Τα μέλη του Κοινοβουλίου εκλέγονται με γενικές και άμεσες εκλογές, με μυστική και ισότιμη ψηφοφορία, για τετραετή θητεία.[1] Ο αριθμός των μελών ορίζεται με νόμο. Στην τρέχουσα Συνέλευση, την 55η, η Γερουσία αποτελείται από 136 γερουσιαστές και η Βουλή των Αντιπροσώπων από 330 βουλευτές.
Ιστορία
Η κοινοβουλευτική ιστορία της Ρουμανίας άρχισε τον Μάιο του 1831, όταν στη Βλαχία εκδόθηκε ένα συνταγματικό έγγραφο, το «Οργανικό Καταστατικό» (Regulamentul Organic), το οποίο τέθηκε σε ισχύ και στη Μολδαβία, ένα χρόνο αργότερα. Επρόκειτο για τη βάση του κοινοβουλευτικού θεσμού στα Ρουμανικά Πριγκιπάτα.[2]
Με τη Σύμβαση του Παρισιού, της 19ης Αυγούστου 1858, θεσπίστηκε το διθάλαμο κοινοβουλευτικό σύστημα, που περιλάμβανε Γερουσία και κάτω βουλή. Η απόφαση, που βασίστηκε σε πρωτοβουλία του πρίγκιπα Αλεξάνδρου Ιωάννη Κούζα και εγκρίθηκε με το δημοψήφισμα του 1864, τελειοποίησε και διεύρυνε την αρχή της εθνικής εκπροσώπησης. Υπό το πολιτικό καθεστώς που καθιερώθηκε με τη Σύμβαση του Παρισιού, ο φορέας της νομοθετικής εξουσίας εκσυγχρονίστηκε και, ως εθνικό σώμα εκπροσώπησης, λειτούργησε σύμφωνα με τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των κοινοβουλίων της Δυτικής Ευρώπης εκείνης της εποχής.[2][3]
Ο σχηματισμός και η εξέλιξη του Ρουμανικού Κοινοβουλίου στη σύγχρονη μορφή του επιβεβαίωσαν την εθνική κυριαρχία, και οδήγησε στην Ένωση των δύο Πριγκιπάτων, το 1859. Υπό την αιγίδα του Κοινοβουλίου, στις 9 Μαΐου 1877, αναγνώστηκε η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Ρουμανίας και, το 1920, επικυρώθηκε η Συνθήκη του Τριανόν για την ένωση με την Τρανσυλβανία και τη Βεσσαραβία, που αποτέλεσε και την επίσημη αρχή για την Μεγάλη Ρουμανία.
Τον Φεβρουάριο του 1938, υπό την πολιτική πίεση που προηγήθηκε του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βασιλιάς Κάρολος Β', ο οποίος πάντα υπονόμευε τον ρόλο του κοινοβουλευτισμού, επέβαλε ένα καθεστώς αυταρχικής μοναρχίας. Τον καιρό της βασιλικής δικτατορίας, το κοινοβούλιο έχασε τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα και έγινε ένα σώμα με ονομαστική αξία μόνο.[2]
Τον Σεπτέμβριο του 1940 ο Κάρολος Β' παραιτήθηκε, και το Εθνικό Λεγεωνικό Κράτος, που προηγήθηκε της στρατιωτικής δικτατορίας του Ίον Αντονέσκου, ανέστειλε τη λειτουργία του Κοινοβουλίου. Από τις 23 Αυγούστου 1944, υπό την πίεση των Σοβιετικών και των κομμουνιστικών δυνάμεων, το κοινοβούλιο αναδιοργανώθηκε ως ενιαίο νομοθετικό σώμα, τη Συνέλευση των Αντιπροσώπων, που με το Σύνταγμα του 1948 μετατράπηκε στη Μεγάλη Εθνική Συνέλευση, ένα τυπικό σώμα που ήταν υποταγμένο στην εξουσία του Ρουμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος.[2]
Η Επανάσταση του Δεκεμβρίου του 1989 άνοιξε το δρόμο στη Ρουμανία για να αποκατασταθεί το αυθεντικό δημοκρατικό πολίτευμα, που να βασίζεται σε ελεύθερες εκλογές και πολιτικό πλουραλισμό, στην εποπτεία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στη διάκριση των εξουσιών και στην ευθύνη που έχουν οι κυβερνώντες προς τα σώματα αντιπροσώπων. Οι προσωρινές επαναστατικές δυνάμεις επανέφεραν το διθάλαμο κοινοβουλευτικό σύστημα. Όλες αυτές οι προϋποθέσεις καλύφθηκαν με το νέο Σύνταγμα της χώρας, το οποίο εγκρίθηκε με το δημοψήφισμα του 1991.[2]
Κατά τη δύσκολη δεκαετία της μετά-κομμουνιστικής μετάβασης, η Βουλή των Αντιπροσώπων και η Γερουσία εξέτασαν και θέσπισαν πολλούς νόμους και κανονισμούς, επιδίωξαν την ολοκληρωτική αναδιάρθρωση της κοινωνίας σε μία δημοκρατική βάση, διασφάλισαν τον σεβασμό στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, προώθησαν την μεταρρύθμιση και την ιδιωτικοποίηση, κατάστρωσαν νόμους για τα οικονομικά των εμπορικών επιχειρήσεων και των κρατικών ιδρυμάτων, και με όλα αυτά τα προαπαιτούμενα η Ρουμανία εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.[2]