Οι Έλληνες στην προ-Ρωμαϊκή Γαλατία έχουν σημαντική ιστορία αποικισμού, εμπορίου, πολιτιστικής επιρροής αλλά και ένοπλων συγκρούσεων στην κελτική επικράτεια της Γαλατίας (σύγχρονη Γαλλία), ξεκινώντας από τον 6ο αιώνα π.Χ., κατά τον Β' ελληνικό αποικισμό.
Μετά την ίδρυση του μεγάλου εμπορικού κέντρου της Μασσαλίας το 600 π.Χ. από τους ΈλληνεςΦωκαείς, η επιρροή τους αυξήθηκε, όπως και η αλληλεπίδραση με τους λαούς της περιοχής. Ορμώμενοι από τη Μασσαλία, οι Φωκαείς ίδρυσαν επίσης και άλλες αποικίες, όπως τις πόλεις Εμπόριο και Ρόδη στη βορειοανατολική Ισπανία.
Μασσαλία
Η παλαιότερη πόλη της σύγχρονης Γαλλίας, η Μασσαλία, ιδρύθηκε περίπου το 600 π.Χ. ως (αρχαία) Μασσαλία από Έλληνες από την πόλη Φώκαια της Μικράς Ασίας (όπως αναφέρουν ο Θουκυδίδης ο Στράβων, ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης και ο Ιουστίνος) ως εμπορικός σταθμός (ελληνικά: ἐμπόριον) με το όνομα Μασσαλία, ο πιο εκτεταμένος ελληνικός οικισμός στην προ-Ρωμαϊκή Γαλατία.
Σύμφωνα με τον μύθο για την ίδρυση της πόλης, που αναφέρεται από τον Αριστοτέλη τον 4ο αιώνα π.Χ. καθώς και από τον Λατίνο Πομπήιο Τρόγο, ο Φωκαεύς Πρώτης, γιος του Ευξήνου, παντρεύτηκε την Γύπτιδα, κόρη του βασιλιά των Σεγοβρίγων Νάνου, ο οποίος του παραχώρησε ένα τμήμα γης για να ιδρύσει πόλη.[1] Ερείπια της ελληνικής πόλης και του αρχαίου λιμανιού έχουν ανασκαφεί εν μέρει σε διάφορα σημεία της σύγχρονης Μασσαλίας. Οι ΈλληνεςΦωκαείς εισήγαγαν τη λατρεία της θεάς Αρτέμιδος, όπως και στις άλλες αποικίες τους.[2]
Οι επαφές με τη Δυτική Μεσόγειο είχαν αρχίσει ακόμη νωρίτερα, καθώς Ίωνες Έλληνες είχαν εμπορικές δραστηριότητες μέχρι την Ισπανία, αλλά ελάχιστες μαρτυρίες υπάρχουν από εκείνη την προηγούμενη περίοδο. Οι επαφές αναπτύχθηκαν αναμφίβολα από το 600 π.Χ., μεταξύ των Κελτών, των Λιγύρων και των Ελλήνων της Μασσαλίας. Σύμφωνα με τον ιστορικό Τσάρλς Έμπελ, η Mασσαλία δεν ήταν μια απομονωμένη ελληνική πόλη, αλλά είχε αναπτύξει τη δική της «αυτοκρατορία» κατά μήκος των ακτών της νότιας Γαλατίας μέχρι τον 4ο αιώνα[3] και είχε πάνω από δώδεκα πόλεις στο δίκτυό της στη σημερινή Γαλλία, την Ισπανία, το Μονακό και την Κορσική με κυριότερες τις: Αγκντ, Νίκαια, Αντίμπ, Μονακό, Εμπόριο, Ρόδη,[4] και στο νησί της Κορσικής την Αλαλία.[5]
Οι Έλληνες της Μασσαλίας έρχονταν σε συχνές συγκρούσεις με τους Γαλάτες και Λίγυρες της περιοχής, και ναυμαχίες εναντίον των Καρχηδονείων στα τέλη του 6ου αιώνα (Θουκυδίδης 1,13) και πιθανώς το 490 π.Χ., και σύντομα συνήψαν συνθήκη με τη Ρώμη.
