Μεγάλωσε στη γειτονιά του Σαν Ζερβάσι της Βαρκελώνης σε μια ιδιαίτερα καλλιεργημένη μικροαστική οικογένεια. Από μικρή ήρθε σε επαφή με την καταλανική λογοτεχνία (Ζασίν Μπερδαγέ, Ζοάν Μαραγάλ, Ζοζέπ Καρνέ).[3] Στην ηλικία των είκοσι παντρεύτηκε τον δεκατέσσερα χρόνια μεγαλύτερό θείο της (τον αδερφό της μητέρας της)· για την πραγματοποίηση του γάμου ήταν απαραίτητη η παπική άδεια λόγω ομαιμοσύνης.[4] Με τη γέννηση του πρώτου και μοναδικού της γιου το 1929 ξεκίνησε να γράφει. Το 1931, έλαβε μαθήματα για να βελτιώσει τη γνώση της καταλανικής γλώσσας ενώ ο καθηγητής της, Ντελφί Νταλμάου την ενθάρρυνε να εκδώσει τα γραπτά της. Ως αποτέλεσμα, το επόμενο έτος η Ροδορέδα εξέδωσε το Sóc una dona honrada? ('Είμαι μια έντιμη γυναίκα;). Παράλληλα αρθρογραφούσε σε περιοδικά και εφημερίδες της Βαρκελώνης. Εξέδωσε τρία ακόμη μυθιστορήματα και διάφορα διηγήματα και σταδιακά εντάχθηκε στον λογοτεχνικό κόσμο της πόλης, ερχόμενη σε επαφή με προσωπικότητες όπως ο Αντρέου Νιν. Η ίδια αργότερα αποκήρυξε τα έργα αυτής της περιόδου ως προϊόντα απειρίας.
Το 1937, τον δεύτερο χρόνο του Ισπανικού Εμφυλίου η Ροδορέδα ξεκίνησε να δουλεύει στο τμήμα Προπαγάνδας της Κυβέρνησης της Καταλονίας. Την ίδια χρονιά χώρισε από το θείο της, ενώ ένα χρόνο αργότερα εκδόθηκε το πέμπτο μυθιστόρημά της, Aloma, που κέρδισε το σημαντικό βραβείο Crexells. Λόγω της συνεργασίας της με την Καταλανική Κυβέρνηση και περιοδικά της αριστεράς, μερικούς μήνες πριν την πτώση της Καταλονίας στα χέρια του Φράνκο κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο, πήρε τον δρόμο της εξορίας προς το Παρίσι.[5] Βρήκε καταφύγιο μαζί με άλλους Καταλανούς συγγραφείς στο φρούριο του Ρουασί-εν-Μπρι όπου διέμεινε μέχρι την έκρηξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.[6]
Η εισβολή της Γερμανίας στη Γαλλία ανάγκασε όσους από τους Καταλανούς λογοτέχνες δεν είχαν διαφύγει στη Λατινική Αμερική να οδηγηθούν προς τον νότο. Κατά την πορεία της, πεζή, που διήρκεσε εβδομάδες, η Ροδορέδα αναγκάστηκε να επιβιώσει βρίσκοντας καταφύγιο σε κατεστραμμένα σπίτια. Διέσχισε τον Λίγηρα μετά την ανακωχή της 22ης Ιουνίου 1940 και εγκαταστάθηκε στη Λιμόζ μαζί με τον σύντροφό της Αρμάν Οβιόλς. Μετακόμισε στην Μπορντό, όπου εργάστηκε κάτω από δύσκολες συνθήκες ως ράφτρα.[7]
Τον Σεπτέμβριο του 1946 επέστρεψαν στο Παρίσι. Η Ροδορέδα συνεργάστηκε με τους εξόριστους λογοτεχνικούς καταλανικούς κύκλους στη Γαλλία, το Λονδίνο και τη Λατινική Αμερική και καλλιέργησε κυρίως την ποίηση. Παράλληλα ενδιαφέρθηκε για τη ζωγραφική.[8] Το 1954 μετακόμισε μαζί με τον σύντροφό της στη Γενεύη όπου αυτός εργαζόταν ως διερμηνέας για την Ουνέσκο. Εκεί αφιερώθηκε στη συγγραφή και ήρθε σε επαφή με τον Χούλιο Κορτάσαρ και τον Χόρχε Σεμπρούν. Το 1958 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων Vint-i-dos contes. Το 1962 εξέδωσε το πιο γνωστό της μυθιστόρημα, την Πλατεία των Διαμαντιών και το 1966 το El carrer de les Camèlies ('Η οδός των Καμέλιων'). Το 1971 απεβίωσε ο σύντροφός της γεγονός που, μαζί με την ανακάλυψη μιας παράλληλης σχέσης του με μία Ελβετή, την ώθησε να περνάει όλο και περισσότερο χρόνο στην Καταλονία, στο χωριό Ρομανιά δε λα Σέλβα.[9] Το 1974 εκδόθηκε το σημαντικό της μυθιστόρημα Mirall trencat ('Σπασμένος καθρέπτης') ενώ μέχρι το θάνατο της εκδόθηκαν ένα ακόμη μυθιστόρημα και τρεις συλλογές διηγημάτων. Η αναγνώριση του έργου της επήλθε το 1980 με την απονομή του Τιμητικού Βραβείου των Καταλανικών Γραμμάτων.[10] Τα τελευταία χρόνια της ζωής της είδε το μυθιστόρημά της Aloma να μεταφέρεται στην τηλεόραση και την Πλατεία των Διαμαντιών να γίνεται ταινία.[11] Απεβίωσε στις 13 Απριλίου 1983 σε μια κλινική της Ζιρόνα από καρκίνο του ήπατος.[10] Το Ινστιτούτο Καταλανικών Μελετών, που κληρονόμησε τα γραπτά της συγγραφέως, δημιούργησε το Ίδρυμα Μερσέ Ροδορέδα.[10]
Εργογραφία και ελληνικές μεταφράσεις
1932Sóc una dona honrada? (Είμαι μια έντιμη γυναίκα;)
1934Del que hom no pot fugir (Από εκείνο που δεν μπορείς να ξεφύγεις)
1934Un dia de la vida d'un home (Μια μέρα από τη ζωή ενός άντρα)