Ο Σρέντινγκερ γεννήθηκε στις 12 Αυγούστου 1887 στη Βιέννη, μοναδικό παιδί του Ρούντολφ Σρέντινγκερ και της Έμιλι Μπάουερ, θυγατέρας του Αλεξάντερ Μπάουερ, καθηγητή του της Χημείας στο Πολυτεχνείο της Βιέννης. Ο Ρούντολφ καταγόταν από Βαυαρική οικογένεια που είχε αρκετές γενεές πριν, εγκατασταθεί στη Βιέννη. Ο Ρούντολφ είχε κληρονομήσει ένα μικρό εργοστάσιο λινελαίου, στο οποίο και εργαζόταν. Η μητέρα του Έρβιν ήταν κατά το ήμισυ Βρετανή. Ως αποτέλεσμα, ο μικρός Έρβιν έμαθε από μικρός τόσο αγγλικά όσο και γερμανικά, καθώς στο σπίτι του μιλούσαν και τις δύο γλώσσες. Ωστόσο, δε φοίτησε σε σχολείο μέχρι την ηλικία των 10 ετών, αλλά δεχόταν κατ' οίκον μαθήματα από ιδιώτη εκπαιδευτή. Το φθινόπωρο του 1898 εγγράφηκε στο Akademisches Gymnasium αφού πραγματοποίησε ένα μακράς διαρκείας ταξίδι στην Αγγλία με τη μητέρα του. Αποφοίτησε το 1908 και την ίδια χρονιά εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης για να σπουδάσει Θεωρητική Φυσική. Οι παραδόσεις του καθηγητή του Φριτς Χάζενερλ (Fritz Hasenöhrl), διάδοχο του Μπόλτσμαν (Bolzmann), επηρέασαν σημαντικά τον νεαρό Έρβιν. Το 1910 έλαβε το διδακτορικό του (θέμα της διατριβής του ήταν «Περί ηλεκτρικής αγωγιμότητας στην επιφάνεια μονωτών σε υγρή ατμόσφαιρα»[6].
Τα ποικίλα ενδιαφέροντα
Ο Σρέντινγκερ είχε πολλά και ποικίλα ενδιαφέροντα, ήδη από την εποχή της φοίτησής του στο Γυμνάσιο. Του άρεσαν οι επιστημονικές αρχές, αλλά εκτιμούσε την αυστηρή λογική της γραμματικής της παλαιάς γερμανικής γλώσσας και ποίησης. Απεχθανόταν την αποστήθιση και την αυστηρή εκμάθηση μόνον από βιβλία. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του έγινε βοηθός του καθηγητή Φραντς Έξνερ (Franz Exner), καθοδηγώντας την πρακτική εξάσκηση των φοιτητών. Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου κλήθηκε να υπηρετήσει και τοποθετήθηκε ως αξιωματικός σε μονάδα πυροβολικού. Με τη λήξη του πολέμου επέστρεψε στην εργασία του και, το 1920, έλαβε ακαδημαϊκή θέση ως βοηθός του Καθηγητή Μαξ Βιν (Max Wien). Στη συνέχεια έγινε έκτακτος καθηγητής στη Στουτγάρδη και τακτικός καθηγητής στο Μπρέσλαου (σημ. Βρότσουαφ). Ακολούθησε η ανάληψη της θέσης του Καθηγητή στη Ζυρίχη, όπου εγκαταστάθηκε για έξι χρόνια. Η περίοδος αυτή ήταν ίσως η πιο γόνιμη γι' αυτόν, καθώς ασχολήθηκε με πολλά θέματα Θεωρητικής Φυσικής, κυρίως με θέματα θερμότητας και θερμοδυναμικής (τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η θεωρία του Μπόλτσμαν). Ασχολήθηκε, επίσης, και με θέματα οπτικής και φυσιολογίας των χρωμάτων, συνέπεια των επαφών του με τον συνάδελφο και φίλο του Κολράους (Kohlrausch), τον Έξνερ και τις διαλέξεις του Χέλμχολτς (Helmholtz). Στο τέλος αυτής της περιόδου έκανε και μια από τις πλέον σημαντικές ανακαλύψεις του, γνωστή ως κυματική Εξίσωση του Σρέντινγκερ (πρώτο ήμισυ του 1926). Αυτή η ανακάλυψη έγινε επειδή οι κβαντικές συνθήκες του Μπορ δεν τον ικανοποιούσαν. Ο Σρέντινγκερ πίστευε ότι η λύση σχετιζόταν με το πρόβλημα των χαρακτηριστικών ριζών (eigenvalue problem). Γι' αυτή του την εργασία ο Σρέντινγκερ τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ το 1933, από κοινού με τον Πολ Ντιράκ (Paul Dirac).
Στο Βερολίνο
Το 1927 ο Σρέντινγκερ μετακόμισε στο Βερολίνο όπου αντικατέστησε τον Μαξ Πλανκ. Η γερμανική πρωτεύουσα ήταν, εκείνη την εποχή, επίκεντρο μεγάλης επιστημονικής δραστηριότητας. Ωστόσο, όταν το 1933 στην εξουσία ανέβηκε το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ, ο Σρέντινγκερ αποφάσισε ότι δεν του ήταν πλέον δυνατό να ζήσει στη Γερμανία και μετακόμισε, αυτή τη φορά στην Αγγλία. Ανέλαβε μια θέση στην Οξφόρδη, όταν το 1934 του προτάθηκε μόνιμη θέση από το Πανεπιστήμιο Πρίνστον στις ΗΠΑ, την οποία όμως δεν δέχτηκε. Το 1936 του προτείνεται θέση στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς και ο Σρέντινγκερ δέχεται, κυρίως επειδή νοσταλγούσε την πατρίδα του, πράγμα που υπερνίκησε την φρόνηση του. Το 1938 όμως, η Αυστρία προσαρτάται στο Χιτλερικό Ράιχ και ο Σρέντινγκερ βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, επειδή η φυγή του από τη Γερμανία το 1933 θεωρήθηκε ως εχθρική προς το Ράιχ πράξη. Κατάφερε να διαφύγει αρχικά στην Ιταλία, απ' όπου επανήλθε στην Οξφόρδη και ύστερα στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης (Ghent). Μετά από σύντομη παραμονή εκεί τοποθετήθηκε ως Διευθυντής της Σχολής Θεωρητικής Φυσικής στο Ίδρυμα Ανωτάτων Σπουδών, που μόλις είχε δημιουργηθεί στο Δουβλίνο (Ιρλανδία). Παρέμεινε εκεί ως το 1955, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.[7]