* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα.
† Συμμετοχές (Γκολ).
Ο Φέρεντς Ντέακ (ουγγρικά: Deák Ferenc, 16 Ιανουαρίου 1922 – 18 Απριλίου 1998) ήταν Ούγγροςποδοσφαιριστής που αγωνιζόταν ως κεντρικός επιθετικός. Είναι κάτοχος του ρεκόρ Ευρώπης για τα περισσότερα τέρματα πρωταθλήματος πρώτης κατηγορίας σε μία αγωνιστική περίοδο με 66.[1] Με τουλάχιστον 796 γκολ σε επίσημους αγώνες κατά τη διάρκεια της καριέρας του, είναι ένας από τους μεγαλύτερους σκόρερ όλων των εποχών έχοντας μία από τις υψηλότερες αναλογίες τερμάτων ανά αγώνα.[2][3][4]
Βιογραφία
Πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1922 στη Βουδαπέστη. Ως έφηβος, εργαζόταν στον οικογενειακό φούρνο και ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο ως τερματοφύλακας σε ηλικία 13 ετών. Ωστόσο, δέχθηκε ένα πολύ ισχυρό σουτ στο κεφάλι, έχασε επίσης τη συνείδησή του, οπότε του απαγορεύτηκε η ενασχόληση με το άθλημα από την οικογένειά του. Ωστόσο, αυτός συνέχισε να παίζει ποδόσφαιρο. Ο προπονητής της Φερεντσβάρος κατάφερε να πείσει τους γονείς ότι ο έφηβος θα μπορούσε να συνεχίσει το παιχνίδι, με την προϋπόθεση ότι θα άλλαζε θέση.[5]
Καριέρα σε συλλόγους
Συνέχισε ως επιθετικός, κάνοντας το ντεμπούτο του το 1938 με τη δεύτερη ομάδα της Σεντλόριντς ΑΚ του προαστίου Πεστσεντλόριντς της τρίτης κατηγορίας στις 11 Ιουνίου 1938, σε αγώνα που τελικά αναβλήθηκε. Την αγωνιστική περίοδο 1939–40 συμμετείχε σε τρεις αγώνες, στον ένα ως επιθετικός σημειώνοντας ένα γκολ και στους άλλους δύο ως τερματοφύλακας. Σε λίγους αγώνες προωθήθηκε στην πρώτη ομάδα κάνοντας το ντεμπούτο του με ένα γκολ με αντίπαλο την Κομαρόμ (2–0). Στις 30 Μαρτίου 1941 σημειώσε 6 γκολ σε αγώνα πρωταθλήματος και έκτοτε καθιερώθηκε. Με τα απανωτά του γκολ έφτασε στην πρώτη κατηγορία με το σύλλογο το 1944, ενώ ο ίδιος ήταν πρώτος σκόρερ μία φορά στην τρίτη κατηγορία (1941–42, 45 τέρματα) και τρεις στη δεύτερη.[6] Η καλύτερή του χρονιά στην πρώτη κατηγορία ήταν στη σεζόν 1945–46, όταν σκόραρε 66 γκολ σε 34 αγώνες πρωταθλήματος και ψηφίστηκε ποδοσφαιριστής της χρονιάς στην Ουγγαρία. Η ομάδα κατέλαβε την όγδοη θέση της τελικής βαθμολογίας έχοντας σημείωσει 146 γκολ.[5][7][8] Η επίδοση αυτή του Ντέακ ήταν η καλύτερη στον κόσμο εκείνη τη χρονιά, η δεύτερη καλύτερη όλων των εποχών και παραμένει ρεκόρ Ευρώπης μέχρι σήμερα.[9][10] Στις 24 Οκτωβρίου 1945 στον αγώνα με την Κομπανιάι (13–0) σημείωσε 9 γκολ, επίδοση ρεκόρ για το πρωτάθλημα της χώρας του από την καθιέρωση του επαγγελματισμού που παραμένει.[11][12][13] Επιπλέον, σημείωσε έξι στο 9–5 της προτελευταίας αγωνιστικής με την Ντέμπρετσεν, ενώ προσέθεσε δύο «καρέ» (τέσσερα γκολ) και τέσσερα χατ τρικ. Διέθετε αθλητικό κορμί, ήταν δυνατός, νευρώδης, εκρηκτικός και ήξερε να χρησιμοποιεί ιδανικά τόσο τα πόδια όσο το κεφάλι, ενώ η τεχνική του δεν ήταν υψηλού επιπέδου.[14][15][16]
