Το Πρίμησι βρίσκεται στις δυτικές υπώρειες του βουνού "Τρεμουλάς", κοντά στην βόρεια/ανατολική όχθη του χειμάρρου Κερασιές ή "Ρέμα της Κερασιάς"[5], ο οποίος χύνεται στον Βουραϊκό, σε περιοχή αμέσως μετά τα Καλάβρυτα, παραπλεύρως του επαρχιακού δρόμου που οδηγεί προς τα Βαλβούσια, το Χιονοδρομικό κέντρο Καλαβρύτων κ.λπ.[6] Στην περιοχή υπάρχει η ομώνυμη πηγή με συνεχόμενη ροή[7], από την οποία πήρε το όνομά του ο οικισμός, καθώς και το ξωκλήσι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου το οποίο βρίσκεται σε μικρό λόφο-απόληξη του βουνού Βελιάς[8].
Σήμερα, στην περιοχή του οικισμού, έχουν χτιστεί ορισμένες εξοχικές κατοικίες και ένα εστιατόριο που λειτουργεί τους χειμερινούς μήνες, προς εξυπηρέτηση των επισκεπτών του Χιονοδρομικού κέντρου των Καλαβρύτων.
Ιστορία
Αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά ως οικισμός το 1897 και προσαρτήθηκε στον τότε Δήμο Καλαβρύτων του τότε Νομού Αχαιοήλιδος· το 1912 υπήχθη στην τότε Κοινότητα Καλαβρύτων ενώ καταργήθηκε ως οικισμός το 1920[9]. Κατά την απογραφή του 1896 είχε 8 κατοίκους ενώ σε αυτήν του 1907 είχε 6 κατοίκους[10][11]. Πλέον η ονομασία αυτή απαντά μόνο ως τοπωνύμιο[12], στον χώρο όπου βρισκόταν ο οικισμός, παραλλαγή του οποίου είναι και το "Μπρίσοβο"[6][13].
Στην περιοχή, όπου βρισκόταν ο οικισμός, έχουν έρθει στο φως αρχαιολογικά κατάλοιπα· από αυτό το σημείο θεωρείται ότι περνούσε ο αρχαίος δρόμος που οδηγούσε από την Κύναιθα στους Λουσούς ενώ η πηγή της περιοχής εικάζεται ότι ήταν η αρχή του υδραγωγείου της αρχαίας Κύναιθας[14].
Παραπομπές και υποσημειώσεις
↑Η γραφή της ονομασίας απαντάει και ως Πρίμισι. Βλ. Αλεξοπούλου 2009, σελ. 73, 84, 156· Λουλούδης 2010, σελ. 515.
↑Με αυτήν την ονομασία αναφέρεται στην απογραφή του 1896.
↑Στην απογραφή του 1896 αναφέρονται 6 άνδρες και 2 γυναίκες ενώ σε αυτήν του 1907 αναφέρονται 4 και 2 αντίστοιχα. Βλ. Ψηφιακή βιβλιοθήκη της Ε.Σ.Υ.Ε./ΕΛ.ΣΤΑΤ., dlib.statistics.gr. Ανακτήθηκε: 06/05/2017.
Αλεξοπούλου, Γεωργία (2009). Συμβολή στην αρχαιολογία και τοπογραφία της Αζανίας (Βόρειας Αρκαδίας) επαρχία Καλαβρύτων. Πάτρα: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. σελ. 156-158. doi:10.12681/eadd/27848.