Το στρατόπεδο συγκέντρωσης Ραμπ (Σλοβενικά: Koncentracijsko taborišče Rab, Κροατικά: Koncentracijski logor Rab, Ιταλικά: Campo di concentramento per internati civili di Guerra – Arbe) ήταν ένα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που δημιουργήθηκαν κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και συγκεκριμένα τον Ιούλιο το 1942 στον νησί Ραμπ (σήμερα στην Κροατία).
"Όταν έχουμε να κάνουμε με τα σλαβικά φύλα, που είναι υποδεέστερα και βαρβαρικά, δεν πρέπει να συνεχίζουμε με την πολιτική του καρότου, αλλά την πολιτική του ραβδιού...Δεν πρέπει να φοβόμαστε μήπως έχουμε νέα θύματα...Τα ιταλικά σύνορα πρέπει να φτάνουν μέχρι τη στενωπό του Μπρένερ (Passo del Brennero) στις Αυστριακές Άλπεις, τα οροπέδια του Σνέζνικ [ή Νεβόσο όπως αναφέρονται στα ιταλικά της νότιας Σλοβενίας] και τις Δειναρικές Άλπεις [κατά μήκος της Αδριατικής θάλασσας]...Μπορώ εύκολα να πω ότι μπορούμε εύκολα να θυσιάσουμε 500.000 βαρβάρους Σλάβους για 50.000 Ιταλούς..."[2][3][4]
— Ομιλία του Μπενίτο Μουσολίνι που εκφωνήθηκε στη Πούλα της Κροατίας στις 22 Φεβρουαρίου 1922.
Σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα και τον ιστορικό Τζέιμς Γουόλστον (James Walston), η ετήσια θνησιμότητα στα ιταλικά στρατόπεδα ήταν τουλάχιστον στο 18 %, ενώ "δεκάδες χιλιάδες έγκλειστοι πέθαναν από τις ασθένειες και τον υποσιτισμό".[5] Ο αριθμός των νεκρών στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ραμπ υπολογίζεται γύρω στους 1.400 κρατούμενους, ενώ άλλοι 800 θανατώθηκαν αργότερα, όταν μεταφέρθηκαν σε άλλα στρατόπεδα, όπως στο Γκόναρς (Gonars) και στο Κιεζανουόβα (Chiesanuova) κοντά στη Πάντοβα.[6]
Τον Σεπτέμβριο του 1943, μετά την ανακωχή μεταξύ της Ιταλίας και των Συμμάχων, το στρατόπεδο έκλεισε και όσοι Εβραίοι έγκλειστοι βρίσκονταν σε αυτό, στάλθηκαν στο στρατόπεδο εξόντωσης του Άουσβιτς.
Λόγω της αυξανόμενης αντιστασιακής δράσης που συνάντησαν τα ιταλικά στρατεύματα στην επαρχία της Λιουμπλιάνα, ο αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών Μάριο Ροάττα εξέδωσε διαταγή να μην διστάζουν οι δυνάμεις κατοχής να εκτελούν τους ομήρους, να καταστρέφουν τα σπίτια των κατοίκων, ακόμη και να αφανίζουν ολόκληρα χωριά. Στόχος του ήταν να εξορίσει τους κατοίκους της Σλοβενίας και να τους αντικαταστήσει με Ιταλούς έποικους.[8] Κάτω από τις διαταγές του ανώτατου Ιταλού αξιωματικού, η εθνοκάθαρση και η βία συγκρινόταν με εκείνη των Γερμανών.[9] Οι εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες, η σύλληψη ομήρων και τη θανάτωσή τους, τα αντίποινα, ο εγκλεισμός στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Ραμπ και του Γκόναρς, η λεηλασία των οικισμών καταδεικνύουν το μέγεθος της ανθρώπινης τραγωδίας και καταστροφής. Πρόσθετες ειδικές οδηγίες εκδόθηκαν αργότερα από τον ίδιο τον Ροάττα, στις οποίες προέτρεπε τις δυνάμεις κατοχής να ενεργούν "με σθένος και με καμία συμπόνια":[10]
"(...) εάν είναι απαραίτητο μην διστάσετε να επιδείξετε σκληρότητα. Πρέπει να είναι μια ολοκληρωμένη κάθαρση. Πρέπει να θέσουμε σε περιορισμό όλους τους κατοίκους και να τοποθετήσουμε ιταλικές οικογένειες στη θέση τους."[11]
