Παρότι θεωρείται από πολλούς μη Ρώσους διεθνώς ως μέρος της Σιβηρίας, στα ρωσικά περιφερειακά σχήματα η Ρωσική Άπω Ανατολή ταξινομείτο ιστορικώς πάντοτε ως ξεχωριστή οντότητα από τη Σιβηρία (και κατά τη Σοβιετική εποχή, όταν αποκαλείτο «Σοβιετική Άπω Ανατολή»).[1]
Ορολογία
Στη Ρωσία η περιοχή αναφέρεται συνήθως απλώς ως «Άπω Ανατολή» (ρωσ. Дальний Восток), ενώ αυτό που αποκαλείται στις περισσότερες χώρες Άπω Ανατολή στη Ρωσία αποκαλείται συνήθως «Ασία του Ειρηνικού ωκεανού» (Азиатско-тихоокеанский регион) ή «Ανατολική Ασία» (Восточная Азия), ανάλογα με τα συμφραζόμενα.
Γεωγραφικά χαρακτηριστικά
Μερικά αξιοσημείωτα γεωγραφικά χαρακτηριστικά στη Ρωσική Άπω Ανατολή είναι μεταξύ άλλων τα εξής:
Οι Ρώσοι έφθασαν στην ακτή του Ειρηνικoύ Ωκεανού το 1647 με την ίδρυση του Οχότσκ. Η Ρωσική Αυτοκρατορία παγίωσε τον έλεγχο της Ρωσικής Άπω Ανατολής κατά τον 19ο αιώνα, μετά την προσάρτηση μέρους της κινεζικής Μαντσουρίας (1858-1860). Η Περιφέρεια Πριμόρσκαγια (= «παραθαλάσσια») ιδρύθηκε ως χωριστή διοικητική περιφέρεια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας το 1856, με διοικητικό κέντρο το Χαμπάροφσκ.
Διοικητική ιστορία
Αρκετές διοικητικές οντότητες με την ονομασία «Άπω Ανατολή» υπήρξαν κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, όλες με διαφορετικά σύνορα:
1920-1922: η Δημοκρατία της Άπω Ανατολής (ή «Δημοκρατία του Τσιτά»), που περιελάμβανε 4 περιφέρειες (όμπλαστ): της Υπερβαϊκάλης, του Αμούρ, την Πριμόρσκαγια και της Καμτσάτκα, καθώς και το βόρειο τμήμα της νήσου Σαχαλίνης.
1922-1926: Η «Απωανατολική Περιφέρεια» (ρωσ. Дальневосточная область), που περιελάμβανε το Κυβερνείο του Αμούρ, το Κυβερνείο της Υπερβαϊκάλης, το Κυβερνείο της Καμτσάτκα και άλλα.
Μέχρι το έτος 2000 η Ρωσική Άπω Ανατολή δεν είχε επισήμως ορισμένα σύνορα. Ο όρος «Σιβηρία και η Άπω Ανατολή» (Сибирь и Дальний Восток) αναφερόταν συχνά στις περιοχές της Ρωσίας ανατολικά από τα Urals χωρίς καθαρό διαχωρισμό ανάμεσα στη «Σιβηρία» και την «Άπω Ανατολή».
Αν την ορίσουμε ταυτόσημη με τα σύνορα του ομώνυμου ομοσπονδιακού Διαμερίσματος, η Ρωσική Άπω Ανατολή έχει έκταση 6,2 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή περισσότερο από το ένα τρίτο της συνολικής εκτάσεως της Ρωσίας.
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ρωσία επεδίωκε επίμονα να αποκτήσει ένα λιμάνι σε θερμή θάλασσα (δηλαδή που δεν θα παγώνει καθόλου τον χειμώνα) στον Ειρηνικό Ωκεανό για το πολεμικό ναυτικό της, αλλά και για τη διευκόλυνση του θαλάσσιου εμπορίου. Το λιμάνι του Βλαδιβοστόκ (που είχε ιδρυθεί το 1860) ήταν λειτουργικό μόνο κατά τους θερινούς μήνες, ενώ το Πορτ Άρθουρ (που ενοικίαζε η Ρωσία από την Κίνα από το 1896 και μετά) στη Μαντσουρία μπορούσε να λειτουργεί όλο το έτος. Μετά τον Α΄ Σινοϊαπωνικό Πόλεμο (1894-1895) και την αποτυχία των διαπραγματεύσεων του 1903 μεταξύ Ιαπωνικής και Ρωσικής Αυτοκρατορίας, η Ιαπωνία επέλεξε τον πόλεμο προκειμένου να προστατεύσει την κυριαρχία της στην Κορέα και τα γειτονικά εδάφη. Η Ρωσία επίσης είδε τον πόλεμο ως ένα μέσο να αποσπάσει την προσοχή του λαού της από τα εσωτερικά θέματα, μετά από πολλές γενικές απεργίες. Η Ιαπωνία κήρυξε τον πόλεμο στις 8 Φεβρουαρίου 1904 και το ιαπωνικό ναυτικό επιτέθηκε αμέσως στον ρωσικό στόλο του Ειρηνικού.
