Η Ελισάβετ ''Μπέτι'' Άλβερ[1] (εσθονικά: Betti Alver, 10/23 Νοεμβρίου1906 - 19 Ιουνίου1989) ήταν Εσθονή λογοτέχνιδα. Θεωρείται μια από τις σημαντικότερες παρουσίες της εσθονικής ποίησης, ενώ ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία, τη συγγραφή θεατρικών έργων και τη μετάφραση[2].
Βιογραφία
Γεννήθηκε το 1906 στον μικρό οικισμό Γιόγκεβα της σημερινής ομώνυμης εσθονικής επαρχίας, ο οποίος τότε αποτελούσε έδαφος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Το πέρασμά της από την παιδική στην εφηβική ηλικία συνέπεσε με την ανεξαρτησία της Εσθονίας με αποτέλεσμα η Άλβερ να συγκαταλεχθεί στην πρώτη γενιά των Εσθονών λογοτεχνών που φοίτησε σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα διαμορφωμένο πάνω στη μητρική της γλώσσα. Μετά την ολοκλήρωση των εγκύκλιων σπουδών της φοίτησε για ένα διάστημα στο Πανεπιστήμιο του Τάρτου[3].
Φοιτήτρια ακόμη, παρουσιάστηκε στα γράμματα το 1927 με το μυθιστόρημα Tuulearmuke, που είχε ως κεντρικό θέμα την εξέλιξη μιας νεαρής γυναίκας και γνώρισε μεγάλη επιτυχία[3]. Το 1931, εμπνευσμένη από τον Ευγένιο Ονέγκιν του Πούσκιν, δημοσίευσε το πρώτο της ποίημα με τίτλο Lugu valgest varesest (Ένα παραμύθι από το λευκό κοράκι), το οποίο όμως έγινε δεκτό με αποθαρρυντικές κριτικές[3]. Παρόλα αυτά συνέχισε να παράγει ποιήματα, τα οποία δημοσιεύονταν σε διάφορα φιλολογικά περιοδικά και το 1936 παρουσίασε την πρώτη της ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο Tolm ja tuli (Σκόνη και φωτιά), η οποία δέχτηκε ως επί το πλείστον θετικές κριτικές, χαρίζοντας στην Άλβερ περίοπτη θέση στο ποιητικό προσκήνιο της χώρας. Την ίδια εποχή ανήκε στη λογοτεχνική ομάδα των Προφητών[3][4] που περιλάμβανε στις τάξεις της μεταξύ άλλων τον Μπέρναρντ Κάνγκρο, τον Ούκου Μάσινγκ, την Κέρστι Μέριλαας αλλά και τον, μετέπειτα σύζυγο της Άλβερ, Χέιτι Τάλβικ, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1937[3].
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την οριστική προσάρτηση της Εσθονίας και των υπόλοιπων βαλτικών κρατών στη Σοβιετική Ένωση, ο σύζυγός της εκτοπίστηκε στη Σιβηρία όπου εικάζεται πως πέθανε κατά τα μέσα του 1947. Μετά από αυτήν την εξέλιξη η Άλβερ αποσύρθηκε για δεκαετίες από τη συγγραφή βγάζοντας τα προς το ζην ως μεταφράστρια, ασχολία στην οποία είχε επιδοθεί και κατά τη δεκαετία του 1930. Αυτή η απόφασή της ερμηνεύεται ως αντίδραση στη σοβιετική κυριαρχία επί της πατρίδας της[4], ενώ επισημαίνεται και το ότι μετά τον εκτοπισμό και την εξαφάνιση του Τάλβικ, ήταν αδύνατον για την Άλβερ να γράψει ποίηση που να ήταν ανεκτή από τις αρχές[3].
Σημαντικό μεταφραστικό της έργο ήταν η απόδοση στα εσθονικά του Ευγένιου Ονέγκιν του Πούσκιν που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες από το 1957 μέχρι το 1963 στο λογοτεχνικό περιοδικό Looming (Δημιουργία), ενώ παράλληλα μετέφρασε και έργα του Γκαίτε.
Το 1966, μετά από απουσία τριάντα ετών παρουσίασε τη δεύτερη ποιητική συλλογή της με τίτλο Tähetund, η οποία περιλάμβανε παλαιότερα αλλά και νέα ποιήματά της και χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα σπουδαιότερα ποιητικά έργα της δεκαετίας[3]. Άλλα έργα τα επόμενα χρόνια ήταν το Eluhelbed (1971), η Ιπτάμενη πόλη (1979) και το Korallid Emajões: luuletusi (1986). Πέθανε στο Ταρτού, την 19η Ιουνίου του 1989.
Εργογραφία (ενδεικτική)
Tuulearmuke (1927)
Tolm ja tuli (1936)
Tähetund (1966)
Korallid Emajões: luuletusi (1986)
Αποτίμηση
Η Άλβερ συγκαταλέγεται στους κορυφαίους Εσθονούς ποιητές[3] και χαρακτηρίζεται ως η μεγάλη κυρία της ποίησης της χώρας της[4]. Το 2006, με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό ετών από τη γέννησή της, ιδρύθηκε στη - γενέτειρά της - Γιόγκεβα μουσείο αφιερωμένο στην προσωπικότητα και το έργο της.
Παραπομπές
↑Γνωστή από το 1937 με ως Ελισάβετ Τάλβικ και από το 1956 μέχρι τον θάνατό της ως Ελισάβετ Λέπικ.