Ελληνικό εμπόριο στη Γαλατία
Οι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στις ακτές της νότιας Γαλατίας, βρίσκονταν σε στενές σχέσεις με τους κατοίκους της περιοχής, και κατά τα τέλη του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ. άρχισαν το εμπόριο προς τα βόρεια κατά μήκος της κοιλάδας του Ροδανού και των ποταμών Σον και Ιζέρ. Κεραμικά της Μασσαλίας ανακαλύφθηκαν στον σημερινό νομό Ωτ-Αλπ και ακόμη βορειότερα στο Λονς-λε-Σωνιέ, χάλκινα βέλη βρέθηκαν στη βόρεια Γαλλία και αμφορείς από τη Μασσαλία και αττικά αγγεία στον αρχαιολογικό τύμβο του Μον Λασουά, στο νομό Κοτ-ντ'Ορ, όπως ο περίφημος κρατήρας στον τάφο του Βιξ, εισαγόμενο ελληνικό δοχείο ανάμειξης κρασιού από το 500 π.Χ., που επιβεβαιώνουν τις εμπορικές συναλλαγές της περιόδου.[6]
Η μητρόπολη Φώκαια καταστράφηκε από τους Πέρσες το 545 π. Χ., ενισχύοντας περαιτέρω την έξοδο του πληθυσμού προς τις αποικίες της Δυτικής Μεσογείου, με τις οποίες οι εμπορικοί δεσμοί ήταν εκτεταμένοι, σε σίδηρο, μπαχαρικά, σιτάρι και σκλάβους.[7]
Το χερσαίο εμπόριο με τις κελτικές χώρες πέρα από την περιοχή της Μεσογείου μειώθηκε περίπου από το 500 π.Χ. αλλά η ελληνική αποικία της Μασσαλίας παρέμεινε δραστήρια τους επόμενους αιώνες. Γύρω στο 325 π.Χ., ο Πυθέας ο Μασσαλιώτης έκανε ένα ταξίδι εξερεύνησης στη βορειοδυτική Ευρώπη μέχρι τον Αρκτικό Κύκλο ξεκινώντας από την πόλη του Μασσαλία. Οι ανακαλύψεις του συνέβαλαν στη δημιουργία των αρχαίων παγκόσμιων χαρτών από τους αρχαίους ιστορικούς και γεωγράφους Δικαίαρχο, Τίμαιο και Ερατοσθένη, καθώς και στον προσδιορισμό των γεωγραφικών συντεταγμένων.[8]
Η τεχνοτροπία των τέχνεργων του πολιτισμού Λα Τεν, που είναι διακοσμημένα με φυτά, σε αντίθεση με το γεωμετρικό στιλ της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου στην Ευρώπη, μπορεί να εξηγηθεί ως αναπαραγωγή μοτίβων από εισαγόμενα αντικείμενα ελληνικής ή ετρουσκικής προέλευσης.[9]
Αργυρή δραχμή της Μασσαλίας, 375–200 π.Χ. στη μία όψη παρουσιάζει τη θεά Άρτεμη και στην άλλη λέοντα με την επιγραφή ΜΑΣΣΑ[ΛΙΩΤΩΝ]
Νόμισμα των Βενετών με ελληνικές επιρροές, 5ος-1ος αι. π.Χ.
Τα κελτικά νομίσματα στη Γαλατία εμφανίστηκαν τον 4ο αιώνα π.Χ. και, επηρεασμένα από το εμπόριο με τους Έλληνες αρχικά αντιγράφουν τα ελληνικά σχέδια. Ελληνικό νόμισμα εμφανίστηκε στις τρεις ελληνικές πόλεις, τη Μασσαλία, το Εμπόριο και τη Ρόδη και αντιγράφηκαν σε ολόκληρη τη νότια Γαλατία.
Τα κελτικά νομίσματα έφεραν συχνά ελληνικά θέματα, όπως την κεφαλή του Απόλλωνα στο εμπρόσθιο τμήμα και στο πίσω μέρος το άρμα με τα δύο άλογα του χρυσού στατήρα του Φίλιππου Β', αλλά ανέπτυξαν τη δική τους τεχνοτροπία από αυτή τη βάση, δημιουργώντας έτσι μια σύνθεση Ελληνο-Κελτική.
Μετά από αυτήν την πρώτη περίοδο κατά την οποία τα κελτικά νομίσματα αναπαράγουν με πιστό τρόπο ελληνικούς τύπους, τα σχέδια άρχισαν να γίνονται πιο συμβολικά, όπως φαίνεται από το νόμισμα των Παρισίων στη βόρεια Γαλλία. Μέχρι τον 2ο αιώνα π.Χ., το ελληνικό άρμα είχε μετατραπεί μόνο σε έναν συμβολικό τροχό.
Με τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Γαλατίας, τα ελληνικής επιρροής κελτικά νομίσματα άρχισαν να ενσωματώνουν τη ρωμαϊκή επιρροή, μέχρι που εξαφανίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από τα ρωμαϊκά νομίσματα.