Ο πόλεμος έληξε τον Σεπτέμβριο του 1905 με νίκη της Ιαπωνίας μετά την πτώση του Πορτ Άρθουρ και την αποτυχία της ρωσικής εισβολής στην Ιαπωνία δια της κορεατικής χερσονήσου και της βορειοανατολικής Κίνας. Επίσης η Ιαπωνία είχε απειλήσει να εισβάλει στο Κράι του Πριμόριε δια της Κορέας. Τα αντίπαλα μέρη υπέγραψαν τη Συνθήκη του Πόρτσμουθ στις 5 Σεπτεμβρίου και συμφώνησαν να εκκενώσουν τη Μαντσουρία και να την επιστρέψουν στην Κίνα, αλλά επιτράπηκε στην Ιαπωνία να ενοικιάσει τη Χερσόνησο Λιαοντόνγκ (όπου το Πορτ Άρθουρ και το Νταλιάν) και το ρωσικό σιδηροδρομικό σύστημα της νότιας Μαντσουρίας με την πρόσβασή του σε στρατηγικούς φυσικούς πόρους. Η Ιαπωνία κράτησε επίσης το νότιο μισό της νήσου Σαχαλίνης (Νομός Καράφουτο).
Σοβιετική εποχή
Από το 1937 έως το 1939 η Σοβιετική Ένωση του Στάλιν απέλασε πάνω από 200.000 Κορεάτες στο Ουζμπεκιστάν και στο Καζακστάν, από φόβο ότι οι Κορεάτας ίσως να δρούσαν ως κατάσκοποι της Ιαπωνίας. Πολλοί από αυτούς πέθαναν στη διαδρομή εξαιτίας της πείνας, ασθενειών, ή και από το κρύο. Οι σοβιετικές αρχές εκκαθάρισαν και εκτέλεσαν πολλά ηγετικά πρόσωπα της μειονότητας αυτής, γνωστής ως «Κόργιο-σαράμ», τα μέλη της οποίας δεν επιτρεπόταν να ταξιδέψουν εκτός Κεντρικής Ασίας την επόμενη 15ετία. Επίσης δεν τους επιτρεπόταν να μιλούν στη γλώσσα τους, η οποία άρχισε να χάνεται με την επικράτηση της διαλέκτου κόργιο-μαρ και τη χρήση της ρωσικής.
Η ανάπτυξη πολλών απομακρυσμένων περιοχών στη Σοβιετική Άπω Ανατολή επαφιόταν σε στρατόπεδα εργασίας του συστήματος Γκούλαγκ μέχρι τον θάνατο του Στάλιν, ιδίως στο βόρειο μισό της περιοχής. Μετά το 1953 η μεγάλης κλίμακας καταναγκαστική εργασία υπεχώρησε και επεκράτησε η εγκατάσταση εθελοντών με κίνητρο σχετικώς μεγάλους μισθούς και ημερομίσθια.
Πράγματι, η Ιαπωνία έστρεψε τη στρατιωτική προσοχή της προς σοβιετικά εδάφη. Συγκρούσεις μεταξύ Ιαπώνων και Σοβιετικών συνέβαιναν συχνά στα σύνορα της Μαντσουρίας από το 1938 μέχρι το 1945. Η πρώτη αντιπαράθεση συνέβη στο Κράι του Πριμόριε και ήταν η Μάχη της λίμνης Χασάν (Ιούλιος–Αύγουστος 1938): άρχισε με στρατιωτική εισβολή του ελεγχόμενου από τους Ιάπωνες Μαντσουκούο σε έδαφος διεκδικούμενο από τη Σοβιετική Ένωση. Η ιαπωνική πλευρά είχε τη γνώμη ότι η Σοβιετική Ένωση είχε παρανοήσει τον ορισμό των συνόρων με βάση τη Σύμβαση του Πεκίνου (1860) ανάμεσα στην Αυτοκρατορική Ρωσία και την Αυτοκρατορική Κίνα. Το Κράι του Πριμόριε είχε συνεχώς την απειλή ιαπωνικής εισβολής, παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις υπόλοιπες συγκρούσεις συνέβησαν στο έδαφος του Μαντσουκούο.
Τόσο η Σοβιετική Ένωση όσο και η Ιαπωνία θεωρούσαν το Κράι του Πριμόριε στρατηγική περιοχή κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και σημειώθηκαν συγκρούσεις για τον έλεγχο της περιοχής. Οι Σοβιετικοί, όπως και οι Δυτικοί Σύμμαχοι, τη θεωρούσαν περιοχή-κλειδί για τη σχεδιαζόμενη εισβολή στην Ιαπωνία μέσα από την Κορέα. Η Ιαπωνία τη θεωρούσε επίσης σημαντική περιοχή για να αρχίσει μια μαζική εισβολή στην ανατολική Ρωσία. Στο Κράι βρισκόταν το σοβιετικό αρχηγείο για τις επιχειρήσεις του Ειρηνικού.