Από το Μάιο, εκτός από εγχώριους συλλόγους που ενδιαφέρθηκαν για την απόκτησή του, γαλλικοί και ιταλικοί σύλλογοι τον δελέασαν αλλά αυτός δεν δέχθηκε καμία πρόταση λέγοντας «δεν υπάρχει χρυσός, για τον οποίο θα έφευγα από τη χώρα μου εδώ».[17] Η καλύτερη πρόταση του έγινε από την Τορίνο, λίγο καιρό πριν από την αεροπορική τραγωδία που έπληξε το σύλλογο.[8][10] Του δόθηκε το προσωνύμιο Bamba από τους οπαδούς γιατί συνήθιζε όταν η ομάδα αμύνονταν να μην επιστρέφει πίσω, παραμένοντας στο κέντρο του γηπέδου, περιμένοντας ευκαιρία για αντεπίθεση. Με αυτό τον τρόπο έδειχνε οκνηρός, με την κυριολεξία της λέξης να σημαίνει αργός και όχι έξυπνος.[18][19] Οι αμυνόμενοι αισθάνονταν ένα ψεύτικο αίσθημα ασφαλείας και όταν αποφάσιζε να επιτεθεί, σε πολλές περιπτώσεις ήταν πλέον αργά για να αντιδράσουν.[15] Ο ίδιος ανέφερε χρόνια αργότερα: «Με ονόμασαν έτσι ακόμα και στη Λόριντς, γιατί, όπως είναι η καλή μου συνήθεια, βρίσκομαι πάντα στη μέση του γηπέδου, προφανώς δεν έχω τίποτα να κάνω εκεί, αλλά όταν έρθει η μπάλα, μπαμπού εγώ. Πάντα κινούμαι γρήγορα και απροσδόκητα και συχνά συνέχιζα να σκοράρω, και αυτός είναι ο πιο όμορφος τρόπος για να παίξεις ποδόσφαιρο! Ακόμα κι έτσι...».[5] Και τη επόμενη χρονιά 1946–47 τερμάτισε ως ο κορυφαίος σκόρερ του κόσμου με 48 γκολ που σημείωσε αυτή τη φορά (πέντε γκολ τρεις φορές και «καρέ» άλλες τέσσερις).[9][15] Κλείνοντας την καριέρα του με την Σεντλόριντς είχε σημειώσει 535 γκολ σε 252 επίσημους και φιλικούς αγώνες, με περισσότερα από 350 γκολ πρωταθλήματος.[6][20]
Το 1947 πήρε μεταγραφή στην Φερεντσβάρος που διέθετε μεγάλη ομάδα εκείνη την εποχή. Το αντίτιμο της μεταγραφής ήταν μια διώροφη γωνιακή κατοικία που του αφαιρέθηκε δύο χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια των κρατικοποιήσεων και η πρώην ομάδα του λάμβανε το 30 % των εσόδων μετά από κάθε αγώνα της Φερεντσβάρος.[14][21] Με την ιστορική ομάδα της πρωτεύουσας κατέκτησε το μόνο πρωτάθλημα της καριέρας του το 1948–49 με την ομάδα να σημειώνει 140 τέρματα πρωταθλήματος σε 30 αγωνιστικές και ο ίδιος 59 αναδεικνυόμενος για τρίτη φορά πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος και του κόσμου. Εκείνη τη σεζόν πέτυχε συνολικά 83 τέρματα σε επίσημους αγώνες και συμπεριλαμβανομένων των φιλικών 139 σε μόνο 75 συναντήσεις.[9][22] Ήδη από την πρώτη χρονιά είχε σημειώσει 41 γκολ στο πρωτάθλημα.
