Ήταν υιός του Αλμπέρτο, που έγινε βαρόνος το 1835 και της Marta Borgnis di Mannheim. Αδελφοί του ήταν ο επίσης ζωγράφος Ενρίκο Γκάμπα (Enrico Gamba) και ο Αλμπέρτο, ιατρός. Ο Φραντσέσκο άρχισε τις σπουδές του στη Νομική όμως σύντομα της εγκατέλειψε για να κάνει ταξίδια μεγάλης διάρκειας με πλοία γύρω από την Ευρώπη και τη Μεσόγειο. Επέστρεψε στο Τορίνο για να φοιτήσει στην Accademia Albertina και το 1842 συμμετείχε σε Έκθεση στην πόλη αυτή.
Στην Έκθεση του 1846 παρουσίασε αριθμό πινάκων με τοπία που αντανακλούσαν τα πολυάριθμα ταξίδια του. Τα επόμενα χρόνια συνέχισε να ταξιδεύει στην Ευρώπη και να φιλοτεχνεί έργα ζωγραφικής. Επισκέφθηκε μεταξύ των άλλων τη Γερμανία, τη Γαλλία, τη Βρετανία, την Ολλανδία και τη Νορβηγία. Στα 1845-1855 συνάντησε τους καλλιτέχνες τοπίων των Σχολών του Φονταινεμπλώ και του Ντίσελντορφ και επηρεάστηκε από τους ζωγράφους θαλάσσιων τοπίων Αντρέας Άχενμπαχ (Andreas Achenbach) και Χέρμαν Μέβιους (Hermann Mevius). Προτιμούσε να εργάζεται έξω και όχι περιορισμένος σε κάποιο στούντιο, όπως και οι ζωγράφοι της ομάδας Macchiaioli. Επίσης ήταν φίλος με τον Φερντινάντο Αρμπόριο ντι Μπρέμε (Ferdinando Arborio Gattinara di Breme). Το 1855 συμμετείχε στην αναμόρφωση της Albertina.
Κάποια από τα αξιόλογα έργα του είναι: Το παλιό κανάλι του Ανσί (1847), Η ακτή της Οστένδης (1852) και η Τρικυμισμένη νορβηγική ακτή (1856).[6] His Veduta di Moncalieri (1853) is housed in the royal Castello of Agliè.[7]
Στα τέλη του 1869 έγινε διευθυντής της Βασιλικής Πινακοθήκης. Επίσης έγραψε για το έργο του ζωγράφου Ντεφεντέντε Φερράρι (Defendente Ferrari). Ανάμεσα στους αξιόλογους μαθητές του συγκαταλέγονται οι Άντζελο Μπεκαρία (Angelo Beccaria), Κάρλο Πιατσέντσα (Carlo Piacenza) και Τζουζέπε Καμίνο (Giuseppe Camino).