Το Πέπερι το μακρόν(Piper longum), που κοινώς ονομάζεται μακρύ πιπέρι,[1]μακροπίπερο,[1]μακροπέπερι[1] και μερικές φορές Ινδικό μακρύ πιπέρι, είναι ένα ανθοφόρο κλήμα στην οικογένεια Πιπερίδες(Piperaceae), καλλιεργείται για τον καρπό του, ο οποίος συνήθως ξηραίνεται και χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό και καρύκευμα. Το μακρύ πιπέρι έχει μια παρόμοια, αλλά πιο καυτερή γεύση από το στενό συγγενή του Πέπερι το μέλαν(Piper nigrum) - από το οποίο λαμβάνεται το μαύρο, πράσινο και το λευκό πιπέρι. Η ίδια η λέξη πιπεριά προέρχεται από τη λέξη Ταμίλ / Μαλαγιαλαμικά, για το μακρύ πιπέρι, pippali.[2][3][4]
Ο καρπός του πιπεριού αποτελείται από πολλούς μικροσκοπικούς καρπούς - ο καθένας, περίπου στο μέγεθος ενός σπόρου παπαρούνας - ενσωματωμένου στην επιφάνεια ενός άνθους που μοιάζει με ίουλοφουντουκιάς .[Σημ. 1][5][6] Όπως και στο Πεπέρι το μέλαν(Piper nigrum), τα φρούτα περιέχουν το αλκαλοειδές πιπερίνη, στο οποίο οφείλουν την πικάντικη γεύση τους. Ένα άλλο είδος του μακρού πιπεριού, το είδος Πέπερι το οπισθοκλινές ή φαρμακευτικόν (Piper retrofractum, συν. Piper officinarum), είναι εγγενές στην Ιάβα, Ινδονησία. Οι καρποί αυτού του φυτού, συχνά συγχέονται με αυτούς από τις πιπεριές τσίλι, οι οποίες ανήκουν στο γένος Καψικόν(Capsicum) που κατάγεται από την Αμερική.
Ιστορία
Η πρώτη αναφορά του μακρού πιπεριού, προέρχεται από τα αρχαία Ινδικά εγχειρίδια της Αγιουρβέδα, όπου περιγράφονται λεπτομερώς οι φαρμακευτικές και οι διατροφικές χρήσεις του. Στην Ελλάδα, έφθασε τον 6ο ή 5ο αιώνα π.Χ., αν και ο Ιπποκράτης το αναφέρει ως φάρμακο και όχι ως μπαχαρικό.[7] Μεταξύ των Ελλήνων και των Ρωμαίων και πριν από την εκ νέου ανακάλυψη της Αμερικής από τους Ευρωπαίους, το μακρύ πιπέρι ήταν ένα σημαντικό και πολύ γνωστό μπαχαρικό. Η αρχαία ιστορία του μαύρου πιπεριού είναι συχνά αλληλένδετη με (και συγχέεται με) αυτή του μακρού πιπεριού, αν και ο Θεόφραστος ξεχώρισε τα δύο είδη κατά το πρώτο του έργο της βοτανικής. Οι Ρωμαίοι γνώριζαν και τα δυο είδη και συχνά αναφέρονταν σε οποιοδήποτε είδος απλά ως piper. Ο Πλίνιος πίστευε εσφαλμένα ότι τόσο το αποξηραμένο μαύρο πιπέρι όσο και το μακρύ πιπέρι, ότι προήρχοντο από το ίδιο φυτό. Το στρογγυλό ή μαύρο πιπέρι, άρχισε να ανταγωνίζεται στην Ευρώπη, το μακρύ πιπέρι από το 12ο αιώνα και το είχε εκτοπίσει από το 14ο. Η αναζήτηση για φθηνότερη και πιο αξιόπιστη πηγή μαύρου πιπεριού, τροφοδότησε την Εποχή των Ανακαλύψεων· μόνο μετά την ανακάλυψη των Αμερικανικών ηπείρων και της πιπεριάς τσίλι, που οι Ισπανοί αποκαλούσαν pimiento (γλυκοπίπερο),[Σημ. 2] χρησιμοποιώντας τη λέξη τους για το μακρύ πιπέρι, έκανε η δημοτικότητα του μακρού πιπεριού να ξεθωριάσει.[8] Οι πιπεριές τσίλι, μερικές από τις οποίες, όταν ξεραθούν, είναι παρόμοιες στο σχήμα και στη γεύση με το μακρύ πιπέρι, ήταν ευκολότερο να αναπτυχθούν σε μια ποικιλία από θέσεις πιο βολικές στην Ευρώπη. Σήμερα, το μακρύ πιπέρι είναι μια σπανιότητα στο γενικό εμπόριο.
Χρήσεις
Σήμερα, το μακρύ πιπέρι είναι ένα πολύ σπάνιο συστατικό στις Ευρωπαϊκές κουζίνες, αλλά μπορεί ακόμα να βρεθεί στα Ινδικά και Νεπαλικά τουρσιά λαχανικών, σε μερικά μείγματα μπαχαρικών της Βόρειας Αφρικής και στη μαγειρική της Ινδονησίας και της Μαλαισίας. Είναι άμεσα διαθέσιμο στα Ινδικά παντοπωλεία, όπου συνήθως απαντάται ως pippali.
Το μακρύ πιπέρι είναι γνωστό ότι περιέχει τη χημική ένωση piperlongumine.[9]
Εικόνες
Εικονογράφηση του Πεπέρεως του μέλανος(Piper Nigrum) και του Πεπέρεως του μακρού (Piper Longum).
↑ Ένας ίουλος (catkin ή ament), είναι μια λεπτή, κυλινδρική συστάδα άνθους, με δυσδιάκριτα ή χωρίς πέταλα, που συνήθως γονιμοποιούνται μέσω του ανέμου (anemophilous), αλλά μερικές φορές είναι και εντομογαμή (όπως στο Salix). Η Αγγλική λέξη «ίουλος» (catkin) είναι δάνεια λέξη από την παλαιά Ολλανδική «katteken», που σημαίνει «γατάκι», λόγω της ομοιότητας με την ουρά από ένα γατάκι. Η Αγγλική λέξη «ίουλος» (ament) προέρχεται από το Λατινικόamentum, που σημαίνει «λουρί» ή «λουρίδα».
↑ Το γλυκοπίπερο (pimiento) (Ισπανική προφορά: [piˈmjento]) ή πιπέρι κεράσι, είναι μια ποικιλία από μεγάλες, κόκκινες, σχήματος καρδιάς, πιπεριές τσίλι (Καψικόν το ετήσιον - (Capsicum annuum)), διαστάσεων 7 έως 10 εκ. (3 έως 4 ίντσες) και 5 έως 7 εκ. (2 έως 3 ίντσες) (μέση, επιμήκης).