Ένας από τους έγκλειστους, ο Ούρος Ρόσμαν (Uroš Roessmann) είχε δηλώσει: "Πολλές φορές, όταν [ταξιδεύαμε με] την αμαξοστοιχία από το χωριό μας Πόλιε (Polje) προς την Λιουμπλιάνα για να πάμε σχολείο, μας σταματούσαν Ιταλοί στρατιώτες και μας κατέβαζαν [για έλεγχο] όλους μας στον κεντρικό σταθμό [της πόλης]. Κάποιοι από εμάς αφήνονταν ελεύθεροι, ενώ κάποιοι άλλοι στέλνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κανείς δεν ήξερε ποιος αποφάσισε και για ποιους λόγους".[12]
Το στρατόπεδο Ραμπ, που χτίστηκε δίπλα από το χωριό Καμπόρ (Kampor) του νησιού, ήταν ένα από τα αυτά τα στρατόπεδα που ιδρύθηκαν στις ακτές της Αδριατικής για την υποδοχή Σλοβένων και Κροατών φυλακισμένων. Άνοιξε τον Ιούλιο του 1942 και ονομάστηκε επίσημα "Στρατόπεδο συγκέντρωσης και εγκλεισμού αμάχων - Ραμπ" (Ιταλικά: Campo di concentramento per internati civili di Guerra – Arbe).[13]
Φυλακισμένοι και συνθήκες κράτησης
Σλοβένοι και Κροάτες
Οι Σλοβένοι και οι Κροάτες έγκλειστοι, περιλαμβανομένων και αρκετών γυναικών και παιδιών, ακόμα και εγκύων και νεογέννητων, υπέφεραν από το κρύο και την πείνα, σε σκηνές και σε εξωτερικό χώρο, περιτριγυρισμένοι από αγκαθωτά σύρματα περίφραξης και πύργους φύλαξης. Στο απόγειο της λειτουργίας του είχαν φυλακιστεί πάνω 15.000 κρατούμενοι.[6][14]
Περίοδος
Άνδρες
Γυναίκες
Παιδιά
Σύνολο
27–31 Ιουλίου 1942
1061
111
53
1225
1–15 Αυγούστου 1942
3992
0
1029
5021
16–31 Αυγούστου 1942
5333
1076
1209
7618
1–15 Σεπτεμβρίου 1942
6787
1563
1296
9646
16–30 Σεπτεμβρίου 1942
7327
1804
1392
10 523
1–15 Οκτωβρίου 1942
7387
1854
1392
10 633
16–31 Οκτωβρίου 1942
7206
1991
1422
10 619
1–15 Νοεμβρίου 1942
7207
2062
1463
10 732
16–27 Νοεμβρίου 1942
6647
1560
926
9133
Εκτιμήσεις του αριθμού Κροατών και Σλοβένων κρατουμένων: Ντάβιντε Ροντόνιο (Davide Rodogno), Η νέα τάξη στη Μεσόγειο (Il nuovo ordine mediterraneo), Bollati Boringhieri, Τορίνο 2003
Οι συνθήκες κράτησης χαρακτηρίζονταν ως απαράδεκτες, με εγκαταστάσεις "βρώμικες, λασπώδεις, υπερπλήρεις και γεμάτες με μεγάλα έντομα". Ο Σλοβένος ποιητής Μετόντ Μίλατς (Metod Milač) που ήταν έγκλειστος στο στρατόπεδο, περιγράφει στα απομνημονεύματά του πως ζούσε μαζί με άλλα πέντε άτομα σε μια σκηνή τεσσάρων ατόμων και πως λιμοκτονούσαν καθημερινά με μια φτωχή σούπα, λίγους σπόρους ρυζιού και μικρά κομμάτια ψωμιού. Οι κρατούμενοι συχνά διαπληκτίζονταν μεταξύ τους για έχουν πρόσβαση στο πενιχρό διαθέσιμο για πόση νερό, που φυλάσσονταν σε ένα μικρό βαρέλι, ενώ πολλοί είχαν μολυνθεί από ψείρες και ταλαιπωρούνταν από δυσεντερία που προκαλούνταν από τις κακές συνθήκες υγιεινής. Μέρος του καταυλισμού είχε επίσης παρασυρθεί από ξαφνικές πλημμύρες.[12] Ορισμένες από τις ιταλικές αρχές, είχαν αναγνωρίσει εντέλει ότι η μεταχείριση των κρατουμένων ήταν αντιπαραγωγική. Τον Ιανουάριο του 1943, ο διοικητής του 14ου Τάγματος των καραμπινιέρων είχε αναφέρει:
"Τις τελευταίες ημέρες, κάποιοι έγκλειστοι επέστρεψαν από το στρατόπεδο συγκέντρωσης σε μια τέτοια κατάσταση σωματικής απίσχανσης, μερικοί σε σε απολύτως άθλια κατάσταση, που έχει δημιουργηθεί τρομερά [άσχημη] εντύπωση στο γενικό πληθυσμό. Η συμπεριφορά αυτή απέναντι στον Σλοβένικο πληθυσμό υπονομεύει την αξιοπρέπεια μας και είναι αντίθετη προς τις αρχές της δικαιοσύνης και της ανθρωπιάς, [αξίες] στις οποίες κάνουμε συνεχείς αναφορές στην προπαγάνδα μας".[15]
Εβραίοι
Εκτός από τους Κροάτες και τους Σλοβένους κρατούμενους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ραμπ, φυλακίζονταν και Εβραίοι κάτοικοι της Ιταλίας και των διάφορων περιοχών ιταλικής κατοχής. Στις 1 Ιουλίου 1943, αναφέρεται ότι υπήρχαν στο στρατόπεδο 2.118 Εβραίοι από τη Γιουγκοσλαβία, οι οποίοι είχαν αιχμαλωτιστεί από τον Ιταλικό Στρατό. Μάλιστα, στα μέσα του ιδίου έτους, στο στρατόπεδο έγινε νέα επέκταση των εγκαταστάσεων, ώστε να δημιουργηθεί ξεχωριστό τμήμα κράτησης, που χωρίζονταν από τα αντίστοιχα τμήματα των Σλοβένων και των Κροατών.
Εν αντιθέσει με τους Σλάβους έγκλειστους, οι Εβραίοι απολάμβαναν στοιχειωδώς καλύτερη μεταχείριση από τους υπόλοιπους φυλακισμένους στο νησί Ραμπ. Τους είχαν παραχωρηθεί παραπήγματα φτιαγμένα με τούβλο και ξύλο, ενώ οι Κροάτες και οι Σλοβένοι κρατούμενοι διέμεναν σε σκηνές, με αποτέλεσμα να είναι πιο ευάλωτοι στις καιρικές συνθήκες και το λασπώδες έδαφος.[11] Η διαφορά έγκειται στο γεγονός, όπως αναφέρει ο ιστορικός Τζόναθαν Στάινμπεργκ (Jonathan Steinberg), στο ότι οι πολλοί Ιταλοί διακατέχονταν περισσότερο από ρατσιστικές απόψεις για τους Σλάβους γείτονές τους παρά για τους Εβραίους. Ένας άλλος λόγος είναι ότι οι Σλοβένοι και οι Κροάτες δεν μπορούσαν να ανεχτούν την ιταλική παρουσία, την κατοχή και την αυθαιρεσία, και είχαν οργανώσει δικές τους αντιστασιακές ομάδες. Αντίθετα, οι Εβραίοι δεν θεωρούνταν απειλή για τον ιταλικό επεκτατισμό.
Ο ιστορικός Φρανκ Ποτόσνικ (Franc Potočnik) που ήταν έγκλειστος στο συγκεκριμένο στρατόπεδο, αναφέρει καλύτερη μεταχείριση των Εβραίων κρατουμένων σε σχέση με τον σλαβικό τομέα αφού "οι [Σλάβοι] κρατούμενοι στο στρατόπεδο, μπορούσαν να παρακολουθήσουν μέσα από τα εμπόδια [που δημιουργούσαν] τα διπλά συρματοπλέγματα τι γινόταν στο εβραϊκό τομέα. Οι Εβραίοι ζούσαν υπό συνθήκες εγκλεισμού ώστε να έχουν «προστασία», ενώ οι Σλοβένοι και Κροάτες ήταν σε ένα καθεστώς «καταστολής»... Έφεραν πολλές αποσκευές μαζί τους τις οποίες οι Ιταλοί στρατιώτες τις φύλασσαν σε συγκεκριμένα κτήρια... [ενώ έμεναν] σε μικρά σπίτια με τούβλα... Σχεδόν κάθε οικογένεια είχε το δικό της μικρό σπίτι... Ήταν αρκετά καλά ντυμένοι, σε σύγκριση βέβαια με τους άλλους κρατούμενους".[11]