Μετά τη σοβιετική εισβολή, η ΕΣΣΔ επέστρεψε τη Μαντσουρία και το Μενγκγιάνγκ στην Κίνα, ενώ η Κορέα ελευθερώθηκε. Η Σοβιετική Ένωση κατέλαβε επίσης και προσάρτησε τις νότιες Κουρίλες και τη νότια Σαχαλίνη από την Ιαπωνία. Η σχεδιαζόμενη σοβιετική εισβολή στην κυρίως Ιαπωνία ωστόσο δεν έγινε ποτέ.
Ο Ψυχρός Πόλεμος
Κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Κορέας το Κράι του Πριμόριε έγινε αντικείμενο εξαιρετικών ανησυχιών ασφαλείας από μέρους της Σοβιετικής ΕνώσεΑναγνωριστικό αεροσκάφοςως.
Το 2016 ο Πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν πρότεινε τον «Νόμο του Δωρεάν εκταρίου Άπω Ανατολής» ώστε να εποικισθεί η Ρωσική Άπω Ανατολή.[11] Ο νόμος αυτός προβλέπει τη δωρεά ενός εκταρίου (δέκα στρεμμάτων) γης στην περιοχή σε όποιον δεχθεί να μείνει εκεί για 5 χρόνια τουλάχιστον.
Δημογραφία
Πληθυσμός
Σύμφωνα με τη Ρωσική απογραφή του 2010, το Ομοσπονδιακό Διαμέρισμα της Άπω Ανατολής είχε πληθυσμό 6.293.129 κατοίκους. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του πληθυσμού είναι συγκεντρωμένο στα νότια. Εξαιτίας της τεράστιας εκτάσεως της Ρωσικής Άπω Ανατολής, τα 6,3 εκατομμύρια κατοίκων αντιστοιχούν σε πυκνότητα πληθυσμού μικρότερη του 1 κατοίκου ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, οπότε η Ρωσική Άπω Ανατολή είναι μια από τις πλέον αραιοκατοικημένες περιοχές της Γης. Ο πληθυσμός της μειώνεται από την εποχή που διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση και τα τελευταία 15 έτη έχει μειωθεί κατά 14%.
Η πλειονότητα του πληθυσμού ανήκει σε δύο εθνότητες: τους Ρώσους και τους Ουκρανούς.
Πόλεις
Το 75% του πληθυσμού της Ρωσικής Άπω Ανατολής κατοικεί σε πόλεις. Οι μεγαλύτερες από αυτές είναι οι εξής:
Οι ιθαγενείς πληθυσμοί της Ρωσικής Άπω Ανατολής ταξινομούνται συνήθως με βάση τη γλωσσική ομάδα στην οποία ανήκουν. Συνακόλουθα, μερικές σημαντικές ομάδες είναι οι εξής:
Η περιοχή δεν συνδεόταν με την υπόλοιπη Ρωσία με εθνικές οδούς, μέχρι την ολοκλήρωση της Εθνικής Οδού R297 (Μ58) το 2010.
Η Άπω Ανατολή είναι η μοναδική περιοχή της Ρωσίας στην οποία τα περισσότερα αυτοκίνητα έχουν το τιμόνι στα δεξιά (το 73% του συνόλου των αυτοκινήτων)[12], παρά το ότι η κυκλοφορία διεξάγεται στη δεξιά πλευρά των δρόμων.
Καθώς συμβαίνει και στη Σιβηρία, για πολλές απομακρυσμένες τοποθεσίες ο κυριότερος τρόπος μεταφοράς προς και από τον υπόλοιπο κόσμο είναι αεροπορικώς, αν και οι υποδομές είναι συχνά ανεπαρκείς.
Οι θαλάσσιες μεταφορές είναι επίσης σημαντικές για τη μεταφορά αγαθών σε τοποθεσίες κοντά ή πάνω στις ακτές του Ειρηνικού και του Αρκτικού Ωκεανού, όπως και για την εξαγωγή πρώτων υλών, ιδίως πετρελαίου, φυσικού αερίου και μεταλλευμάτων.
Beer, Daniel: The house of the dead: Siberian exile under the tsars, εκδ. Vintage, 2017
Bobrick, Benson: East of the Sun: the Epic Conquest and Tragic History of Siberia, Poseidon Press, Νέα Υόρκη 1992
Forsyth, James: History of the Peoples of Siberia, Cambridge University Press, 1992
Glebov, Sergei: «Center, Periphery, and Diversity in the Late Imperial Far East: New Historiography of a Russian Region», Ab Imperio 2019.3 (2019), σσ. 265-278
Monahan, Erika: The merchants of Siberia: Trade in early modern Eurasia, Cornell University Press, 2016
Naumov, Igor: History of Siberia, Routledge, Λονδίνο 2006
Reid, Anna: The Shaman's Coat: A Native History of Siberia, Walker & Comp., Νέα Υόρκη 2002
Stolberg, Eva-Maria (επιμ.): Siberian Saga: a History of Russia's Wild East, 2005
Wood, Alan: Russian Far East 1581-1991, Bloomsbury Academic, Λονδίνο 2011