Ο Μιχάι Τουντόσε (Mihai Tudose, γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου του 1967 στη Βραΐλα) είναι Ρουμάνος πολιτικός, βουλευτής, υπουργός Οικονομίας στην κυβέρνηση Γκριντεάνου και ο πρώην πρωθυπουργός της Ρουμανίας.
Πολιτική καριέρα
Κατήλθε στην πολιτική το 1992, ως μέλος του Δημοκρατικού Εθνικού Μετώπου Σωτηρίας. Σήμερα, είναι μέλος του σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και αντιπρόεδρός του από το 2015.[8] Εξελέγη βουλευτής το 2000 και υπηρέτησε στη συνέχεια επί πέντε θητείες ως βουλευτής στην κομητεία της Βραΐλας.[9] Διετέλεσε δύο φορές υπουργός Οικονομίας, μεταξύ του 2014 και του 2015 στην 4η κυβέρνηση Πόντα και μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουνίου 2017 στην κυβέρνηση Γκριντεάνου.[10]
Ήταν ένας από τους επικρατέστερους υποψηφίους για την πρωθυπουργία, προταθείς από τον πλειοψηφούντα συνασπισμό με επικεφαλής το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα προκειμένου να διαδεχθεί τον Σορίν Γκριντεάνου , έπειτα από την κατάρρευση της κυβέρνησης του τελευταίου λόγω έγκρισης πρότασης μομφής από το ίδιο του το κόμμα. Στις 26 Ιουνίου 2017, ο πλειοψηφών συνασπισμός τον πρότεινε για τη θέση και ο ίδιος έλαβε την εντολή από τον Πρόεδρο Γιοχάνις.[11] Ανέλαβε καθήκοντα στις 29 Ιουνίου, μαζί με τη νέα κυβέρνηση.
Διαμάχη
Ως κάτοχος διδακτορικού στις Στρατιωτικές Επιστήμες και Πληροφορίες, ο Τουντόσε ενεπλάκη σε σκάνδαλο λογοκλοπής έπειτα από αναφορές των μέσων ενημέρωσης ότι μπορεί να είχε αντιγράψει κάποια μέρη της διδακτορικής του εργασίας. Στον απόηχο του σκανδάλου, παραιτήθηκε από τη χρήση του επιστημονικού του τίτλου.
Σχολιάζοντας τις πρωτοβουλίες της περιοχής Σέκελι για αυτονομία και τη χρήση της σημαίας τους σε δημόσιες υπηρεσίες, στις 11 Ιανουαρίου 2018 ο Τουντόσε έκανε τη δήλωση "Αν υψώσουν σημαίες στην περιοχή του Σέκελι, εκείνοι που θα τις υψώσουν θα κρεμαστούν δίπλα στις σημαίες. Αποκλείεται να παραχωρηθεί αυτονομία στη Σέκελι." [12][13] Ο αναπληρωτής πρόεδρος της Δημοκρατικής Συμμαχίας Ούγγρων της Ρουμανίας (UDMR) Μπάλιντ Πορκσάλμι χαρακτήρισε την δήλωση του Τουντόσε απαράδεκτη, αποκαλώντας την "πρωτόγονη" και ότι "θυμίζει τον Μεσαίωνα". Επτά ημέρες αργότερα, ο Τουντόσε αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του, εξαιτίας, εν μέρει των σχολίων και των εσωτερικών διενέξεων, όπως και λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης εντός του κόμματος.[14]