Η διαφορετική μεταχείριση ήταν το αποτέλεσμα μιας συνειδητής πολιτικής από τις ιταλικές στρατιωτικές αρχές. Τον Ιούλιο του 1943, το Γραφείο Πολιτικών Υποθέσεων που ανήκε στο Αρχηγείο της 2ης Στρατιάς, εξέδωσε μνημόνιο με θέμα «Η μεταχείριση των Εβραίων στο στρατόπεδο Ραμπ". Το έγγραφο έγινε αμέσως δεκτό και εγκρίθηκε αμέσως από τους στρατιωτικούς προϊσταμένους. Ο συντάκτης του μνημονίου, ταγματάρχης Πρόλο, σημειώνει ότι το στρατόπεδο πρέπει να είναι "... άνετο για όλες τους κρατούμενους, χωρίς [να υπάρχει] κίνδυνος για τη διατήρηση της τάξης και της πειθαρχίας... η αεργία και η πλήξη είναι τρομερά δεινά που εργάζονται σιωπηλά, [δεν είναι παραγωγικά] για το άτομο και τη συλλογικότητα. Είναι ορθό ότι στο μεγάλο στρατόπεδο του Ραμπ πρέπει να υπάρξουν οι παραχωρήσεις αυτές στους Εβραίους [της πόλης] του Πόρτο Ρε (Kraljevica) για να ζουν πιο άνετα [και αυτό] δεν θα πρέπει να αγνοηθεί".[11]
Στο τέλος της επιστολής του κάνει σαφή αναφορά στην ιταλική ευαισθητοποίηση για τις σφαγές των Εβραίων που βρίσκονταν σε εξέλιξη στα κατεχόμενη από τους Γερμανούς Ευρώπη. Γράφει ότι ""Οι Εβραίοι .... έχουν το δικαίωμα προστασίας..., και το δικαίωμα στην ισότιμη μεταχείριση, αλλά για συγκεκριμένους, εξαιρετικούς πολιτικούς και ενδεχόμενους λόγους [δίνεται έμφαση] φαίνεται ότι είναι σκόπιμο να παραγκωνιστούν τα δικαιώματα [αυτά], με την παράλληλη διατήρηση άριστης πειθαρχίας, [αλλά] με συνειδητή μεταχείριση [ώστε] να αισθάνεται ότι [ο φύλακάς του] είναι [ο ίδιος] ο «Ιταλός» που έχει συνηθίσει [στην κανονική του ζωή, μέσα] από τις στρατιωτικές αρχές μας, την εγκάρδια ευγένεια και όχι [να φερόμαστε ευγενικά] επειδή απλά έτσι πρέπει."[11] Ακόμη, ορισμένα μέλη του ιταλικού στρατιωτικού προσωπικού διέβλεπαν, μέσα από ανθρώπινη μεταχείριση των Εβραίων, έναν τρόπο να διατηρήσουν τις στρατιωτικές και πολιτικές αξίες της Ιταλίας, εν όψει της [διαφαινόμενης] γερμανικής καταπάτησης της ιταλικής εθνικής κυριαρχίας.[11] Ο Στάινμπεργκ περιγράφει αυτήν την συμπεριφορά ως "ένα είδος εθνικής συνωμοσίας [μεταξύ των ιταλικών στρατιωτικών] προκειμένου να ματαιώσουν την πολύ μεγαλύτερη και πιο συστηματική βία του ναζιστικού καθεστώτος.[11]
Διαφαίνεται ότι υπήρξε κάποιας μορφής συνεργασία και αλληλοβοήθεια μεταξύ του σλαβικού και του εβραϊκού τομέα, αφού σύμφωνα με το Σλοβένο επιζώντα του στρατοπέδου Ραμπ, Άντον Βρατούσα (Anton Vratuša), "ήτανε κρατούμενοι [όπως εμείς], ήταν προστατευτικοί [απέναντί μας και] χρησιμοποιούσαμε τη βοήθειά τους". Ο Άντον Βρατούσα, μετά την αποφυλάκισή του, έγινε πρέσβης της Γιουγκοσλαβίας στα Ηνωμένα Έθνη και στη συνέχεια πρωθυπουργός της Σλοβενίας.[14]
Κλείσιμο στρατοπέδου
Στα μέσα του 1943, ο πληθυσμός του στρατοπέδου έφτανε τους 7.400, από τους οποίους οι 2.700 ήταν Εβραίοι. Μετά την πτώση του Μουσολίνι στα τέλη του Ιουλίου του ιδίου χρόνου, μεγάλωσε η πεποίθηση ότι οι Εβραίοι κρατούμενοι θα πέσουν στα χέρια των Γερμανών, και για αυτόν τον λόγο προέτρεψαν το Υπουργείο Εξωτερικών της Ιταλίας, να πιέσει το Γενικό Επιτελείο ώστε οι Εβραίοι κρατούμενοι να μην αποδεσμευτούν, εκτός εάν το ζήτησαν οι ίδιοι. Το υπουργείο άρχισε επίσης να θέτει σε εφαρμογή το σχέδιο για την μαζική μεταφορά των Εβραίων στην ηπειρωτική Ιταλία. Ωστόσο αργότερα, στις 16 Αυγούστου1943, οι ιταλικές στρατιωτικές αρχές αποφάσισαν ότι οι Εβραίοι έπρεπε να απελευθερωθούν ώστε να διασωθούν, ενώ όσοι επιθυμούσαν να παραμείνουν, μπορούσαν να μείνουν.[16]
