Γυρισμένη στο Λονδίνο, η ταινία ακολουθεί την Κάρολ Χάμοντ, κόρη ενός σεβαστού πολιτικού,
που βιώνει μια σειρά ζωντανών, ψυχεδελικών εφιάλτων που αποτελούνται από διάφορα σεξουαλικά όργια και χρήση ναρκωτικών LSD. Στα όνειρα της η Κάρολ διαπράττει μια γραφική δολοφονία μιας γειτόνισσας της και ξυπνά μετά σε μια πραγματική έρευνα της αστυνομίας για τη δολοφονία της Τζούλια Ντιούρερ.
Η ταινία κυκλοφόρησε στη Γαλλία με τον τίτλο Κάρολ[6] με την έκδοση της να είναι η μεγαλύτερη στα 101 λεπτά.[7]
Πλοκή
Η Κάρολ Χάμοντ είναι κόρη ενός δικηγόρου του Λονδίνου. Βλέπει συνεχώς εφιαλτικά όνειρα με ερωτικό περιεχόμενο. Σε αυτά τα όνειρα, κάνει έρωτα με τη φίλη της, το μοντέλο Τζούλια Ντιούρερ, και σε ένα από τα όνειρά της τη σκοτώνει με ένα μαχαίρι. Η Κάρολ αποφασίζει να επισκεφτεί τον ψυχίατρο της, όπου του αναφέρει τα όνειρά της. Ο ψυχίατρος ερμηνεύει το τελευταίο της όνειρο ως απαλλαγή από τις υποχρεώσεις της.
Την στιγμή που η Κάρολ συζητά τους εφιάλτες της με τον ψυχίατρο, η Τζούλια Ντιούρερ δολοφονείται στην πραγματικότητα, έχοντας δεχθεί πολλές μαχαιριές στο σώμα της.
Τότε η Κάρολ γίνεται ο βασικός ύποπτος για τον θάνατο της Τζούλιας. Μερικοί χίπηδες είναι μάρτυρες της δολοφονίας, αλλά ήταν εθισμένοι στην χρήση του LSD και δεν μπορούν να δώσουν κάποια αξιόπιστη μαρτυρία, τους οποίους η Κάρολ τους έβλεπε και στους εφιάλτες της.
Παρολά αυτά ο πατέρας της Κάρολ καταφέρνει να βγάλει την κόρη του από τη φυλακή με εγγύηση.
Ο επιθεωρητής Κόρβιν ψάχνει να βρει μια άκρη για να μπορέσει να εντοπίσει τον δολοφόνο σε αυτήν την περίπτωση.
Ο σύζυγος της Κάρολ Φρανκ, που προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τα όνειρα της Κάρολ, προσπαθεί επίσης να καταλάβει πως έγινε αυτή η δολοφονία. Λίγο αργότερα, ο πατέρας της Κάρολ κατηγορείται επισήμως από τις αστυνομικές αρχές για την διάπραξη της δολοφονίας της Τζούλιας, αλλά ο ίδιος απ' ότι φαίνεται δεν μπορεί να φέρει τέτοια ντροπή και αυτοκτονεί. Στο τέλος, αποδεικνύεται ότι στην πραγματικότητα η Τζούλια δολοφονήθηκε από την ίδια την Κάρολ, η οποία είχε συνάψει μια λεσβιακή σχέση μαζί της. Η Κάρολ αφού την σκότωσε σκαρφίστηκε ένα ψυχαναλυτικό άλλοθι για να συγκαλύψει το έγκλημα της και να αποφύγει ένα σκάνδαλο.
Η ταινία είναι ίσως η πιο διάσημη για την σκηνή στην οποία η κυρία Χάμοντ ανοίγει την πόρτα σε ένα δωμάτιο γεμάτο με σκύλους που προφανώς χρησιμοποιούνται ως πειραματόζωα. Οι κοιλιές των σκύλων είναι ανοιχτές με τις καρδιές και τα έντερα τους να είναι έξω. Η σκηνή ήταν τόσο γραφική και ρεαλιστική που αρκετά μέλη της παραγωγής αναγκάστηκαν να καταθέσουν σε ένα δικαστήριο για να διαψεύσουν την κατηγορία ότι χρησιμοποιήθηκαν πραγματικά σκυλιά στην ταινία.[8] Ο Κάρλο Ραμπάλντι, ο επικεφαλής των ειδικών εφέ, έσωσε τον σκηνοθέτη Φούλτσι που βρίσκοταν με την κατηγορία της κακοποίησης ζώων, από ποινή φυλάκισης δύο ετών, παρουσιάζοντας τα ψεύτικα εντόσθια σκύλων στο δικαστήριο σε μια φαινομενικά μη πειστική δικαστική αρχή.[8] Αυτή ήταν και η πρώτη φορά στην ιστορία του κινηματογράφου που ένας καλλιτέχνης των ειδικών εφέ έπρεπε να αποδείξει ότι το έργο του δεν ήταν πραγματικό σε δικαστήριο.
Κριτικές
Ο ιστότοπος AllMovie ανάφερει για την ταινία ότι: «είναι ένα άγριο ψυχολογικό θρίλερ
που προσφέρει πολλές παράξενες στιγμές και οι οποίες θα παραμείνουν κολλημένες στο μυαλό του θεατή».[9]
Οι κριτικές ανασκόπησης στην ιστοσελίδα Rotten Tomatoes, δίνουν βαθμολογία θετικής έγκρισης σε ποσοστό 45%, με βάση 28 κριτικές και μέση βαθμολογία 6/10.[10]