Το 1950 ωστόσο, βρισκόταν σε λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Σε μία καλοκαιρινή νύχτα στα μέσα της σεζόν, είχε πάει να διασκεδάσει με μερικούς συμπαίκτες του στο Σιόφοκ και ως μουσική φιγούρα τραγούδησε ένα τραγούδι - ύμνο για την Φερεντσβάρος. Υπήρχαν επίσης δύο αξιωματικοί με πολιτικά ρούχα στο εστιατόριο, που δεν τους άρεσε το τραγούδι του υποτιθέμενου αιχμηρού επιθετικού, ο οποίος ήταν ήδη στην κορυφή του τραπεζιού. Ακόμα πιο σημαντικό: στην πολιτική στροφή του 1949, η Φερεντσβάρος χαρακτηρίστηκε αντιδραστική, στερήθηκε τα χρώματα, το όνομα και την προέλευσή της. Ο μεγάλος αντίπαλος της πρωτεύουσας, οι νέοι κάτοικοι της Βουδαπέστης, που υποστηρίζαν την Ούιπεστ στηρίζονταν από το Υπουργείο Εσωτερικών. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις, οι δύο αξιωματικοί πήγαν στο Ντέακ και ένας από αυτούς του είπε δυνατά να σιωπήσει. Ο παίκτης σταμάτησε να τραγουδάει και έπιασε δύο ποτήρια, περπάτησε προς τους αξιωματικούς και έριξε τα ποτά στα πρόσωπά τους. Με τον κίνδυνο της φυλάκισης αναγκάστηκε να συναινέσει στην μεταγραφή του στην Ούιπεστ. Το επεισόδιο αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, σηματοδότησε την αρχή του τέλους της κορυφαίας καριέρας του Ντέακ, ιδιαίτερα της διεθνούς.[14]
Με την Ούιπεστ αγωνίστηκε τέσσερα χρόνια και σημείωσε 53 τέρματα σε 84 αγώνες πρωταθλήματος με την πρώτη ομάδα, με την καριέρα του σε φθορά μετά τον αποκλεισμό του και από την εθνική ομάδα, ενώ αντιμετώπισε και προβλήματα τραυματισμών.[20][23] Αγωνίστηκε δύο ακόμα χρόνια με σχετική επιτυχία με την ομάδα της δεύτερης κατηγορίας Σπάρτακος Βουδαπέστης αλλά ο σοβαρός τραυματισμός του δεν του επέτρεψε να ανακάμψει.[20][24] Έκλεισε την καριέρα του με τη Σιόφοκ στο περιφερειακό πρωτάθλημα (τετάρτη κατηγορία) συμμετέχοντας σε δύο μόνο αγώνες τον Αύγουστο του 1959.[6]
Διεθνής καριέρα
Παρά το γεγονός ότι αγωνιζόταν σε χαμηλή κατηγορία στην αρχή της σταδιοδρομίας του, εντοπίστηκε νωρίς από τους υπεύθυνους της τεχνικής ηγεσίας της εθνικής και αγωνίστηκε για πρώτη φορά σε φιλική συνάντηση με τον αντίπαλο την Törekvés SE στις 9 Ιανουαρίου 1943, όπου και σημείωσε ένα γκολ αγωνιζόμενος ως αλλαγή.[25]
Έκανε το επίσημο ντεμπούτο του με την εθνική Ουγγαρίας στις 6 Οκτωβρίου 1946 σε αγώνα με την Αυστρία, όπου σημείωσε και τα δύο γκολ στο τελικό 2–0. Ανάμεσα στους συμπαίκτες του ήταν οι Φέρεντς Πούσκας και Γκιούλα Ζέγκελερ.[26][27]