Το νησί παρέμεινε σε ιταλικά χέρια έως την ανακωχή της Ιταλίας και την σύμπραξη με τους Συμμάχους στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, οπότε κατελήφθη από τους Γερμανούς. Περίπου 245 από τους Εβραίους κρατούμενους του στρατοπέδου εντάχθηκαν στο αντιστασιακό Τάγμα Ραμπ της 24ης Ταξιαρχίας του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού της Γιουγκοσλαβίας. Οι υπόλοιποι Εβραίοι έγκλειστοι διέφυγαν προς τις περιοχές που έλεγχαν οι παρτιζάνοι αντιστασιακοί,[17] ενώ 204 (το αντίστοχο 7.5%) παρέμειναν στο στρατόπεδο επειδή ή ήταν πολύ άρρωστοι ή ήταν πολύ αδύναμοι ως ηλικιωμένοι για να μετακινηθούν. Αυτοί που παρέμειναν πίσω, οδηγήθηκαν αμέσως από τους Γερμανούς στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς ώστε να εξολοθρευτούν.[18] Για την επιτυχή διαφυγή των Εβραίων κρατουμένων που διέφυγαν στις περιοχές που έλεγχαν οι αντάρτες, τιμήθηκε από την ισραηλινή κυβέρνηση, ο παρτιζάνος Ιβάν Βρανέτιτς (Ivan Vranetić) με το παράσημο του Κροατών Δικαίων των Εθνών.[19]
Καταστολή συλλογικής μνήμης
Παρά το γεγονός ότι το 1955, ένα μνημείο σε σχέδιο του Σλοβένου αρχιτέκτονα Εντβάρντ Ράβνικαρ (Edvard Ravnikar) και ένα νεκροταφείο χτίστηκαν στο χώρο του στρατοπέδου, και μάλιστα από πολιτικούς κρατούμενους της φυλακής του Γκόλι Οτόκ (Goli Otok) της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας με αναφορά στους Κροάτες και Σλοβένους κρατούμενους, εντούτοις κατά την διάρκεια του ψυχρού πολέμου, η βρετανική και η ιταλική κυβέρνηση δεν επέδειξαν καμία διάθεση να αναζητηθούν και να δικαστούν οι Ιταλοί εγκληματίες πολέμου μπροστά στον "κομμουνιστικό κίνδυνο".[7] Η καταστολή της μνήμης οδήγησε σε ιστορικό ρεβιζιονισμό την Ιταλία, ενώ αίσθηση προκάλεσε δήλωση του Ιταλού πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι, όταν ανέφερε ότι ο Μπενίτο Μουσολίνι "συνήθιζε να στέλνει τους ανθρώπους σε διακοπές".[14][20]
↑ 6,06,1(Κροατικά) Ιβάν Κοβαέτσιακ (Ivan Kovaéciâc), "Καμπόρ 1942-1943: Κροάτες, Σλοβένοι, και Εβραίοι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Καμπόρ στο νησί του Ραμπ (Kampor 1942-1943: Hrvati, Slovenci i Židovi u koncentracijskom logoru Kampor na otoku Rabu), Ριέκα: Adamic, 1998.
↑ 12,012,1(Αγγλικά) John Corsellis, Marcus Ferrar, Slovenia 1945: Memories of Death and Survival After World War II, I.B.Tauris, 2005, σσ. 26-7, ISBN 1-85043-840-4
↑(Κροατικά) Marino Manini, Zbornik radova s Međunarodnog znanstvenog skupa Talijankska uprava na hrvatskom prostoru i egzodus Hrvata 1918-1943, Hrvatski institut za povijest, 2001, σ. 659
↑(Αγγλικά) Jonathan Steinberg, All Or Nothing: The Axis and the Holocaust, 1941-1943, Routledge, 2002, σσ. 131-33, ISBN 0-415-29069-4
↑(Αγγλικά) Davide Rodogno, Fascism's European Empire: Italian Occupation During the Second World War, Cambridge University Press (2006), σσ. 354 και 446, ISBN 0-521-84515-7
↑(Αγγλικά) Susan Zuccotti, Furio Colombo, The Italians and the Holocaust: Persecution, Rescue, and Survival, University of Nebraska Press, 1996, σ. 79, ISBN 0-8032-9911-7