο επειδή τον θεωρούσαν φίλα προσκείμενο προς τη Θεολογία της Απελευθέρωσης, το 2015, τριάντα πέντε χρόνια μετά τη δολοφονία του, τον ανακήρυξε Όσιο της Καθολικής Εκκλησίας, ένα προστάδιο πριν την αγιοκατάταξη, δηλώνοντας ότι δολοφονήθηκε λόγω μίσους προς την πίστη του[22][23][24]. Υπολογίζεται ότι περίπου 300.000 άνθρωποι και αντιπροσωπίες από 57 χώρες συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Σαλβαδόρ ντελ Μούντο του Σαν Σαλβαδόρ για να παρακολουθήσουν την ανακήρυξή του σε Όσιο.[25]
Στις 7 Μαρτίου 2018 η Καθολική Εκκλησία, σύμφωνα με το τυπικό που ακολουθεί, αφού πρώτα αναγνώρισε την τέλεση θαύματος που αποδίδεται στον Ρομέρο στη συνέχεια ο Πάπας Φραγκίσκος αποφάσισε να τον ανακηρύξει άγιο.[26][27] ο Πάπας εξήρε τον ρωμαιοκαθολικό κληρικό καθώς όπως δήλωσε υποστήριξε με σθένος την επικράτηση της ειρήνης την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, γιατί θυσίασε τη δική του ασφάλεια, για να βρίσκεται κοντά στους φτωχούς και το ποίμνιο του. Η αγιοκατάταξη του Ρομέρο ολοκληρώθηκε με τη δημόσια ανακήρυξή του σε άγιο που έλαβε χώρα στις 14 Οκτωβρίου 2018 στην πλατεία του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό μπροστά σε 60.000 πιστούς[28]. Στην τελετή, ο Πάπας Φραγκίσκος φορούσε τη ματωμένη ζώνη που φορούσε ο Ρομέρο την ημέρα της δολοφονίας του.[29]