Με την εθνική ομάδα κατέκτησε το Βαλκανικό και Κεντροευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου του 1947, διοργάνωση στη οποία ήταν πρώτος σκόρερ με πέντε τέρματα (σε δύο μόνο αγώνες που αγωνίστηκε[28]) και το Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης (1948–1953), όπου ήταν δεύτερος σκόρερ με επτά τέρματα σε έξι αγώνες, αν και δεν συμμετείχε μετά το 1949.[23][29] Η ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας από τον Γκούσταβ Σέμπες τον έθεσε εκτός ομάδας, καθώς η φιλοσοφία του νέου τεχνικού («όλοι μπροστά, όλοι πίσω»[30]) απείχε από το αγωνιστική παρουσία του Ντέακ, με τον προπονητή να θεωρεί τον τρόπο παιχνιδιού του πολύ στατικό. Επιπλέον, ο Ντέακ δεν διακρίνονταν για τον επαγγελματισμό του, γεγονός που ενοχλούσε τον Σέμπες,[16] ο οποίος ξεκίνησε μία μεταρρύθμιση που στόχευε να συνδέσει τους μεγάλους συλλόγους ποδοσφαίρου με τους ισχυρούς κρατικούς θεσμούς.[17] Το τελευταίο του παιχνίδι ήταν στις 20 Νοεμβρίου 1949 με αντίπαλο τη Σουηδία (5–0), όπου πέτυχε και ένα γκολ. Συνολικά αγωνίστηκε σε 20 αγώνες και πέτυχε 29 τέρματα, έχοντας την υψηλότερη αναλογία γκολ ανά αγώνα όλων των εποχών από τους ποδοσφαιριστές που σημείωσαν τουλάχιστον 20 διεθνή γκολ.[8][26][31]
Μετά το ποδόσφαιρο
Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση «αποκαταστάθηκε» εισερχόμενος στην Αστυνομική Σχολή και εργαζόμενος σε κρατική θέση ως σωματοφύλακας αξιωματούχων. Το 1997 στο Μόναχο, ένα χρόνο πριν το θάνατό του, η IFFHS τον βράβευσε για την επίτευξη του ρεκόρ Ευρώπης το 1945–46.[32][33][34] Σύμφωνα με την RSSSF, ο Ντέακ είναι ο όγδοος καλύτερος σκόρερ όλων των εποχών με τουλάχιστον 796 τέρματα σε 515 επίσημους αγώνες, γεγονός που του δίνει αναλογία γκολ ανά αγώνα υψηλότερη του 1,50 (τρία γκολ ανά δύο αγώνες υστερώντας του Γερμανού Έρβιν Χέλμχεν και του Πορτογάλου Φερνάντο Πεϊρότεο), ένας από τους τέσσερις μόνο ποδοσφαιριστές που έχουν επιτύχει κάτι τέτοιο.[6][35][36] Συνολικά σημείωσε τουλάχιστον 1.375 τέρματα σε 839 επίσημους και φιλικούς αγώνες.[2][37][38] Είναι επίσης πέμπτος σκόρερ όλων των εποχών στα εγχώρια πρωταθλήματα με 648 τέρματα σε 436 αγώνες, από τα οποία 303 σε 244 παιχνίδια στην πρώτη κατηγορία. Σημείωσε τουλάχιστον 100 χατ τρικ σε επίσημους αγώνες.[6][39][40]
Με υπολογισμούς που έγιναν στα τέλη του 20ού αιώνα, το σύνολο των γκολ της καριέρας του συμπεριλαμβανομένων και αυτών των ομάδων νέων είναι περισσότερα από 2.000, επίδοση που έχει αναγνωριστεί από το Βιβλίο ρεκόρ Γκίνες.[10][41] Το 1992 δημοσιεύθηκε η αυτοβιογραφία του με τον τίτλο The Bamba και με υπότιτλο The Greatest Goal King of All Time.[5] Μεταθανάτια τιμήθηκε με το Βραβείο Ουγγρικής Κληρονομιάς.[10]